1. Κάποια ώρα έπρεπε να αναφερθώ στον πολυγραφότατο καθηγητή Ε.Γ. Καψωμένο και την πανοπτική προσέγγισή του στην ποίηση (και ευρύτερα, λογοτεχνία). Παρά τις ποικίλες μεταμοντέρνες θεωρίες που συμπαθεί (η σημειωτική είναι το προσφιλές του σύστημα), παρότι μερικές από αυτές απορρίπτουν το έλλογο νόημα, ο καθηγητής λέει τα εξής:
‘Το λογοτεχνικό έργο εμφανίζεται… ως ένα οργανωμένο σύμπαν, που βασίζεται σε ένα πλέγμα σχέσεων διαφόρων επιπέδων… σε ένα σύστημα που προσδιορίζεται από μια σειρά κανόνες. Το σύστημα είναι η δομή του έργου και οι κανόνες… οι νόμοι σύνθεσης και δομής.’
Μετά, γράφει πως το έργο είναι και σύστημα επικοινωνίας με κοινό κώδικα ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη κι επομένως είναι σύστημα με ‘οργανική ενότητα και συνεπή σημασία’. Βασισμένο στην αρχή της αναπαράστασης έχει χαρακτήρα εικονικό (δηλαδή έχει σχήματα λόγου ή ‘λεκτικά παιχνίδια’ ) που το ελευθερώνει από τη μονοσημία και το προικίζει με συμβολικές και πολυσημικές δυνατότητες (δηλαδή νοήματα και συνειρμούς). (σ28-31, Ποιητική, Πατάκη, Αθήνα 2005.)
2. Σήμερα επανέρχομαι στον εικονικό χαρακτήρα και, αναπόφευκτα, στην Αντικειμενική Αντιστοιχία – την οποία αγνοεί και ο Καψωμένος.
Ας σημειωθεί πως πολλοί (μετα-)μοντέρνοι θεωρητικοί της Λογοτεχνίας, Φιλοσοφίας και συναφών μελετών, με πρώτο ίσως τον Λ. Βίτγκενσταϊν, έγραψαν για λεκτικά παιχνίδια (ή γλωσσολογικά παίγνια).
Και ο R.Scholes (Στοιχεία της ποίησης, Κωνσταντινίδης, Θεσσαλονίκη 1986), γράφει πως το ευρύτερο λεκτικό παιχνίδι της ποίησης ‘παίζεται με κανόνες που πρέπει να είναι γνωστοί τόσο στον ποιητή όσο και στον αναγνώστη.’
Το παιχνίδι της ποίησης λέγεται να είναι και μια ‘διαλεκτική συγκινήσεων’ μεταξύ πομπού και δέκτη μέσω μιας κοινώς αποδεκτής γλώσσας και κάτι καινούριου, που συνδυάζονται συχνά στα ‘λεκτικά παιχνίδια’.
Δίχως Αντικειμενική Αντιστοιχία (ή στοίχιση) δεν μπορεί να υπάρχει έλλογη επικοινωνία.
3. α) Παρομοίωση είναι η σύναψη δυο εικόνων ή ιδεών συνήθως με ‘σαν’ ή ‘όπως’ ή ‘μοιάζει με’ κάνοντας μια σύγκριση. Οι παρομοιώσεις είναι δυο ειδών: απλές και επεκτεινόμενες ή σύνθετες.
Οι επικοί ποιητές Όμηρος, Βιργίλιος, Δάντης, Μίλτων, χρησιμοποιούν συχνά τις σύνθετες. Ωραίο παράδειγμα στην Ιλιάδα 2.87-93.
Και όπως βγαίνουν σμήνη πυκνών μελισσών από την κουφάλα βράχου κι έρχονται καινούριες ολοένα πετώντας κύματα πάνω στα εαρινά άνθη και άλλες εδώ στριφογυρίζουν και άλλες εκεί, έτσι κι εκείνοι [οι Έλληνες] έρχονταν μέσα από πλοία και σκηνές, ομάδες και ομάδες, πηγαίνοντας να παραταχτούν σε φάλαγγες πυκνές στο ακρογιάλι να πάρουν μέρος στη συνέλευση.
Πολύ πιο απλή είναι του Ελύτη ‘Μέρα όμορφη σαν νεκροταφείο’ μα κάπως σοκαριστική έτσι που μας αφυπνίζει. Διότι είναι συχνά όμορφα τα νεκροταφεία αν τα καλοκοιτάξεις παραμερίζοντας τη σκέψη πως έχουν νεκρούς.
Και μια διπλή μα πάλι απλή παρομοίωση από δημοτικό τραγούδι:
Να ραγιστεί σαν το γυαλί, σαν το κερί να λιώσει.
β) Μεταφορά είναι μια συμπιεσμένη παρομοίωση και συχνότερο λεκτικό παιχνίδι που αναδείχνει καλύτερα την τέχνη του ποιητή. Πολλές μεταφορές ξεκίνησαν ίσως ως παρομοιώσεις. Πολλές πέρασαν στην καθομιλουμένη.
Π.χ. ‘πικρά δάκρυα/λόγια’ από τα πικρά φάρμακα˙ ‘χρυσή καρδιά’ από το χρυσό δαχτυλίδι/σταυρουδάκι.
‘Δαγκώνει η αντηλιά τη μάντρα’: όπως ένας σκύλος δαγκώνει ένα μεγάλο κόκκαλο αφήνοντας μέρος του έξω από το στόμα, έτσι και η αντηλιά φωτίζει δυνατά κι οδοντωτά μέρος της μάντρας αφήνοντας το υπόλοιπο στη σκιά.
γ) Προσωποποίηση είναι και αυτή συχνό ‘παιχνίδι’ με το οποίο κάτι παρουσιάζεται σαν ανθρώπινο πρόσωπο. Π.χ. από δημοτικό τραγούδι –
‘Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε τα κλαριά/ κλαίνε και τα λημέρια’ επειδή μαλώνουν τα βουνά Όλυμπος και Κίσσαβος.
‘Νύχτα του ανήλικου καλοκαιριού’ αναφέρεται στην αρχή αυτής της εποχής, που η μέρα δεν έχει ακόμα μεγαλώσει πλήρως. Νιώθεις όμως αμέσως κάποια στοργή για το ‘ανήλικο’ καλοκαίρι.
4. Υπάρχουν κι άλλα παιχνίδια μα θα τα αφήσω για το επόμενο.
Ένα πολύ σημαντικό μα αμφίσημο είναι το σύμβολο.