1. Ο Διονύσιος Σολωμός θεωρείται από πολλούς “ο πρώτος και μεγαλύτερος Νεοέλληνας ποιητής”. Αυτή την ιδιότητα και ποιότητα, την εξηγούν με το ότι υιοθέτησε ολοκληρωτικά τη γλώσσα του λαού, τη δημοτική, κι έτσι δημιούργησε το μέσο συγγραφής όχι μόνο ποιημάτων μα και πεζών κειμένων. Θεωρείται όμως πρώτος και με την έννοια του καλού ποιητή. Με την ίδια έννοια είναι ίσως ο μόνος.
Όμως, κανείς από όσους γνωστούς λογίους που έχω διαβάσει, και κριτικούς ή ποιητές που γράφουν και κριτικές, δεν προχώρησε, όσο βλέπω, να εξηγήσει γιατί θεωρείται η ποίησή του “μεγάλη”.
Όπως έδειξα σε προηγούμενα άρθρα μου, Ποίηση 39, 52, 58, παρά ορισμένες αδύναμες ή ρηχές στροφές, η ποίηση του Διονύσιου Σολωμού, ούτε στα πρώιμα ούτε στα τελευταία ποιήματα χάνει τη νοηματική της αλληλουχία, την έλλογη συνοχή της και την αρετή της Αντικειμενικής Αντιστοιχίας. Να ένα πρώιμο δείγμα, “Η ψυχούλα”, για ένα παιδάκι που πεθαίνει σε ανθότοπο:
Όλα την έκραζαν,/ Όλα τ’ αστέρια,/ Κι εκείνη εξάπλωνε/
Δειλή τα χέρια,/ Γιατί δεν ήξερε/ Σε ποιο να μπει.//
Αλλά, να, του έδωσε/ Ένα Αγγελάκι/ Το φιλί αθάνατο/
Στο μαγουλάκι,/ Που έξαφνα έλαμψε/ Σαν την αυγή.
Σε αυτό το ποίημα, που σε μας φαντάζει ένα απλοϊκότατο, ρομαντικό τίποτα, κρύβεται μεγάλη τέχνη. Η ομοιοκαταληξία είναι φειδωλή (αβγβδε/ ζηθηιε) και δεν ενοχλεί με τη σταθερή τακτικότητά της στους σύντομους στίχους: είναι μορφή που ο Διονύσιος Σολωμός χρησιμοποιεί συχνά. Η ψυχή προσωποποιείται ανάμεσα στα άστρα και μετά γίνεται η ίδια άστρο με φιλί από άγγελο, όργανο του Θεού. Έτσι έχουμε συγχρόνως τη χριστιανική θεώρηση της αθανασίας της ψυχής και τις αγγελικές δυνάμεις και τον πλατωνικό μύθο όπου (στον Τίμαιο 41) η εξαγνισμένη ψυχή επιστρέφει στην πρότερη κατάσταση της, αθάνατη στη ζώνη των άστρων.
2. Ας πάρουμε τώρα μερικούς στίχους από μεταγενέστερα έργα. Θα δούμε πως η ποιητική διατηρείται κι εκλεπτύνεται. Από τη “Δέηση της Μαρίας…” η πρώτη στροφή στο “Εσπέρας της Λαμπρής” στο Λάμπρος:
Είναι νύχτα γλυκιά και το φεγγάρι/ Δε βγαίνει να σκεπάσει άστρο κανένα./
Περίσσια, μύρια, σ’ όλη τους τη χάρη,/ Λάμπουν άλλα μονάχα, άλλα δεμένα,/
Κάνουν και κείνα Ανάσταση που πέφτει/ Του ολόστρωτου πελάου μες στον καθρέφτη.
