Π162: Ερμιόνη Πολυχρονοπούλου (Β’)

Π162: Ερμιόνη Πολυχρονοπούλου (Β’)

- in Ποίηση
0

1. Αφιερώνω δύο άρθρα στην Ε. Πολυχρονοπούλου γιατί την γνώρισα και είδα από κοντά πως αισθανόταν και σκεφτόταν μια επίδοξη ποιήτρια για την ποίηση.

Όπως σχεδόν όλοι, και η Ε. Πολυχρονοπούλου νόμιζε πως το γράψιμό της, τα προϊόντα της είναι «Ποίηση», είναι σπουδαία δημιουργική πράξη που αποφέρει φήμη και αθανασία.

Συμβουλεύει την ψυχή της να μη φοβάται τη ζωή, την πλάση, το αληθινό το απόλυτο: να το πάρει αντίθετα και να του δώσει «την πρώτη μορφή, / κάνε το ποίημα» (σ13, Επί Πρόσωπον του Ύδατος 1979, Αθήνα, εκδ. Καραβία).

Συχνά ακούει απηχήσεις από (ή κοπιάρει;) τον Σεφέρη. «Κι όταν ακόμα κοιμηθήκαμε / σ’ απόκρυμνες θαλασσινές σπηλιές, / δεν ήταν άλλος ο σκοπός μας /» (σ13, Άνεμος και Ψυχή 1970, Χίος). «Με δίχως πρόσωπο. / Με δίχως όνομα. / Με δίχως ύπαρξη» (σ33, Γυμνό Χορτάρι 1975, Χίος). Αλλού, εντυπώσεις «κυριεύουν την τερπνή σιωπή… / χαράζοντας τ’ όνομά τους / στη φτερούγα του καιρού». Ξέχασε πως ήταν η φτερούγα που χαράζει ουρανό, αέρα και πως είναι δύσκολο να χαράξεις την ίδια!

Αλλού βλέπει φτερούγες στα σύννεφα «όμοιες με τις τύψεις μας»!

2. «Κι η ποίηση πάντα Ποίηση / μέσα σε ψήγματα φωτός / μιας άψογης στιγμής. // Δε θέλω να βραδιάσει» (σ35, Επί Πρόσωπον του Ύδατος).

Η τελευταία γραμμή, μετά τη μεγαλοστομία περί Ποίησης, δείχνει την απότομη αλλαγή στη διάθεση που κρυσταλλώνεται σε ισχυρή επιθυμία.

Δείχνει την ίδια αποφασιστικότητα «Όταν οι μοίρες γνέθουν / κατακλυσμούς στη γη» κι εκείνη αρπάζει «σχεδίες ονείρου» (σ16). Το όνειρο, όπως η Ποίηση, έχει μεγάλη σημασία για την Ε. Πολυχρονοπούλου, μα πώς «γνέθουν κατακλυσμούς» οι Μοίρες; Το ρήμα δεν ταιριάζει καθόλου!

Η ασυναρτησία κορυφώνεται στη «ζωή που άφησα πίσω μου, δεμένη στους ιριδισμούς / των κυττάρων μου, / καρφιτσωμένη σε πράσινες καρδιές». Είναι τόσο άστοχες αυτές οι λέξεις – δεμένη, ιριδισμοί κυττάρων, καρφιτσωμένη. Και πώς ταιριάζουν εδώ κύτταρα και «πράσινες καρδιές»;…

Υπάρχει και πετυχημένη διατύπωση (σ24): «Η οδύνη φυλάκισε / τις λέξεις / κάτω / από ασήκωτο βάρος». Μέτρια, μα αποδεκτή για τη βουβαμάρα του πόνου.

3. Στην τελευταία συλλογή της Ε. Πολυχρονοπούλου Εκ της Πέτρας (1980, Αθήνα, εκδ. Καραβία) βρίσκουμε όλα τα στοιχεία που ανέφερα.

Υπάρχει απόπειρα για σοβαρή στόχαση που όμως είναι ασυναρτησία έκφρασης, όπως με τους (σ22) «αφέντες από το πέλαγος» που ήπιαν «το γάλα από τον αφρό της θάλασσας» κι αιχμαλώτισαν «όλα τα περιστέρια / σ’ ένα κλουβί από μπετόν»! Υπάρχει συμβολισμός, βέβαια, μα είναι προσωπικός και συγχυσμένος.

«Έκθαμβο χαμόγελο / άστρου εσπερινού / που σε καρφίτσωσα / πάνω σε παλιές οδύνες / ν’ανθίζεις όπου άμμος / και ξεραΐλα /» (σ30).

Εδώ έχουμε και την έμπνευση και τον λυρισμό που όμως χαλάνε με τον ρομαντικό συναισθηματισμό της Ε. Πολυχρονοπούλου. Το ρήμα «καρφίτσωσα» δείχνει μεγάλη επιπολαιότητα διότι νεκρώνει το χαμόγελο και την άνθιση!

Υπάρχουν δυστυχώς πάρα πολλές τέτοιες κακοτεχνίες.

Μετά (σ55) «Ήμουν εγώ / με τον εαυτό μου /» σε κάποια παράσταση. Μα ποια είναι το «εγώ», ποια ο «εαυτός» και ποια είχε επίγνωση των δυο;

4. Που και που βρίσκουμε δείγματα μιας ποιότητας που δείχνει καλή ποίηση, αν υπήρχε μελέτη, πειθαρχία κι εργασία: –

«Ξέρεις, η καρδιά ραγίζει / όταν επωάζει το τίποτα» (σ14).

«Πολύχρωμα φουστάνια του Απρίλη / εισβάλουν σε μίαν έκθεση ζωγραφικής / στο Δημαρχείο / Ληξιαρχείο / ή Μαυσωλείο /». Εδώ η πρώτη γραμμή έχει την ποιότητα μα στη συνέχεια χάνεται.

Αλλού (σ54) ξεχνά τον «φόβο της Ανατολής / καθώς ο ίσκιος της αγγίζει / τα φτερά των γλάρων μας» στη Χίο.

Δυστυχώς πουθενά δεν μπορεί να κρατήσει αυτή την ποιότητα: δυο τρεις γραμμές και μετά σαχλαμάρα ή στόμφος.

Όχι, ακόμα κι αν είχε κατορθώσει να μπει στον «ποιητικό κύκλο», η Ε. Πολυχρονοπούλου δεν κατόρθωσε να γράψει καλή ποίηση.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *