Π104: Διονύσης Καψάλης

Π104: Διονύσης Καψάλης

- in Ποίηση
0

1. Την ποίηση του Διονύση Καψάλη τη γνώρισα μόλις πριν λίγους μήνες. Γεννημένος το 1952 είναι πολυγραφότατος έχοντας αρτιότατη μόρφωση και στις ΗΠΑ και στην Αγγλία. Αυτά βέβαια δεν εξασφαλίζουν και το δώρο της γνήσιας δημιουργικότητας.

Σε αντίθεση με το 99% των μοντέρνων στιχοπαραγωγών, ο Διονύσης Καψάλης γράφει σε παλαιότερες μορφές με στροφές και ρίμα. Φαίνεται να του αρέσει το σονέτο. Όμως το τελευταίο του στχούργημα είναι σε ελεύθερο στίχο – Διαθήκη 2016, Άγρα, Αθήνα.

Επίσης έγραψε κατά παραγγελία στίχους τους οποίους μελοποίησαν γνωστοί συνθέτες και μετά τραγούδησαν γνωστοί τραγουδιστές.

Και αυτά είναι καλοδεχούμενα μα ούτε αυτά εγγυώνται καλή ποίηση.

Η αλήθεια είναι πως έχει γράψει πολλούς όμορφους στίχους μα και αρκετούς κακούς έτσι που να μη μπορώ να πω πως ένα ποίημα είναι απόλυτα πετυχημένο.

Συχνά δε υπάρχει πλαδαρότητα ενώ η ρίμα τον αναγκάζει να πέσει σε αστοχία νοήματος ή καλής εικόνας.

2. Αρχίζω με ένα δείγμα από τη συλλογή Μια υπόθεση Ευδαιμονίας, Άγρα 2014

Στο Ερωμένη γράφει:

Και ποια να πω ότι είσαι εσύ; Μια λύπη | με τα φτερά ανοιγμένα στη βροχή |

μια λάμψη, ένα φύσημα, μια ευχή, | κάτι που πρέπει οριστικά να λείπει ||

απ’ τη ζωή για να σταθεί μια ρίμα | στ’ αληθινά η αιώνια ερωμένη |

ο ίσκιος ενός πόθου που επιμένει.

Γιατί είναι η λύπη (σαν πουλί!) με φτερά και μάλιστα «ανοιγμένα στη βροχή;»

Δεν υπάρχει καμιά εγγενής αντιστοιχία πουλιού και λύπης. Ο 5ος στίχος λέει κάτι που δεν στέκει λογικά καθόλου – και γράφτηκε για την ομοιοκαταληξία μόνο (με προηγούμενη γραμμή που δεν συμπεριέλαβα). Μετά, γιατί ο «ίσκιος» και όχι ο ίδιος ο πόθος ή τουλάχιστον «το πνεύμα/φάσμα» ή «ο δαίμονας/άγγελος του πόθου»;… Είναι μάλλον χαλαροί, φτηνά συναισθηματικά στίχοι.

3. Ας κοιτάξουμε κάτι παλαιότερο: Επτά Ποιήματα (του 2008) – όλα σονέτα.

Παίρνω την πρώτη στροφή από το 3ο:-



Κάποτε θα ’φτασα ψηλά την ομορφιά· |ακόμα βλέπω το κενό να κατεβάζει |

πυρακτωμένο φως, κι ο ύπνος αποστάζει |πυρήνες κόσμου γαληνεύοντας βαθιά. |

Είναι στην 3η γραμμή που ανακαλύπτουμε τεχνική χασμωδία. Είναι το «πυρακτωμένο φως» υψηλή βαθμίδα ομορφιάς;… Και τι είναι το «κενό» το οποίο «ακόμη» βλέπει;..

Μετά, τι είναι οι «πυρήνες κόσμου» που αποστάζει ο ύπνος;… Στον βαθύ ύπνο υπάρχει μόνο αδιαφοροποίητη γαλήνη.  Δεν είναι όνειρα διότι τότε δεν γαληνεύει βαθιά.

Πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω στο 1995 παίρνω ως δείγμα τη στροφή:-



γυρεύω το σκοτάδι σου, σαν να ’σουν | Αυγερινός, σε αυτούς που θα με χάσουν |

Γυρεύω το ξημέρωμα πριν φύγει |το σώμα σου στα δάση και στα ρίγη. || 

Υποθέτω πως μπορούμε να δεχτούμε το σκοτάδι γύρω από τον Αυγερινό το οποίο διαλύεται και γι’ αυτό το γυρεύει ο αφηγητής, αλλά δεν βγάζω πολύ νόημα εδώ.

Η σύνταξη στις επόμενες γραμμές είναι έξυπνη καθώς το «φεύγει» πηγαίνει και με το «ξημέρωμα» (που δεν θα φύγει σύντομα) και με το σώμα. Όμως πως θα φύγει το σώμα «στα δάση και στα ρίγη»;

Σε όλα αυτά βλέπω πλαδαρότητα και τσαπατσουλιά.

