1. Είναι φανερό μετά τη μελέτη των Γνωστικών συγγραμμάτων, πως ο Ιησούς ήταν ένας φιλόσοφος και είχε μια σχολή μάλλον, παρά ότι ήταν ο θαυματοποιός Μεσσίας της Ιουδαϊκής παράδοσης που κήρυττε Αποκαλυπτισμό. Το δε φιλοσοφικό του σύστημα δεν είχε πολλή σχέση με τον ορθόδοξο Ιουδαϊσμό, αλλά δίδασκε ιδέες ξένες κι επικίνδυνες, όπως ο Σωκράτης είχε φέρει ‘καινά δαιμόνια’. Γι’ αυτό οι ραβινικές μαρτυρίες στο 29. Φιλοσοφία: Υπήρξε ο Ιησούς Β’ λένε πως ο Ιησούς, ‘παρέσυρε τον Ισραήλ σε λάθος δρόμο’. Τα ΤΚΕ περιέχουν απόψεις της διδασκαλίας του Ιησού και πολλά λόγια του, αλλά προβάλλουν μια φανταστική φυσιογνωμία σε ένα φανταστικό περιβάλλον.
Για κάθε διδασκαλία τέτοιου τύπου υπάρχουν τρεις φάσεις. Πρώτα η χαρισματική, όταν ο ίδιος ο δάσκαλος είναι ζωντανός. Μετά, η αποστολική όταν οι άμεσοι μαθητές του τη μεταδίδουν σε νεότερους ή και σε άλλα μέρη. Η τρίτη φάση φέρνει την παγίωση σε δόγμα.
Στη δεύτερη φάση, όταν πια ο δάσκαλος έχει αποχωρήσει, αργά η γρήγορα θα υπάρξουν δυσκολίες ή διαφοροποιήσεις. Διότι συνήθως ο κάθε μαθητής καταλαβαίνει τη διδασκαλία διαφορετικά και τονίζει διαφορετικά στοιχεία υποβαθμίζοντας ή αμελώντας άλλα.
2. Έτσι έγινε και με τη διδασκαλία του Ιησού.
Ακόμα κι αν δεχθούμε την επικρατούσα επίσημη εκδοχή της ΚΔ βλέπουμε πως ενώ υπάρχουν πολλά κοινά σημεία στα 4 ευαγγέλια, συγχρόνως υπάρχουν και πολλές διαφορές. Για παράδειγμα, μόνο του Ιωάννη αναφέρει την Ανάσταση του Λαζάρου και μόνο του Λουκά αναφέρει την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, ενώ του Ματθαίου έχει την Επί του Όρους Ομιλία και του Λουκά τη συντομότερη Επί της Πεδιάδας Ομιλία. Ο δε Αποκαλυπτισμός παρουσιάζεται διαφορετικά στο κάθε ευαγγέλιο. Όταν όμως γίνουν συγκρίσεις και αντιπαραθέσεις με τα Γνωστικά ευαγγέλια, βλέπουμε τις διαφορές να μεγαλώνουν αγεφύρωτα.
Συνεπώς συμπεραίνουμε πως τις τελευταίες δεκαετίες του πρώτου αιώνα και οπωσδήποτε στον δεύτερο αιώνα, υπήρχαν πολλοί ‘χριστιανισμοί’ σκόρπιοι εδώ και εκεί στα ανατολικά παράλια της Μεσογείου – και αργότερα σε όλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία γύρω από τη Μεσόγειο.
3. Αυτό που βλέπουν ξεκάθαρα σήμερα οι πιο αντικειμενικοί θεολόγοι και ιστορικοί, είναι η διαίρεση σε Γνωστικό και ορθόδοξο ή επίσημο χριστιανισμό, που τελικά επικράτησε. Βλέπουν όμως και πολλές άλλες (υπο)διαιρέσεις τις οποίες ο κοινός άνθρωπος ούτε καν φαντάζεται.
Οι Γνωστικοί στον 2ο αιώνα παρουσιάζονται αυστηρά διαιρεμένοι σε διαφορετικές σέχτες με τις δικές τους ιδιαίτερες Γραφές, διδασκαλίες και ηγεσίες. Ο Μαρκίων πχ. έδρασε στη Ρώμη 130-160 και κάτω από την επίδραση κάποιου Κέρδωνα, διαχώρισε τον εκδικητικό Ιεχωβά της ΠΔ από τον Θεό της Αγάπης του Ιησού και του Παύλου και σχημάτισε την πρώτη Χριστιανική Βίβλο με το ευαγγέλιο του Λουκά (εξαγνισμένο από κάθε αναφορά στις εβραϊκές Γραφές) και 10 επιστολές του Παύλου μόνο! Η ορθόδοξη Εκκλησία της Ρώμης τον έδιωξε ως αιρετικό μα η δική του (πρώτη πλήρως οργανωμένη) Εκκλησία, με δικό της καταστατικό, δική της ομολογία Πίστεως και δικό της τελετουργικό, εξαπλώθηκε ευρέως και κρατήθηκε για πολλούς αιώνες!
4. Στην άλλη άκρη του χριστιανικού φάσματος ήταν οι Εβιωνίτες (<Εβρ. ebyot = φτωχός) πολύ κοντά στην Ιουδαϊκή παράδοση. Είχαν τη δική τους βίβλο με βάση τον Ματθαίο και δεν δέχονταν καμιά επιστολή του Παύλου που, για χάρη των Εθνικών (= μη Εβραίων), είχε καταργήσει την περιτομή και άλλους κανόνες από την ΠΔ. Ήταν χορτοφάγοι και είχαν καταργήσει κάθε μορφή θυσίας, αφού ο αγαπημένος τους ραβί Ιησούς προσέφερε τον εαυτό του ως ύστατη θυσία για να σωθεί ο Ισραήλ.
Παραπλήσια Εκκλησία Ιουδαίων χριστιανών ήταν και οι Ναζαρηνοί (ή Ναζωραίοι) που επίσης χρησιμοποιούσαν μια διασκευή του Ματθαίου.
Μια τρίτη σέχτα ήταν οι Ιουδαίοι της Αλεξάνδρειας, που είχε το δικό της Ευαγγέλιο των Εβραίων, με Γνωστική απόκλιση. Μόνο μερικά αποσπάσματα από αυτό έχουν περισωθεί στο Βίος Επιφανών Ανδρών του Ιερώνυμου, ο οποίος μετέφρασε όλη τη γνωστή Βίβλο στα Λατινικά, μα δεν διασώθηκε πλήρως.
Αυτές οι Εκκλησίες γύρω από, ή μέσα στην Παλαιστίνη είχαν καθοδηγητή τους τον Ιάκωβο, αδερφό του Ιησού που, τουλάχιστον μέχρι το θάνατό του το 62, ήταν ο διάδοχος του Ιησού και σχολάρχης των οπαδών του στην Ιερουσαλήμ.
5. Υπήρχαν δύο ακόμα (υπο)διαιρέσεις – οι υιοθετιστές και διαχωριστές.
Οι πρώτοι πίστευαν πως ο Ιησούς ήταν κοινός άνθρωπος που υιοθετήθηκε από τον Θεό κατά τη Βάπτισή του: ‘Σύ ει ο υιός μου, εγώ σήμερον γεγένηκά σε’ (Ψαλμός 2). Αυτή η δήλωση βρίσκεται και σε πάρα πολλά πρώιμα χειρόγραφα του ευαγγελίου του Λουκά (3.22)!
Οι ‘διαχωριστές’ πίστευαν πως ο Ιησούς έγινε Χριστός με την είσοδο θεϊκού πνεύματος στη βάπτισή του. Αυτό όμως εξήλθε στη στάυρωσή του και γι’ αυτό ο Ιησούς κραύγασε ‘Θεέ μου, γιατί μ’ εγκατέλειψες’ (Μρ 15.34, Μτθ 27.46). Αυτοί είχαν μια διασκευή του Μάρκου. Ο Γνωστικός Βαλεντίνος και άλλοι ανήκαν σε αυτή την Εκκλησία, αλλά χρησιμοποιούσαν διασκευή του Ιωάννη!
Μια άλλη δοξασία ήταν ο δοκητισμός , που πρέσβευε πως ο Ιησούς ήταν ο Θεός που έμοιαζε (<από το δοκείν) να είναι άνθρωπος. Ο Θεός έκανε τα θαύματα και φυσικά δεν υπέφερε όταν σταυρώθηκε.
6. Πολλοί πιστεύουν πως κάθε περιοχή ήταν μια ξεχωριστή Εκκλησία με δικό της Ευαγγέλιο και τελετουργικό. Είναι δε πολύ πιθανό κάθε τέτοια Εκκλησία να θεωρούσε τις άλλες ‘αιρετικές’, στον 2ο αιώνα.
Κατά το μέσο του αιώνα οι Επίσκοποι άρχισαν να οργανώνονται αυστηρότερα και σύντομα όσοι αρνούνταν να συμμορφωθούν ενοχοποιούνταν ως ‘αιρετικοί’. Ο σχηματισμός της ΚΔ έγινε σταδιακά και συμπληρώθηκε αργότερα. Μα είναι φανερό πως ο συγγραφέας του Κατά Ιωάννην δεν συμπαθούσε τους οπαδούς του Κατά Θωμάν και γι’ αυτό κάνει τον Θωμά άπιστο να θέλει να ψηλαφήσει τις πληγές του Ιησού (Ιω 20.25-29).
Αυτοί που επικράτησαν είχαν οργανωθεί καλά και αργότερα είχαν την εύνοια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Επί Θεοδοσίου άρχισαν οι αμείλικτες διώξεις ενάντια στους Γνωστικούς που ποτέ δεν οργανώθηκαν αυστηρά.