1. Όπως όλες οι μοντέρνες εκδόσεις στιχουργημάτων, η Ανθολογία Ποιητικών Διαλόγων 2015, Εκδ. Γκοβόστη, παρουσιάσει μια ομάδα νέων που δεν φαίνονται να γνωρίζουν τι είναι καλή ποίηση και ακολουθούν τυφλά την πεπατημένη της σκοτεινότητας.
Γιατί άραγε, αναρωτιέμαι πάλι, γράφουν όπως γράφουν με πληθωρική προσπάθεια να μείνουν κλεισμένοι στον προσωπικό τους συμβολισμό αδιαφορώντας για το αν ή πώς τους καταλαβαίνουν οι άλλοι;
Προφανώς δεν έχουν κάτι αξιόλογο να περάσουν στους άλλους. Διότι έτσι αινιγματικά όπως γράφουν (και όπως παρατήρησε ο Έλιοτ πριν από έναν αιώνα σχεδόν), οι άλλοι θα βγάλουν ο καθένας και η καθεμιά μας διαφορετικά νοήματα, τα οποία μάλλον δεν μπορεί να είναι όλα αυτό που οι γράφοντες είχαν κατά νου.
Ο εκδότης γράφει στον πρόλογο πως είναι “νέοι και νεότατοι στην πλειονότητά τους ποιητές”, θα πρέπει να έχει περίεργη αίσθηση “νεότητας” αφού από τους 20 που έψαξα στο Διαδίκτυο 2 είναι άνω των 50, 8 είναι 40 και άνω, 9 είναι 30 και άνω και μόνο μια είναι 23 ετών!
2. Η Εύα Μοδινού (άνω των 50) γράφει (σ 139)
Δεν ταξιδεύει ο ουρανός χωρίς τ’ αστέρια/ μόνο οι νύχτες ατσάλινες
ντύνουν τις ώρες/ στις ρίζες του γκρεμού μονάχα οι νύχτες/
σταλάζουν το μαύρο ίζημα του χωρισμού.//…//
Φοβάμαι την επώδυνη Κοσμογονία την Ψυχή μου/ που πρέπει
να διαβεί τον Άδη/ με τη γδαρμένη μου ζωή στους ώμους/
Αφού ταξιδεύουν τα άστρα στον ουρανό, πώς ταξιδεύουν και πόσοι ουρανοί; Και πώς είναι ατσάλινες (=σκληρές) οι νύχτες που ντύνουν (με τι;) τις ώρες; Με τι αντιστοιχεί το μαύρο ίζημα του χωρισμού και σε ποιανού γκρεμού;… Με άλλα λόγια – αρλούμπες.
Η Ειρήνη Ρηνιώτη (άνω των 50) γράφει κάπως πιο αποδεκτά (σ 159)
Θέλω να σου χαρίσω έναν κύκλο//…// Αν λαχταρίσεις τη φωτιά
κάνε τον κύκλο ήλιο/…/ Αν προτιμάς αφανισμό δέσε τον στο λαιμό σου.
Διατηρεί αυτή την ποιότητα – όχι σπουδαία ποίηση, μα ούτε και αποκρουστική (σ 161 “Ξυλουργείο”):
Κόλλες/ για να βαστούν το βάρος του αιφνίδιου/ που όφειλες
ν’ αντέξεις// Πρέσες/ για να εφάπτονται τ’ αταίριαστα/
να μην μπορεί το χάσμα τους να το διακρίνει μάτι//
Πριόνισα τα φτερά [της ψυχής] για να χωρούν στο εφήμερο…
Η 5η γραμμή θα μπορούσε να δοθεί πιο κομψά και στην 6η δεν εξηγείται πώς πριονίζονται τα φτερά (αν υπάρχουν) της ψυχής. Κατά τα άλλα υπάρχει μια προσπάθεια να αποφευχθούν ασυναρτησίες.
