1. Πρόσφατα διάβασα το βιβλίο του μεγάλου μυθιστοριογράφου Λ. Τολστόι Τι είναι η θρησκεία (Αθήνα, Printa, 2003. Ο τόμος περιέχει δύο ακόμα δοκίμια – Θρησκεία και ηθική και Ο Νόμος της Αγάπης και ο Νόμος της Βίας).
Η βασική ιδέα του Τολστόι είναι πως οι άνθρωποι, όλοι εμείς, είμαστε τέκνα του Πατέρα Θεού κι επομένως ίσοι απέναντί του και πως πρέπει να ακολουθούμε σε όλη τη συμπεριφορά μας τον χρυσό κανόνα στα ευαγγέλια, δηλαδή να κάνουμε στους άλλους αυτά που εμείς θέλουμε οι άλλοι να κάνουν σε εμάς (ή στην αρνητική εκδοχή του, να μην κάνουμε σε άλλους αυτά που εμείς δεν θέλουμε να κάνουν οι άλλοι σε εμάς) π.χ. Ματθαίου 7.12.
Επομένως ο ίδιος θεωρεί πως τα περισσότερα στοιχεία που συναποτελούν τη σύγχρονη θρησκεία (και ξεκαθαρίζει πως αναφέρεται στον εκκλησιαστικό χριστιανισμό) είναι περιττά, παράλογα και ανήθικα (σ. 35)! Θα επανέλθω σε αυτό το θέμα.
Η θρησκεία, γράφει στο δεύτερο δοκίμιο, είναι “η σχέση που ένας άνθρωπος αναγνωρίζει ότι έχει με τον εξωτερικό κόσμο ή με την προέλευση και την πρωταρχική του αιτία [δηλ. Θεό]” (σ 118). Αυτή παρέχει, συνεχίζει, τις συνθήκες στις οποίες “ο άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει τις απαιτήσεις της ανώτερης βούλησης του Δημιουργού και να τις εφαρμόσει στη ζωή του” (σ 122). Τέλος, προσθέτει, “σύμφωνα με την θρησκευτική ορολογία αυτή η κατανόηση ονομάζεται «αποκάλυψη»” (σ 124).
2. Στο πρώτο κεφάλαιο κάνει τη γενική διαπίστωση πως οι διανοούμενοι της εποχής του (γύρω στο 1900) έχουν απαρνηθεί τη θρησκεία ως εντελώς περιττή για τους μοντέρνους καιρούς και στρέφονται σε μια ανθρωπιστική ή επιστημονική ηθική και στην “επιστήμη”, η οποία σταδιακά δίνει εξηγήσεις για τα πάντα.
Στο 11ο κεφάλαιο βρίσκει πως στην εποχή του, ο χριστιανικός κόσμος “έχει φτάσει σε τρομακτικό επίπεδο απάθειας και αποκτήνωσης (κι ας μην ξεχνάμε τα πρόσφατα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη Νότιο Αφρική και στην Κίνα…)” (σ 65: αναφέρεται στη βίαιη καθυπόταξη από δυτικές δυνάμεις και στην εισαγωγή εκεί του οπίου και τη βίαιη καθυπόταξη των Μπόερς από τους Βρετανούς).
Η απάθεια και αποκτήνωση προήλθε σταδιακά, γράφει (σ 64) από την αποδοχή των πραγμάτων ως έχουν (δηλαδή χωρίς ηθικούς κανόνες συμπεριφοράς), αντίληψη που δημοσιοποίησε ο Χέγκελ. Μετά, απλώθηκε η αντίληψη “του αγώνα για επιβίωση, ως βασικού νόμου, απλώς επειδή αυτός ο αγώνας μπορεί να παρατηρηθεί ανάμεσα στα ζώα και τα φυτά”, δηλαδή η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου, με την καταστροφή του ασθενέστερου και την επικράτηση του ισχυρότερου. Ένα τρίτο βήμα στην ολίσθηση έκανε ο Νίτσε ο οποίος συνιστούσε “ζήστε όπως σας αρέσει”.
Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ τι θα έγραφε σήμερα, πώς θα περιέγραφε τη τωρινή κατάσταση (2015) στις χριστιανικές κοινωνίες…
3. Ο Τολστόι δεν χαρίζεται ούτε στο ελάχιστο στην εκκλησιαστική σύγχρονη μορφή του Χριστιανισμού. Την επικρίνει και στα δόγματα και στις πρακτικές της κι επειδή υποβόσκει πολύ υποκρισία, η κριτική του είναι σκληρή.
Θεωρεί παράλογα και γελοία τα δόγματα του αειπάρθενου της Μαρίας που ήταν μητέρα, της μετάληψης όπου ο οπαδός τρώει τον ίδιο του τον Θεό, τη διάνοιξη των ουρανών και τη βροντερή φωνή που υιοθέτησε τον Ιησού, την ανάληψη του Ιησού και την τοποθέτησή του στα δεξιά του πατέρα του, την τιμωρία των ανθρώπων λόγω της αμαρτίας των πρωτόπλαστων, τη σωτηρία από την τιμωρία με το βάπτισμα, τον αιώνιο βασανισμό των απίστων στη κόλαση, κλπ (σ 34-35).
Τέτοιες αρχές γράφει “είναι τόσο γελοίες και ανήθικες και τόσο αντιφατικές με το υγιές ανθρώπινο συναίσθημα και τη λογική”. Και συμπεραίνει πως “οι άνθρωποι που διακηρύσσουν μια διαστρεβλωμένη μορφή χριστιανισμού, στην πραγματικότητα δεν πιστεύουν σε αυτήν” (σ 35).
Αλλά τα παιδιά διδάσκονται αυτά τα δόγματα και “την αναμενόμενη δευτέρα παρουσία και την τιμωρία αυτών που δεν πιστεύουν σε αυτά τα δόγματα με αιώνια μαρτύρια”.
Γράφει ακόμα: “Χρησιμοποιώντας κάθε μορφή απάτης και υπνωτικής εξουσίας, οι ιερείς… έχουν μεταδώσει στους ανθρώπους την ιδέα ότι ο χριστιανισμός δεν είναι μια θρησκεία που διακηρύσσει την ισότητα όλων των ανθρώπων… Προσπαθεί να πείσει τους καταπιεσμένους ότι η θέση τους γενικά έχει οριστεί από τον Θεό και ότι πρέπει να την υπομένουν με πραότητα και ταπεινοφροσύνη και να υποτάσσονται στους καταπιεστές. Αυτοί δεν χρειάζεται να είναι πράοι και ταπεινοί, αλλά ως αυτοκράτορες, βασιλιάδες, πάπες, επίσκοποι και κοσμικές και πνευματικές αρχές, πρέπει να διορθώνουν τους άλλους, διδάσκοντας και τιμωρώντας τους, ενώ οι ίδιοι ζουν μέσα στη μεγαλοπρέπεια και την πολυτέλεια, η εξασφάλιση της οποίας αποτελεί υποχρέωση των υπηκόων τους” (69, 70, 74).
Αρκούν αυτά για την ώρα.