1. Γεννημένος το 1932, ο Βύρων Λεοντάρης πέθανε το 2014. Καταγόταν από τη Σάμο (αριστερή οικογένεια) μα έζησε κι εργάστηκε ως δικηγόρος και συγγραφέας άρθρων και δοκιμίων στην Αθήνα. Γυναίκα του, η ποιήτρια Ζέφη Δαράκη.
Ο Βύρων Λεοντάρης θεωρείται μεγάλος ποιητής και πολλά στιχουργήματά του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες.
Φέρει μάλιστα τον τίτλο “ποιητής της ήττας” και πολλά έργα του έχουν την ποιότητα της ήττας και απόγνωσης. Όμως αυτό ανάγεται στη θεματολογία η οποία δεν με πολυενδιαφέρει ως κριτικό αναλυτή.
Εκείνο που με ενδιαφέρει, επειδή η ποίηση γενικά είναι σε μαύρο χάλι και χρειάζεται ένα κοσκίνισμα ή φιλτράρισμα, είναι η ποιητική – δηλαδή το ξεχώρισμα της καλής, της μέτριας και της κακής ποίησης που, φυσικά, δεν μπορεί να λογίζεται ποίηση, έστω κι αν οι στιχουργοί γράφουν για τα πανανθρώπινα σπουδαία και τρανά.
Τα πανανθρώπινα σπουδαία και τρανά μπορούν να μετατραπούν σε συνθήματα, σε δοκίμια, σε πολιτικούς λόγους, σε μανιφέστα ή κοινωνιολογικές μελέτες και παρόμοια, αλλά από μόνα τους δεν δίνουν ποίηση. Χρειάζεται και κάτι άλλο – η έμπνευση και η τεχνική. Κι εδώ ο ΒΛ υστερεί πολύ: νομίζει και προσπαθεί, μα δεν είναι ποιητής.
2. “Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν / γιατί πια δεν τις κατοικούν τα / βάσανά μας. / Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη”.
Είναι οι πρώτες γραμμές στο 1ο τμήμα του “ Έτσι που τραύλισα” στη συλλογή Εν γη αλμυρά του 1996.
Η πρώτη μου σκέψη πάει (μπορεί λανθασμένα) στη στροφή 10 στο Ύμνος εις την Ελευθερία του Σολωμού:
“Μοναχή τον δρόμο επήρες / Εξανάλθες μοναχή· / Δεν είν’ εύκολες οι θύρες, / Εάν η χρεία τες κουρταλεί ”.
Ο ρυθμός στην 1η γραμμή του Βύρωνα Λεοντάρη απηχεί τον ρυθμό του Σολωμού: αυτός εγκαταλείπεται στη 2η γραμμή και η 3η είναι πρόζα.
Αυτό που συνδέει στενότερα είναι το ρήμα “κουρταλώ” και το ότι λέξεις δεν ανοίγουν στον ΒΛ όπως οι θύρες δεν ανοίγουν εύκολα στον Σολωμό. Θα μπορούσε ο Βύρων Λεοντάρης να γράψει “κτυπώ” (ή “κρούω”) μα θέλησε να παραλληλίσει τη δική του αναζήτηση λύτρωσης με τη βοήθεια από λέξεις, με την Ελευθερία του Σολωμού που ζήτησε βοήθεια από τα ξένα έθνη. (Στην πραγματικότητα οι Έλληνες είχαν ξένη βοήθεια αργότερα και χωρίς εκείνη, ειδικά τη νίκη των συμμάχων υπό τον Κόδριγκτον στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, δεν θα είχαν ίσως αποτινάξει τον τούρκικο ζυγό.)
Αλλά στις επόμενες γραμμές βρίσκουμε αθέλητη ίσως μα ασύστολη ασυναρτησία. Οι λέξεις (υποθέτω από τη σύνταξη) δεν του ανοίγουν διότι “δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας”. Και μετά ξεχνά το κεντρικό σημείο, πως δηλαδή δεν του ανοίγονται (= δεν του δίνουν τη βοήθεια για τη λύτρωση), και παρασέρνεται σε λεπτομέρειες από το δευτερεύον θέμα και μας οδηγεί σε μια εικασία (“σάμπως”) για την αιτία που τα βάσανα εγκατέλειψαν τις λέξεις!
Αυτό το ελάττωμα είναι συχνότατο, ιδίως στον Ρίτσο.
3. Η αδυναμία του Βύρωνα Λεοντάρη είναι να μη μπορεί να δώσει ένα καλό σχήμα λόγου – μια μεταφορά, παρομοίωση και ό,τι άλλο.
Στο ίδιο κείμενο “ Έτσι που τραύλισα” στο 5ο τμήμα γράφει –
Χάνουμε τους δικούς μας και μας χάνουν
τρικυμισμένο μας αρπάει το χωματένιο πέλαγος
Εδώ το πέλαγος δεν μπορεί να είναι και “τρικυμισμένο” και “χωματένιο”. Δύσκολα φαντάζεται κανείς ένα “χωματένιο πέλαγος” και μάλιστα να τρικυμίζει και να αρπάζει κόσμο!…
Νωρίτερα στη συλλογή Κρύπτη (1968), στο “Φονικά Ακόντια” –
Ο χρόνος πρήζεται κολλάει / πάνω στους τοίχους, η καρδιά /
βγαίνει τη νύχτα απ’ τα κορμιά / και σαν σκυλί αλυχτάει.
