1. Ούτε ο κ. Νάσος Βαγενάς, ούτε οι κριτικές προσεγγίσεις του και πολύ λιγότερο η «ποίησή» του με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Παρέχουν μόνο καλό παράδειγμα της άγνοιας που βασανίζει τους πλείστους λόγιους σχετικά με την Τέχνη και ειδικά την Ποίηση. Και η κριτική έχει αρχές – που δυστυχώς ή νοθεύονται ή παραγνωρίζονται.
Στο προηγούμενο σημείωμα Α΄ τον κατηγόρησα για ρηχότητα και ανεντιμότητα – που είναι φυσικά συνακόλουθα της άγνοιας. Θα δικαιολογήσω πληρέστερα τις κατηγορίες μου, πέρα από τα παραδείγματα που ανέφερα.
Πρώτα η ανεντιμότητα σε πολλά σημεία. Νωρίς αναφέρεται (σ 14) στα λόγια του νεαρού Σολωμού πως «πρέπει πρώτα με δύναμιν να συλλάβει ο νους, κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους συνέλαβε.» Αυτό είναι ορθό και ο Σολωμός οραματιζόταν πάντα την υψηλή Ιδέα κι επέμενε στη νοηματική αλληλουχία στο ποίημα. Αλλά σαν τον Wordsworth στην Αγγλία την ίδια περίπου εποχή, πρέσβευε πως «Η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό, αλλά είναι ξεχείλισμα ψυχής» – υποσημείωση στη στροφή 134 Ύμνος στην Ελευθερία.
Γιατί ο Νάσος Βαγενάς δεν μνημονεύει αυτό το γεγονός;…
2. Συμφωνώ σε μεγάλο βαθμό με τα λόγια του Παλαμά, που ο Νάσος Βαγενάς παραθέτει (σ 14) πως «την υπεροχή της η ποίηση τη βασίζει στο ότι είναι από όλες τις τέχνες η διανοητικότερη. Ο Λόγος την κρατούσε πάντα στο ύψος που στέκεται. Όποιος το στοιχείο αυτό το διαφιλονικεί την κατεβάζει».
Λέω «σε μεγάλο βαθμό», διότι ο Παλαμάς κάνει το ίδιο λάθος με τους Βαγενά, Σεφέρη κ.α., να νομίζει πως, ή να γράφει σάμπως, καθετί που παρουσιάζεται ως «ποίημα» ανήκει στην ανώτερη ζώνη της Ποίησης ενώ αν εξαιρέσω τον Σολωμό και τον Μαβίλη όλη η άλλη ποίηση του 19ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένου του Παλαμά, ανήκει στη μέτρια ζώνη ως την κάκιστη.
Κατά τα άλλα, ναι, αυτό έκανε ο Έλιοτ (και ο Σεφέρης) έμμεσα μα και άμεσα: την κατέβασε. Ο Έλιοτ ορθά έφερε στο προσκήνιο τους «μεταφυσικούς» (Donne, Herbert, Marvel κ.α.) μα μείωσε το Άμλετ (ενώ εγκωμίασε το Μακμπέθ) και προώθησε τη διάσπαση της έλλογης αλληλουχίας και τη «σκοτεινότητα» – κάτι που, όπως υπέδειξα σε άρθρα στη σειρά Ποίηση, είχαν ξεκινήσει μερικοί Γάλλοι (Βερλέν, Μπωντλαίρ) στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα.
Όμως οι θεωρίες του Έλιοτ δεν παρήγαγαν κανένα ποιητικό έργο ισάξιο των σονέτων του Σαιξπήρου ή των ποιημάτων των άλλων Ελισαβετιανών «μεταφυσικών» και σίγουρα ούτε ο ίδιος ούτε άλλος (εκτός ο Christopher Fry σε κάποιο βαθμό – που όμως έγραψε με καθαρή νοηματική αλληλουχία) μας έδωσαν αξιόλογο ποιητικό δράμα. Το Άμλετ διαβάζεται και παίζεται ακατάπαυστα (τελευταία είχαμε τις εκδοχές του Mel Gibson σε ταινία και το 2015 τον Cumberbatch στον ομώνυμο ρόλο στην σκηνή και σε ταινία) ενώ τα θεατρικά του Έλιοτ, πολύ δεύτερα, σπάνια διαβάζονται και σπανιότερα παίζονται.
3. Μεγαλύτερος ποιητής δραματογράφος θεωρείται ο Σαιξπήρος. Οι δικοί μας κλασικοί και μερικοί άλλοι στην Ασία μπορεί να θεωρηθούν ισάξιοι, μα μόνο αυτός έγραψε άψογη ποίηση και θέατρο – τραγωδία, κωμωδία, ιστορικό και ρομάντζο (Ο Έμπορος της Βενετίας, Χειμερινό παραμύθι κλπ).