3. Από τους 40άρηδες, εντελώς τυχαία, παίρνω τον Γ. Αλισάνογλου (σ 16):
Πάρε τ’ όνειρο μου· στράγγιξε το κανονικά κι ανάστροφα/
φέρε το μέσα έξω/ κύλισέ το στο χώμα/ στην λάσπη/…/ θα δεις/
στον ουρανό γράφει:/ Me and the dragon can chase all
the pain away [Εγώ κι ο δράκος θα διώξουμε μακριά όλο τον πόνο]/
Δεν εξηγεί τι/ποιος είναι ο δράκος και πως διώχνει μαζί με τον ονειρευτή τον πόνο.
Η φράση “στράγγιξε το κανονικά κι ανάποδα” παραπέμπει σε πανί/ σφουγγάρι που υποβιβάζει το όνειρο και μετά το κύλημα στη λάσπη το βρομίζει. Ποιος θα ήθελε να εξετάσει ένα τέτοιο όνειρο;… Στη σ 19 Love Museum) γράφει:
Το απόγευμα/ με βρήκε αναίσθητο/ με σάλια/
αγάπης και θέρος/ στο στέρνο -/ πλάι σ’ ένα πλωτό
ζωγραφιστό/ ηφαίστειο/…
Σάλια αγάπης, θέρος στο στέρνο, πλωτό ηφαίστειο – πάλι ασυναρτησίες.
Ο Σταμάτης Πολενάκης (άνω των 40) γράφει για τον Οδυσσέα που αφανίστηκε (σ 157):
Γι’ αυτό η Πηνελόπη υφαίνει κάθε νύχτα/ ένα σάβανο από
σκοτεινό χιόνι./ Γι’ αυτό μας κοιτάζουν οι νεκροί/
με τα μάτια ξεριζωμένα από τις κόχες τους.
Το “σάβανο από σκοτεινό χιόνι” είναι, υποθέτω, πολύ πρωτότυπο μα δεν ξέρω πώς το κάνει η Πηνελόπη. Μετά, τα ξεριζωμένα μάτια αιωρούνται και κοιτάζουν, ή μήπως οι νεκροί κοιτάζουν από τις αδειανές κόχες – και μπορούν και βλέπουν;
Ο Αλ. Μαϊνάς στάθηκε σε μια μάντρα να καπνίσει κι ένας φίλος του, “μανιακός φοβιστής” από το Τορίνο (στο “Ιδανική εκτέλεση ποιητή” σ 113)
ζωγράφισε τον καπνό να βγαίνει πράσινος/ από το στόμα της
μουγκής μαϊμούς του/ όπως ο χειμώνας απ’ τη λαμαρίνα της βέσπας./
Τη ζωγράφισε κίτρινη με μια τουλίπα στο πέτο.
Πολύ καλή η γραμμή “όπως ο χειμώνας…” μα τα υπόλοιπα είναι παραλογισμός.
Άνω των 40 και η Πόλυ Μαμαλάκη γράφει (σ 119) για μια “Μύγα” και για το ότι “Poetry makes nothing happen” αλλά βρίσκει (σ 121)-
Κι ένα δοχείο από κρύσταλλο./ Νερό που νιώθει εξατμίζεται στεγνώνει./
Μετά στο Malaria (σ 122),
με “μαλλιά τυλιγμένα σε ρίγη παρασιτικού πυρετού”(!) –
Σκάβαμε το δέρμα βαθιά για λίγο φρέσκο χώμα/ Για τη μεταφύτευση
κάποιων ιδεών/ Την αναγέννηση μιας ελπίδας/ Η χώρα
των αγγέλων δεν ήταν ντυμένη φτερά.
Αφού υπάρχουν τόσα θαυμαστά σε τέτοια γραφή θα υπάρχει και χώμα βαθιά κάτω από το δέρμα. Και δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε πού και ποια είναι η χώρα των αγγέλων και γιατί “ήταν ντυμένη φτερά”!