Πώς στην ευχή “πρήζεται” ο χρόνος και “κολλάει” πάνω σε τοίχους; Πώς βγαίνει τη νύχτα η καρδιά από το κορμί και αλυχτάει;… Μπορεί το ουρλιαχτό να ξεπηδά από την καρδιά (=συναίσθημα) και από το στόμα, όχι όμως η καρδιά από το σώμα!…
Σε αυτούς τους στίχους βάζει λέξεις που παραπέμπουν σε βάναυσα καταπιεστικά σώματα Ασφαλείας – καρφώνει, κλομπ, κλουβιά, σειρήνες, συρματόπλεγμα, χτυπάει. Και οπωσδήποτε δίνει την ασφυκτική αστυνομοκρατία της Χούντας, μα η ποίηση είναι λειψή. Απ’ τα καμιόνια (νοσοκομειακά μα και αστυνομικά) πηδάνε γιατροί και νοσοκόμοι –
με μάσκες και με δακρυγόνα / μα δε μαζεύεται ο Νεκρός /
έγινε θάλασσα ουρανός / κι απλώνει στον αιώνα.
Κι εδώ ανικανότητα στην ολοκλήρωση. Τα δακρυγόνα κι η όλη καταπίεση αφορούν τον λαό που όντως δεν “μαζευόταν”. Μα πώς εδώ δίνεται ως “Νεκρός”;… Μετά, ούτε η θάλασσα ούτε ο ουρανός “απλώνει στον αιώνα” ούτε βέβαια ένας νεκρός!
4. Ο Βύρων Λεοντάρης επιδοκιμάζει σε ένα, ίσως από τα τελευταία του άρθρα, τις διατυπώσεις για την καλή, αποτελεσματική ποιητική της Λύντια Στεφάνου, Το πρόβλημα της Μεθόδου (Κάλβος 1972) όπου ο έγκυρος τύπος σχέσεων και σύνδεσης λέξεων (ή “έτσι – όπως”) έχει αντιστοιχία, ενώ ο ανυπόστατος τύπος είναι “έτσι – όπως εάν” και δεν έχει αντιστοιχία αλλά μόνο “ανύπαρκτες σχέσεις”! Όμως δεν τα εφαρμόζει στη δική του γραφή, όπως είδαμε.
Στην πρώιμη συλλογή του Ομίχλη του Μεσημεριού (1959) υπάρχει το ίδιο ελάττωμα, “ομίχλη” στην ποιητική, στο “Αποχρωματισμοί” που μπήκε σε Ανθολογίες:
Το δείλι σέρνεται κι αλλάζει πάλι δέρμα / Μες τις ψυχές μας απαρνιέται, όλα ξανά
τα χρώματά του – κι απομένουμε στεγνά / τοπία χωρίς αρχή και τέρμα.
Κι εδώ πολλαπλά συγχυσμένη μεταφορά. Το δείλι είναι σαν φίδι που αλλάζει δέρμα, μα είναι μέσα στην ψυχή που “απαρνιέται” (τώρα άνθρωπος!) τα χρώματά του. Μετά, το “στεγνό” δείχνει έλλειψη υγρασίας όχι χρωμάτων! Τέλος, το τοπίο έχει αρχή – την ώρα που το δείλι αρχίζει να σέρνεται και να χάνει τα χρώματά του!
Συγκρίνετε τώρα τα λόγια του Σαιξπήρου (στο Macbeth) –
Tomorrow and tomorrow and tomorrow / creeps in this petty pace…
Όπου εδώ το creeps “σέρνεται” αναφέρεται μόνο στον “ποταπό ρυθμό”: η σύνδεση εδώ είναι άμεση με τον αργό ρυθμό που περνάνε οι μέρες και που σέρνεται το φίδι. Εδώ τώρα έχουμε καλή, έγκυρη ποίηση. Ο Βύρων Λεοντάρης γράφει ανυπόστατα!
5. Θα ήταν όμως άδικο, τελειώνοντας, να μην παρουσιάσω και μια στροφή που έχει κάποια πνοή της ποίησης. Είναι από το “Στιχομαντεία”, στην Εν γη Αλμυρά:
λόγια που αρνήθηκαν να ειπωθούνε
αγγίγματα που πήραν πίσω το αίνιγμά τους
σημάδια του έρωτα και του θανάτου
γραφές που γράφτηκαν για να σβηστούνε.
Υπάρχει ένα μικρό ψεγάδι στα λόγια “που αρνήθηκαν” να ειπωθούν, μα η στροφή είναι σχετικά καλή.
Αλλά μια στροφή δεν κάνει κάποιον ποιητή!