Έρχεται τώρα ένας καθηγητής, ο Νάσος Βαγενάς (που απηχεί τον Σεφέρη και τον Έλιοτ και τον I. Richards τον οποίο ακολουθούν) και αναπτύσσει την κολοβή θεωρία (=πόζα λογοτεχνική) του Σεφέρη πως «η δημιουργία ενός ποιήματος είναι μια έκφραση της ευαισθησίας του ποιητή [δηλ, προσθέτω, της συγκίνησης ή συναισθηματικής κατάστασής του που «είναι ακριβέστερη από τη μαρτυρία της διάνοιας» !] μέσα από το υλικό της τέχνης του που είναι η γλώσσα και ο στίχος (το ποιητικό ρήμα)» (σ 28).
Πολλοί άλλοι κάνουν το ίδιο λάθος και αφήνουν έξω τον αποφασιστικό παράγοντα στην ποιητική και κάθε άλλη δημιουργική τέχνη: τον [εποπτεύοντα] Λόγο – του Παλαμά.
Μόνο ο Λόγος, μια δυνατή διάνοια, ένα πανίσχυρο στοιχείο δημιουργικότητας, με τη συνδρομή της συναισθηματικής ενέργειας, μπορεί να δημιουργήσει ένα αριστούργημα μετά το άλλο, όπως στην περίπτωση του Σιαξπήρου, σε μια σειρά σονέτων (Shall I compare thee to a summer’s day? Ή Expense of spirit is lust in action…) και ποιημάτων και ποιητικών δραμάτων (Taming of the Shrew, Romeo and Juliet, Measure for Measure, Anthony and Cleopatra, The Tempest, κλπ.)
Δίχως εκείνο τον Λόγο τίποτε αξιόλογο δεν παράγεται. Κάποτε δε, από όσο ξέρουμε (π.χ. από τις εξομολογήσεις του Μότσαρτ σε επιστολές του) ο Λόγος παρουσιάζει έτοιμο το αριστούργημα ολόκληρο στον νου του καλλιτέχνη και ο ποιητής (ή μουσουργός) απλά το αντιγράφει.
4. Ο Νάσος Βαγενάς παραθέτει τα λόγια του Σεφέρη πως «ο λογισμός είναι ευαισθησία κρυσταλλωμένη» (30). Όμως αυτό ισχύει για κάθε βαθμίδα νοημοσύνης ή βλακείας.
Γράφει ακόμα, πάντα απηχώντας τον Σεφέρη, πως η δημιουργικότητα είναι μια κίνηση «προς τα κάτω, προς τα ψυχολογικά βάθη… το υποσυνείδητο» (σ 35).
Νωρίτερα είχε μεταφέρει τα λόγια του Σεφέρη πως η ευαισθησία είναι «ένα χώνεμα που γίνεται πολύ βαθιά, πολλών συναισθηματικών και διανοητικών στοιχείων» (σ 24 που δεν λέει και πολλά) και αργότερα θέλει το βύθισμα «στο συλλογικό υποσυνείδητο» (σ 36) – σάμπως κι έχει κανείς μπορέσει να μας δείξει αδιαμφισβήτητα αυτό «το συλλογικό υποσυνείδητο», που μοιάζει μάλλον με υπεκφυγή και κάλυμμα για την άγνοιά μας.
Υπεκφυγή και αοριστολογία είναι και η δήλωση του Νάσου Βαγενά πως «για την ποιητική επικοινωνία η σχέση ανάμεσα στη διανοητική και την αισθητική [!;!;] ανταπόκριση δεν μπορεί να διακοπεί εντελώς» (σ 82). Θα πρέπει να εννοεί ‘αισθηματική’ αφού σίγουρα η «αισθητική» δεν μπορεί να είναι αποσπασμένη από τη διάνοια.
Η δε κρίση του, με την οποία αποπερατώνει το κεφάλαιο πως ο Σεφέρης συνετέλεσε περισσότερο από κάθε άλλον με την ποιητική και την ποίησή του «στην αναγέννηση της ελληνικής ποίησης» (σ103) είναι πέρα για πέρα εσφαλμένη.
Τα θέματα του Σεφέρη ως ποιητή και κριτικού, αλλά και του Βαγενά και του Έλιοτ τα έχω εξετάσει σε προηγούμενα σημειώματα της σειράς Ποίηση: 8, 9, 17, 18, 19, 22, 23, 24, 35, 40, 68, 69.