4. Ο Διονύσης Καψάλης έχει μεταφράσει και τα σονέτα του Σαιξπήρου. Δεν τα κοίταξα όλα. Αυτά όμως που εξέτασα δεν δείχνουν πολύ καλή δουλειά. Παίρνω το γνωστό ΧΧΧ When to the sessions of sweet silent thought… Το αποδίδει με αρκετά σοβαρά ατοπήματα. Δεν μπορείς να αποδώσεις την πυκνότητητα του σαιξπηρικού στίχου στην πολυσύλλαβη νοελληνική. Καλύτερα η μετάφραση να γίνει σε πρόζα χωρίς τις φιοριτούρες της ρίμας.



1 Όταν σε ώρες σιωπηρές συνεδριάζουν | οι λογισμοί και συγκαλώ τα περασμένα, |

3 αναστενάζω με όσα χάθηκαν για μένα | παλιά μου πάθη αγαπημένα που λιμνάζουν. ||

5 Βρύση τ’ αδάκρυτα κυλούν για κάποιο φίλο | στο αχρονολόγητο σκοτάδι του θανάτου |

7 άκυρο έρωτα καλώ με τ’ όνομά του, | κλαίω τον σπάταλο Καιρό και πάλι οφείλω. ||

9 Κι όλο λυπάμαι κάποια λύπη που  ’χει εκλείψει | πόνο τον πόνο μου ξανά εξιστορώ ||

11 την προγενέστερη που μ’ έθλιψε την θλίψη | που την πληρώνω κι όμως πάντα υστερώ ||

13 Μα τότε η σκέψη μου γεμίζει από σένα, | κι όλα τα πάθη αναιρείς και τα χαμένα. 

Τα Ελληνικά δεν είναι τα Αγγλικά και μάλιστα της ελισαβετιανής εποχής. Υπάρχουν  αδυναμίες στην Ελληνική (λείπουν ορισμένοι ήχοι όπως ο sh) και μεγάλες διαφορές στις λέξεις. Ο Διονύσης Καψάλης κατορθώνει να δώσει κάτι από τον ρυθμό του πρωτότυπου, μα χάνει πολύ από τον ήχο και το νόημα: π.χ. στον 4ο στίχο (1η στροφή) And with old woes new wail my dear time’s waste ‘και με παλιά μου πάθη νέα (εκ νέου) κλαίω το χάσιμο του ακριβού μου χρόνου’ και στον 8ο And moan the expense of many a vanished sight ‘βογγώ/θρηνώ για τη σπατάλη πολλών αφανισμένων οραμάτων’. Στην τελευταία γραμμή θα προτιμούσα ‘κι όλο τον πόνο σταματάς και φέρνεις τα χαμένα’. (Πολύ ωραιότερη μετάφραση είναι της Λ. Ζαφειροπούλου στη δίγλωσση έκδοση, Τα Σονέτα 2016 Gutenberg, Αθήνα.)

5. Στην πρόσφατη συλλογή του Διονύση Καψάλη Μια υπόθεση Ευδαιμονίας υπάρχουν και  ωραίοι στίχοι.

Παίρνω το Νο. 22.



Τόσα για σένα έχω γράψει κι όμως | νιώθω πως δεν σε ξέρω πια καθόλου |

σαν άστρα είμαστε τ’ ουράνιου θόλου | που τα ’χει απομακρύνει κάποιος νόμος ||

επώδυνης βαρύτητας κι ο τρόμος | μιας σύντηξης ακόμα τ’ απωθεί, |

αλλ’ απ’ τη γη λάμπουν σαν να ποθεί | το ένα τ’ άλλο…

Μέχρι εδώ οι στίχοι είναι άψογοι με την παρομοίωση ζεύγος-άστρα. Αλλά στο τέλος χαλάνε καθώς περιγράφει τα δύο άστρα:



Το ένα, δες, κρατά ντάμα σπαθί | (θα ’ναι το θηλυκό), το άλλο με μιά || 

κιθάρα ανάμεσά τους προσπαθεί | να γεφυρώσει το άγριο, παγερό |

σκοτάδι, την απέραντη ερημιά. ||

Δεν γνωρίζω σε καμιά μυθολογία άστρο (ή αστερισμό) με ντάμα σπαθί κι άλλο με κιθάρα (υπάρχει ο αστερισμός Λύρα). Και οι δύο εικόνες είναι αυθαίρετες. Γι’ αυτό μας λέει «δες»: είναι κοινό τέχνασμα για κάτι που δεν υπάρχει!

6. Πάλι πλαδαρότητα και φτηνός συναισθηματισμός. Όλα μου φαίνονται βιαστικά.

Κρίμα, κρίμα. Γιατί αν έγραφε λιγότερα και διόρθωνε περισσότερα, ο Διονύσης Καψάλης θα μπορούσε να μας δώσει όμορφα ποιήματα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *