Ανωριμότητα, κακογουστιά ή/και ασυναρτησία στη χρήση των σχημάτων λόγου.
Ο Ευριπίδης Γαραντούδης και η Σοφία Κολοτούρου εξέδωσαν το Ανθολογία Νέας Ελληνικής Ποίησης (2022 Εκδ. Βακχικόν) – στη σειρά Ανθολογιών Νέων Ποιητών από διάφορες χώρες (κυρίως της Ευρώπης) σε ελληνική μετάφραση. Η εισαγωγή δεν επιχειρεί να προσδιορίσει ούτε τα κριτήρια καλής ποίησης ούτε τα κριτήρια των ανθολόγων και είναι πολύ ανιαρά πανεπιστημιακή.
Ξεκινώ με τον Παναγιώτη Αρβανίτη “Μέρες Νοέμβρη” (σ34):
Η αμερικανική πρεσβεία των αναμνήσεών μου/ με έτρεψε σε φυγή/
και τα τανκς των φιλιών μας/ περνούσαν από πάνω μου.//
Η ανωριμότητα και κακογουστιά προβάλλει με “τα τανκς των φιλιών μας”. Η ίδια ποιότητα σε όλα τα άλλα του ΠΑ σε μπολντ:
Εμένα η ηλικία μου είναι πορτοκαλί// (! σ36).
Άγγελοι με άσπρες στολές/ σφουγγάριζαν το αίμα στα δέντρα.// (! σελ38).
Πάμε στην Άννα Γρίβα, σελίδα 51:
Μια μαύρη δύναμη τυφλή/ που μου έσκιζε το αίμα// (Πώς σκίζεται το αίμα;)
Απ’ την αγάπη μόνο να σωθώ/ απ’ την αγάπη/
που είναι φρέσκο μανταρίνι/ κι εμείς μόνο με θάνατο τη γευόμαστε/
Δυστυχώς η ίδια ανωριμότητα, κακογουστιά ή/και ασυναρτησία στη χρήση των σχημάτων λόγου (κυρίως μεταφορές που συγχέουν αισθήσεις και ενέργειες) απαντώνται σε όλους και όλες που επιλέχθηκαν. Πάω στη σελίδα 117, “Πολιορκία” της Δανάης Σιώζου.
Οι λέξεις σου δούρειοι ίπποι/ εισέρχονται νύχτα/ στα κύτταρα μου./
Πάμε στη σελίδα 148, στην “Ενατένιση” του Χάρη Ψαρρά:
Η νύχτα καταπίνει τις προσδοκίες ρευστές/ Δίνει φτερά στις προδοσίες τις αδόκιμες/ κι ο θάνατος κουρνιάζει στα κλεισμένα βλέφαρά της.
Οι προσδοκίες κάποτε είναι ρευστές, όχι πάντα, και η νύχτα δεν τις καταπίνει πάντα ούτε είναι η νύχτα μόνο που τις καταπίνει. Τα “φτερά” στις προδοσίες που δίνει η νύχτα είναι αδύνατο να τα εικονίσω όπως και τον θάνατο στα κλειστά βλέφαρα της νύχτας.
Όμως ο Ψαρράς έχει μερικές πολύ ωραίες γραμμές: Π.χ. Στη σ146 στο “Λευκή νύχτα” γράφει –
Έκλεισε απόψε το χιόνι τους δρόμους./ Έχει η ζωή δικούς της νόμους./
Σκληροί κι αμείλικτοι ενίοτε φαντάζουν/ άλλοτε πάλι δίκαιοι και ορθοί./
Χάρη σε αυτούς μένει απαράλλαχτη η ζωή…
Γράφει, όμως, και ασύστατες μεταφορές και παρομοιώσεις: “Χρόνος δεν υπήρξε ποτέ/ παρά μόνο σαν ίσκιος στο πλάι της νύχτας” (σ148). Ή στη σελίδα 149 –
Απόχρωση είναι χρυσαφιά μελαγχολίας,/
Λάμψη κατάσπαρτη και λίθος χαλαζίας/
Δεν συνάδουν η χρυσαφιά απόχρωση μελαγχολίας και “λάμψη κατάσπαρτη” και “λίθος χαλαζίας”.
Αλλού, στο Τα όντως όντα, στο Μεταμεσονύκτιο (2012), γράφει – “Ο χρόνος νοείται δια ζώσης. / Μόνο οι νεκροί τον ξοδεύουν εν πνεύματι.” Αυτό είναι εξεζητημένος εξυπνακισμός.
Δυστυχώς τέτοια είναι η σύγχρονη στιχουργική. Αλήθεια, γιατί γράφουν;