1. Ο απώτερος σκοπός όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων είναι η ευτυχία. Οι άνθρωποι όλοι παντού κάνουν (ή δεν κάνουν) κάτι ελπίζοντας πως αυτό θα τους δώσει κάποια ικανοποίηση ή ευχαρίστηση που είναι μορφή ευτυχίας.
Η ευχαρίστηση είναι μια αισθηματική, συχνά και σωματική, κατάσταση όπου ο άνθρωπος νιώθει κάποια ικανοποίηση, κάποιο κορεσμό στην ολοκλήρωση της δράσης και ησυχάζει για λίγο, καθώς η επιθυμία καταλαγιάζει.
Η ευτυχία έρχεται σε πολλές μορφές, μέσω ποικίλων δραστηριοτήτων ή ενεργειών. Ορισμένοι άνθρωποι την βρίσκουν με την απόκτηση γνώσης˙ άλλοι μέσω αισθητηρίων και σωματικών απολαύσεων˙ άλλοι στη λατρεία κάποιας θεότητας˙ άλλοι πάλι στην απόσυρση από κάθε δραστηριότητα, όσο είναι δυνατόν˙ άλλοι στην αναρρίχηση στην κοινωνία, στην πολιτική, στην εκκλησία˙ άλλοι σε μια ή άλλη τέχνη ως θιασώτες ή ως καλλιτέχνες, και ούτω καθεξής.
Αλλά όπως παρατηρούμε και στον εαυτό μας και παντού, οι άνθρωποι δεν μένουν ευτυχισμένοι ή ευχαριστημένοι για πολύ. Καμιά απόλαυση δεν μένει, καμιά ευχαρίστηση δεν διαρκεί. Το γιατί θα το αφήσω για το μέλλον.
2. Φυσικά, και της ποίησης απώτερος σκοπός είναι η ευτυχία, ή κάποια ευχαρίστηση.
Όπως έγραψα στο 124. Ποίηση: Γιατί ποίηση;, ακολουθώντας τον Οξφορδιανό καθηγητή Μπράντλεϊ, ένα καλό ποίημα θα πρέπει με την ανάγνωση (ή το άκουσμα) να δίνει ευχαρίστηση. Θα πρέπει επίσης να έχει και κάποιο δίδαγμα, έστω κι αν αυτό δεν είναι παρά η γνωριμία με την εμπειρία του ποιητή, που σχεδόν πάντα δείχνει μια κάπως διαφορετική άποψη ή προσέγγιση του κόσμου μας.
3. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα ποίημα. Δεν έχει σημασία ποιος το έγραψε, πού και πότε. Κοιτάμε το ποίημα καθεαυτό, διαβάζοντάς το 2-3 φορές.
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές/
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη/
υπάρχει μια έκσταση, / όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις στη παλάμη σου.//
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
Μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δεν σε γνώριζα ούτε με γνώριζες.
Δεν είναι σπουδαία ποίηση, μα ούτε παρακατιανή. Ο ποιητής πρέπει να ένιωσε κάποια ευχαρίστηση γράφοντάς το σε στυλ καθημερινής ομιλίας, με την αναπόληση (θύμηση, επεξεργασία ή επινόηση) της εμπειρίας του.
Μας μένει η εντύπωση πως δυο ερωτευμένοι άνθρωποι βρέθηκαν σε μια θαλασσινή σπηλιά. ΄Ισως έφθασαν στην έκσταση του έρωτα, αφού ένιωσαν τη δίψα του (μα και την κοινή δίψα για νερό, ίσως). Η εμπειρία ήταν σκληρή (σαν τον βράχο και) σαν τα κοχύλια που είναι κοφτερά, εύθραυστα και άδεια. Και τέτοια εμπειρία μπορεί να έχει αυτές τις ιδιότητες: είναι συχνά παροδική, σκληρή και άδεια, κοινή σαν να την κρατάς στην παλάμη σου όπως τα κοχύλια. Επιπλέον, λέει πως τελικά όσο αγαπητό, όσο κοντά κι αν είναι το άλλο πρόσωπο, δεν το γνωρίζουμε.
Το ποίημα μεταδίδει κάποια θλίψη μα συγχρόνως δίνει κι ευχαρίστηση με τη λιτή, συνοπτική και σχετικά επακριβή διατύπωσή του.
Αφήνει όμως να αιωρείται και κάτι πρόσθετο, άπιαστο.
4. Όπως έγραψα στο 124. Ποίηση: Γιατί ποίηση; ακολουθώντας τον Μπράντλεϊ, το καλό ποίημα έχει, πέρα από την όποια άμεση συγκίνηση και το όποιο ρητό ή άρρητο, υπονοούμενο μήνυμα, ένα πρόσθετο στοιχείο που δεν προσδιορίζεται καθόλου εύκολα, κάτι μεγαλύτερο, λεπτότερο, ίσως θαυμαστό.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει εμφανώς αυτό το στοιχείο. Εντούτοις, όπως ένας ευαίσθητος, στοχαστικός αναγνώστης μπορεί να αναρωτηθεί: Ποιος/ποια κοίταζε ποιον/ποιαν;… Γιατί δεν τον/την γνώριζε; Και αυτό που νομίζουμε πως γνωρίζουμε για το άλλο πρόσωπο, αυτό που νομίζουμε πως είναι, τι είναι τελικά;… Κι εγώ που δεν γνωρίζω μα άλλες ώρες νομίζω πως γνωρίζω- εγώ τι ποιος είμαι;…
Μπορεί ο ποιητής να μη σκεφτόταν αυτά τα πράγματα και να τα διαβάζουμε αυθαίρετα εμείς. Μα αυτά υπάρχουν υπονοούμενα στην ίδια τη γλώσσα και στην εμπειρία μας. Και αυτή είναι η μαγεία της ποίησης – να οδηγεί σε αυτά.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, τέτοια ερωτήματα εγείρονται γοργά και φευγαλέα στο νου μας, μα συνήθως δεν τα ακολουθούμε διότι σε αυτό το σημείο μοιάζουν να διαλύονται και εμείς χάνουμε το ενδιαφέρον μας.
Αυτός είναι όμως ο πραγματικός σκοπός της καλής ποίησης – να οδηγήσει τη νόησή μας σε μια άγνωστη διάσταση, όπου τα καθημερινά και συνηθισμένα γνωστά μας εξαφανίζονται και κάτι παρουσιάζεται, κάτι άγνωστο, λεπτότερο.
Πέρα από την ευχαρίστηση της κάθαρσης από την όποια συγκίνηση (απορία, θαυμασμό, θλίψη, χαρά) υπάρχει ο ευρύτερος χώρος της βαθύτερης σιωπής και της παρουσίας του αγνώστου, της παρουσίας του εαυτού μας μόνου.