1. Μια από τις πιο διεστραμμένες και υποκριτικές ιδέες στον σύγχρονο εκκλησιαστικό χριστιανισμό είναι πως πρέπει να αγαπάς τον πλησίον σου – τον κάθε άνθρωπο. Είναι διεστραμμένη αντίληψη διότι άλλα έχει διδάξει ο Ιησούς· είναι υποκριτική διότι κανείς εκκλησιαστικός δεν το πράττει.
Δεν αμφιβάλλω πως ο Ιησούς υπονοούσε μια οικουμενική αγάπη, μα αυτή δεν είναι κάτι που μπορούν εύκολα να αισθάνονται ακόμα και ιερωμένοι, όσο κι αν μιλούν για το θέμα. Ο Ιησούς εξήγησε πως όλοι μπορούν να αγαπούν τους δικούς τους, ακόμα και κακοποιοί κάθε είδους. Αλλά από τους 12 μαθητές του ζητούσε στα ΤΚΕ να αγαπήσουν και τους εχθρούς τους κι όσους τους βρίζουν ή καταδιώκουν. Αυτή είναι μια ανώτερη πρακτική όχι για κοινούς ανθρώπους στον εξωτερικό κύκλο.
Στο Κατά Ιωάννη δίνει μια πρόσθετη πειθαρχία και την υπέρτατη μορφή αγάπης. Λέει δίνοντας στους μαθητές του μια εντολή (15.12-13): “Αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπης ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού” – Να αγαπάτε ο ένας τον άλλο, όπως εγώ αγάπησα εσάς. Κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν, δηλαδή να θέσει κάτω την ψυχή του υπέρ των φίλων του.
2. Μεγάλη παρανόηση κυριαρχεί σχετικά με αυτά τα χωρία. Ο Π. Τρεμπέλας μεταφράζει “Μεγαλυτέραν αγάπην προς τους φίλους κανείς δεν έχει από αυτήν, ήτοι από το να δώση την ζωήν του χάριν των φίλων.” (Η ΚΔ, 49η εκδ, 2004, Ο Σωτήρ.) Μόνο που ο Ιησούς δεν λέει αυτά.
Πώς αγάπησε ο Ιησούς τους μαθητές του;
Ο ίδιος ο Θεός κατέβηκε από το ύψος Του, ενσαρκώθηκε και δίδαξε ιδιαίτερα τους μαθητές πώς να φθάσουν στην αθανασία. Μετά, επειδή γνώριζε πως οι μαθητές δεν ήταν ιδιαίτερα οξυδερκείς, ακριβώς όπως οι θεολόγοι και εκκλησιαστικοί, το εξήγησε με λόγια.
Η αγάπη είναι μια κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος και με αυτήν ή μέσω αυτής συνδέεται με άλλους προσφέροντας υπηρεσία, φροντίδα. Δεν δίνει/θυσιάζει, όπως συχνά λέγεται, τη ζωή του, αλλά θέτει την ψυχή του σε ένα επίπεδο κατώτερο από το συνηθισμένο, για αυτούς που αγαπά (=φίλους, από το φιλώ ´αγαπώˋ).
Μόνο με αναφορά στα επίπεδα Συνείδησης μπορεί αυτό να κατανοηθεί. Ο Ιησούς ανήκε στο επίπεδο Αντικειμενικής (ή Απόλυτα Θεϊκής) Συνείδησης. Κατέβηκε στο επίπεδο της Ονειρικής Αφύπνισης, λειτουργώντας ως “πλησίον”, ως Καλός Σαμαρείτης, για να διδάξει και να ανυψώσει τους μαθητές του – όσο μπορούσαν να καταλάβουν. Αυτό σημαίνει η ενσάρκωση, το θέσιμο της ψυχής υπέρ των φίλων.
3. Παρόμοια διατύπωση χρησιμοποιεί ο συγγραφέας του Κατά Ιωάννη σε άλλο χωρίο. Στο κεφ 10.14 έχει τον Ιησού να μιλάει για τον ένα καλό ποιμένα και να λέει – “και την ψυχήν μου τίθημι υπέρ των προβάτων” (15). Μετά ξαναλέει “εγώ τίθημι την ψυχήν μου, ίνα πάλιν λάβω αυτήν” (17). Κανείς δεν μπορεί, συνεχίζει, να την πάρει από μένα, αλλά μόνος εγώ την θέτω κάτω από τον εαυτό μου κι έχω την εξουσία να τη θέσω κάτω και να την ξαναπάρω διότι αυτή την εντολή πήρα από τον Πατέρα μου (18).
Με τη βούληση του Πατέρα, άφησε την αιώνια ζωή και τοποθέτησε τη θεϊκή του υπόσταση (=ψυχή) στην ενσαρκωμένη μορφή του ανθρώπου για να βοηθήσει καθοδηγώντας ως “πλησίον” το ποίμνιο να ανέλθει σε υψηλότερο επίπεδο.
Είναι εξαιρετική περίπτωση, αν πιστέψουμε το λόγια του ευαγγελιστή, εξαιρετικό συμβάν από έναν σοφό του Εσώτερου Κύκλου. Δεν συμβαίνει, δεν μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε οποτεδήποτε. Δεν είναι για κοινές σχέσεις μεταξύ κοινών ανθρώπων.
4. Είδαμε τη σχετικά γνωστή περιγραφή της οικουμενικής, απρόσωπης αγάπης όπως τη δίνει ο Παύλος στην 1Κρ 13.5: “Η αγάπη μακροθυμεί…, ου ζηλεί, … ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής… ου χαίρει επί τη αδικία… πάντα υπομένει.” Σήμερα σας δίνω περιγραφή εμπειρίας τέτοιας αγάπης. Πολλοί μύστες, πολλοί ποιητές, εξέφρασαν αυτή την ιδέα μέσα από την προσωπική τους εμπειρία. Για παράδειγμα, ο σύγχρονος Ινδός μύστης, J.Krishnamurti στο Σημειωματάριο του (εκδ 1976) περιγράφει πολλές στιγμές οπότε, όπως φαίνεται, εισερχόταν στην κατάσταση της αγάπης και ουράνιας Βασιλείας:
“Ξαφνικά ένιωσες [δηλ ο ίδιος] αυτή την πελώρια φλόγα δύναμης, καταστροφική στη δημιουργικότητα της. Ήταν η δύναμη που υπήρχε προτού όλα τα πράγματα έρθουν σε ύπαρξη. Ήταν απροσπέλαστη και ακριβώς λόγω της έντασης της δεν μπορούσες να την πλησιάσεις. Τίποτα δεν υπάρχει παρά μόνο εκείνη: απεραντοσύνη και δέος… Είναι πέρα και πάνω από όλες τις λειτουργίες του ανθρώπου” (σ 35).
Και αργότερα:
“Στον αέρα απλώθηκε η αίσθηση ανυπόφορης απεραντοσύνης, έντονη κι επίμονη. Δεν ήταν φαντασίωση: αυτή παύει όταν υπάρχει το αληθινό… Η φαντασία και η ψευδαίσθηση δίνουν πολλή ευχαρίστηση αλλά είναι απατηλές… Η απεραντοσύνη υπήρχε… η κίνηση του μυαλού σταμάτησε εντελώς, εύκολα, πρόθυμα – η φλυαρία της διάνοιας. Έγινε ησυχία: έβλεπες κι άκουες χωρίς ερμηνεία, χωρίς κατηγοριοποίηση. Ο νους ήταν πολύ ήσυχος και πολύ ζωντανός: η σιωπηλή απεραντοσύνη γέμιζε τη νύχτα κι έγινε έκσταση. Αυτή δεν συνδεόταν με τίποτα: δεν προσπαθούσε να διαμορφώσει, να αλλάξει να επιβάλει… Ήταν αγάπη, όχι η αγάπη την οποία καλλιεργεί η κοινωνία, αυτό το βασανισμένο συναίσθημα. Ήταν η αγάπη που είναι η πεμπτουσία του ρεύματος της ζωής. Ήταν εκεί, αδυσώπητη, καταστροφική με μια τρυφερότητα που μόνο το ολόφρεσκο ξέρει, όπως ένα νέο φύλλο την άνοιξη… Ήταν η αγάπη που δεν περικλείεται μέσα στην εμβέλεια του ανθρώπινου πόθου και μέτρου. Ήταν εκεί και η σκέψη θα μπορούσε να την διώξει, το συναίσθημα θα μπορούσε να την κάνει πέρα. Ήταν εκεί, όμως, ακατάκτητη, ασύλληπτη” (σ 159).
Και αργότερα πάλι:
“Παντού υπήρχε σιωπή: οι λόφοι ήταν ακίνητοι· τα δέντρα ήταν ήσυχα και η κοίτη του ποταμού άδεια· τα πουλιά είχαν βρει καταφύγιο για τη νύχτα· όλα τώρα ησύχασαν, ακόμα και οι σκύλοι του χωριού. Είχε βρέξει και τα σύννεφα έστεκαν ακίνητα. Η σιγή μεγάλωσε κι έγινε έντονη, ευρύτερη και βαθύτερη. Αυτό που ήταν έξω τώρα ήταν εντός. Ο νους που ακροαζόταν τη σιωπή των λόφων, των χωραφιών και των δέντρων ήταν τώρα ο ίδιος σιωπηλός: έπαψε να μιλά στον εαυτό του, φυσικά, δίχως καμιά πίεση. Ήταν ήσυχος σε όλο το εσωτερικό του, τυλιγμένος στον εαυτό του… Ήταν μια έντονη κατάσταση, εντελώς άσχετη με όλα τα άλλα και ολομόναχη στη μεγαλοσύνη και απεραντοσύνη της. Και καθώς περπατούσες [δηλ ο ίδιος] σε κείνο τον δρόμο που σκοτείνιαζε, υπήρχε έκσταση” (σ 161).