1. Θα επανεξετάσω την ποιητική του Ελύτη σήμερα σε συνάρτηση με την προσέγγιση του Τ. Καρβέλη, ο οποίος σταματά στο Άξιον εστί ενώ ο νομπελίστας έχει γράψει πολύ περισσότερα αργότερα (βλέπε και το 71. Ποίηση: Οδ. Ελύτης της σειράς για τον Ελύτη).
Δυο σύντομες εισαγωγικές παρατηρήσεις.
α) Οι κριτικοί αρκούνται σε σχόλια πάνω στην μηχανική, επιπόλαιη τεχνική, όπως ο ρυθμός και η ρίμα, και στη θεματολογία, δηλαδή τι νομίζουν πως λέει το κείμενο.
β) Δεν χρειάζεται να εξετάσει κανείς ολόκληρο ένα ποίημα για να διαπιστώσει την ποιητική ικανότητα, τη σύνολη τέχνη: αρκούν 5 ή 6 στίχοι. Το ίδιο ισχύει και για ολόκληρο το έργο ενός στιχουργού: αρκούν 2 ή 3 κείμενα – εκτός κι αν έχει προχωρήσει αυτός σε πολύ μεγάλη αλλαγή, κάτι που δεν έχω συναντήσει πουθενά, ούτε καν στον πρώιμο και ώριμο Σεφέρη.
2. Στις σελίδες 107-110 ο ΤΚ (Η Νεότερη ποίηση 2005 Κώδικας, Θεσσαλονίκη) εξετάζει ένα από τα πρώιμα ποιήματα του Ελύτη, “Ποιο μπουμπούκι ανέραστο”.
Ο ΤΚ έχει παραθέσει νωρίτερα (σ 97) τα λόγια του ίδιου του Ελύτη από το “Ανοικτά χαρτιά” όπου ο νομπελίστας ομολογεί πως επηρεάστηκε από τον σουρεαλισμό ή, όπως λένε οι πολλοί, “υπερ-ρεαλισμό”, έστω κι αν είναι στην πραγματικότητα “υπό-” ή “αντι-ρεαλισμός”: ήθελε, γράφει ο Ελύτης ανάμεσα σε άλλα, να κρατά τελικά “μια σύνοψη τοπίου καθαρά ονειρική… το πιο ασυγκράτητο παραλήρημα … τη λαμπρότερη χλιδή… Δεν μου αρκούσε πια η ελευθερία της μορφής”.
Αυτά όλα τα κάνει ο Ελύτης με περισσή δεξιοτεχνία. Το ερώτημα είναι – μας δίνει καλή ποίηση, που θα την ξαναδιαβάσουμε, όπως του Σολωμού, για τέρψη και νουθέτηση και όχι επειδή δεν την καταλαβαίνουμε;
3. Παίρνω μερικές γραμμές (σ10) από το δεύτερο μέρος του ποιήματος:
Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα
Ο αφρός να φθάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτια
Η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο
Κι από τη ρίζα του να ορμήσουν άνεμοι γιορτής-
Εκεί να γείρουμε το μέτωπο/ …
Ο ΤΚ βλέπει εδώ τη συντριβή “δύσκολου υλικού” (πέτρες, σίδερα) μετά το ξέσπασμα χαράς στις προηγούμενες γραμμές, και τα ρήματα “σπάσουν, λυγίσουν” να “σηκώνουν το βάρος” της έκφρασης. Επίσης νομίζει πως ο Ελύτης ζητά να “συγκρατηθεί αυτή η ψυχική αγαλλίαση” με τη γραμμή όπου η θύμηση θα γίνει κλαδάκι δυόσμου (!) και στη συνέχεια απλά δίνει σε πρόζα αυτά που καταλαβαίνει πως γράφει ο στιχουργός!!!
Δεν αναλύει ούτε μια γραμμή, δεν σχολιάζει ούτε μια φράση.
Πως είναι, για παράδειγμα, οι άνεμοι γιορτής και πως διαφέρουν από ανέμους ρουτίνας ή κηδείας;
Ακόμα και σε όνειρο είναι δύσκολο, μάλλον αδύνατο, να δεις “θυμωμένα σίδερα” ή να ζαλίζονται “θεριεμένα μάτια” (!) ή (υπερβολή) να εξορμούν άνεμοι από ένα κλαδάκι.
Στην πραγματικότητα έχουμε “προσ-ποίηση” καθώς ο Ελύτης παίρνει μια πόζα και οπωσδήποτε με αρκετά έντονο συναίσθημα, αραδιάζει αυτές τις εικόνες για να σοκάρει. Το αποτέλεσμα είναι ασυναρτησία, παραποίηση.
4. Ας πάμε τώρα στο 6ο άσμα του Άξιον Εστί:
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ * και μυρσίνη συ δοξαστική
μη σας παρακαλώ μη * λησμονάτε τη χώρα μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά * στα ηφαίστια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά * στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια * της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά….
στον αιθέρα στέκει * και στη θάλασσα μόνη της!
Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός * και δικού της μήτε αγάπη μια
μόνο πένθος αχ παντού * και το φως ανελέητο! (…)
Ο ήλιος της δικαιοσύνης (δηλαδή, η δικαιοσύνη ως ήλιος) είναι σχήμα εύλογο, κοινό. Μα ο νοητός ήλιος θέλει πρόσθετη προσπάθεια νοητική. Και μπορεί ο Ελύτης να παίρνει τη φράση από Βυζαντινά κείμενα, όπως μας πληροφορούν οι λόγιοι, μα ποιος μη-λόγιος το γνωρίζει ή ενδιαφέρεται; Η φράση είναι στομφώδης, στομωμένη, άχαρη. Μετά ο ΤΚ μας πληροφορεί πως “η μυρσίνη καλείται έτσι, γιατί είναι σύμβολο δόξας” – που δεν λέει τίποτα.(Ούτως ή άλλως, η μυρσίνη/μυρτιά συνδέεται με έρωτα, ιερότητα, ομορφιά κι εξουσία. Η δόξα είναι της δάφνης). Η δε παράκληση έχει σαχλό συναισθηματισμό.
Τι στην ευχή θέλει να υποδηλώσει το “αετόμορφα”; … Είδε ποτέ κανείς βουνοκορφή σε σχήμα αετού;
Και πως στην ευχή στέκει στον αιθέρα μόνη της; … Οι άλλες χώρες δηλαδή (Ιταλία, Ισπανία) δεν στέκουν μόνες σε αιθέρα και θάλασσα; …
Για το τέταρτο δίστοιχο, ο ΤΚ (που απλώς δίνει σε πρόζα τα προηγούμενα δίστιχα) σχολιάζει: “Κανένας, ούτε ξένος ούτε δικός της, δεν την πόνεσε … τραγική της μοίρα το πένθος – το ανελέητο φως (που ξεσκεπάζει τα πάντα)». Από που κι ως που “το πένθος” είναι η τραγική μοίρα της Ελλάδας; … Ο πολιτισμός του πέμπτου αιώνα με τον Περικλή και τους τραγικούς και τον Σωκράτη και τους νικηφόρους πολέμους κατά των Περσών εισβολέων; Και το Βυζάντιο του Ιουστινιανού και του Βασιλείου αργότερα; …
Μα η προσποίηση προδίδεται από τα θαυμαστικά και από εκείνο το μικρό “αχ”!
Κι εδώ αφήνω και τον Ελύτη και τον Τάκη Καρβέλη.