Εδώ δεν έχουμε ρίμα. Ο ρυθμός βαδίζει κανονικά με ένα μίγμα δαχτύλων (χυυ) και τροχαίων (χυ) κι έχει εορταστική σοβαρότητα ενώ η ρίμα (αβαβγγ) δένει τη στροφή σε ενότητα. Αλλά, βέβαια, είναι το δίστιχο στο τέλος που αιχμαλωτίζει τον νου. Γιορτάζουν ανάσταση και τα άστρα (άλλα μοναχικά, άλλα «δεμένα» σε αστερισμούς) και ο εορτασμός αντανακλάται και στον καθρέφτη του “ολόστρωτου” πελάγους: και ο Διονύσιος Σολωμός εδώ μας δίνει την υπόνοια πως το αστρικό φως ανασταίνεται μέσα από τη νύχτα στον ουρανό αλλά και μέσα στα ήρεμα νερά.
Ας πάρουμε μερικούς στίχους με παρόμοια εικόνα από το Ο Κρητικός που, παρότι πολλοί το θεωρούν ολοκληρωμένο έργο με αρχή, τέλος κι εσωτερική συνοχή, για άλλους παραμένει αποσπασματικό και, παρά τις διορθώσεις που ήδη έκανε ο Διονύσιος Σολωμός (φαίνονται από τις “Παραλλαγές” στο ποίημα), ίσως να έκανε κι άλλες. Σε αυτά τα σχεδιάσματα (όπως και στο Ελεύθεροι Πολιορκημένοι) ο Διονύσιος Σολωμός μοιάζει του μεγάλου ζωγράφου Λεονάρντο Ντα Βίντσι ο οποίος επίσης έκανε πολλά σχέδια και κάποτε δεν τελείωνε το έργο του.
Εδώ, στην αρχή του 20oύ τμήματος, η θάλασσα σκίρτησε και τρικύμισε, μετά –
Ησύχασε κι έγινε όλο ησυχία και πάστρα
Σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ΄άστρα.
Η “ησυχία” φαίνεται αρχικά πλεοναστική, αλλά πρέπει να πάρουμε το ρήμα «ησύχασε» ως διακοπή ταραχής/φουρτουνιάσματος και μετά την «ησυχία» ως ‘σιγή/σιωπή’. Σ’ αυτή την πλήρη ησυχία και καθαρότητα αναδύθηκαν οι ευωδιές της ίδιας της θάλασσας αλλά και της παρακείμενης στεριάς που ίσως να είχε και περιβόλια. Και μετά είναι η μαγεία του Διονύσιου Σολωμού: η θάλασσα δέχτηκε τ’ άστρα.
Στις Παραλλαγές βλέπουμε δύο εκδοχές: μία, «και τα’ άνθη του [περιβολιού] ήταν τα άστρα» – δεύτερη, «και λουλουδιάζει απ’ άστρα». Ασφαλώς και οι δυο παραλλαγές είναι καλές και παρόμοιες εικόνες θα παρουσιάσουν συχνά μεταγενέστεροι ποιητές. Ο Διονύσιος Σολωμός με την ιδιαίτερη ποιητική του διαίσθηση απορρίπτει και τις δυο εκδοχές βλέποντας πως δεν υπάρχει ΑΑ όταν η θάλασσα “λουλουδιάζει” με άστρα, και βρίσκει μια έκφραση που μας κόβει την ανάσα: η θάλασσα «εδέχτηκε όλα τ’ άστρα». Στο υλικό επίπεδο τα δέχτηκε αντικαθρεφτίζοντάς τα. Αλλά στο μεταφορικό επίπεδο το “εδέχτηκε” υπονοεί πως, παρότι ο έναστρος ουρανός παρέμενε ξεχωριστός ψηλά, θάλασσα κι ουρανός έγιναν ένα – αλλά μόνο αφού κυριάρχησε πλέρια ησυχία και πάστρα. (Να σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, πως στίχοι που έχουν δώσει οι εκδότες του Διονύσιου Σολωμού, Πολυλάς και Πολίτης, στο κύριο κείμενο δεν είναι πάντοτε καλύτεροι από τους στίχους στις Παραλλαγές.)
3. Ας κοιτάξουμε λίγους στίχους από το Γ΄ σχεδίασμα, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, στο 6ο μέρος, “Ο Πειρασμός”:
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκια που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Στο Β΄ είχε γράψει «Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε». Οι δυο στίχοι είναι εξίσου καλοί μα το «ξανθός» ζωντανεύει την προσωποποίηση. Το «λιποθυμισμένος» έχει διπλή έννοια δείχνοντας και το σβήσιμο του κελαϊδισμού και τη δυνατή ομορφιά του που κάνει τον ακροατή να λιποθυμίσει!
Στο ίδιο σχεδίασμα βρίσκουμε λίγο πιο κάτω το δίστιχο”:
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις σε ποίημα όπου ένα θαυμαστικό δεν με ενοχλεί. Παρέρχομαι την πρώτη γραμμή – αν και ο Σικελιανός θα γράψει έναν αιώνα αργότερα ολόκληρο ποίημα με τίτλο «Αλαφροϊσκιωτος». Το πρώτο μέρος της δεύτερης είναι φαινομενικά κοινότοπο, αλλά βέβαια νέο στην ποίηση του Διονύσιου Σολωμού και της εποχής. Ας μην ξεχνάμε πως τότε οι άνθρωποι και δη στην επαρχία ή στα νησιά ζούσαν πολύ κοντά ή μαλλον κυριολεκτικά μέσα στη φύση, δηλ. χωράφια, δέντρα και θάμνους, πουλιά, θάλασσα ή ρεύμα κλπ. Τα θαύματα θα ήταν ο δροσερός αέρας, οι ανοιξιάτικες ευωδιές, ίσως αηδόνια και τα φώτα και σίγουρα οι σκιές στην έναστρη νύχτα και στη λίμνη.
Η μαγεία έρχεται με το ρηματικό επίθετο στη φράση «σπαρμένη μάγια». Κι εδώ, η νύχτα (ο ουρανός της) δεν είναι σπαρμένη με άστρα, όπως ίσως θα περιμέναμε, αλλά με κάτι αόριστο, αφηρημένο κι όμως πολύ πραγματικό. Το επίθετο «σπαρμένη» καλύπτει και τ’ άστρα διότι μπορείς να τα φανταστείς σαν σπόρια ριγμένα στον ουρανό της νύχτας από τον σπορέα-Δημιουργό. Η νύχτα είναι και θαυμαστή και μαγευτική – όπως περιγράφουν οι άλλες γραμμές. (Τέλος μέσα από αυτά τα θαύματα και τα μάγια «όμορφη βγαίνει κορασιά» ντυμένη με το φως του φεγγαριού.)
Μάγια συναντάμε και στο Πόρφυρας, κι άλλο ημιτελές έργο με αρκετές Παραλλαγές. Παίρνω το 7ο μέρος, αρχή:
Φύση, χαμόγελ’ άστραψες κι εγίνηκες δική του,
ελπίδα το ’δεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πο’ χεις[…]
Το φυσικό περιβάλλον της θάλασσας και της ακτής άστραφτε, λαμπύριζε, όπως περιγράφουν οι προηγούμενοι στίχοι, κι αυτά τα λαμπυρίσματα παρουσιάζονται ως χαμόγελα. Η φύση γίνεται δική του μεταφορικά, δηλαδή όπως μια γυναίκα χαμογελά στον αγαπημένο της, διότι ο ίδιος είναι τόσο όμορφος και καλοσυνάτος: αλλά γίνεται δική του, τουλάχιστον η θάλασσα, καθώς δαμάζει τα κύματα με το καλό κολύμπι του (όπως βλέπουμε στην τελευταία γραμμή αυτού του μέρους). Όντας νέος και όμορφος έγινε υπερβολικά αισιόδοξος. Τα «μάγια» της ελπίδας είναι αυτή ακριβώς η υπερβολική αισιοδοξία που μας κάνει να παραγνωρίζουμε αντίξοα ενδεχόμενα νομίζοντας πως όλα θα πάνε καλά σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις προσδοκίες μας. Έτσι η προσωποποιημένη ελπίδα «έδεσε» το νου του νεαρού με τα μάγια της. Ίσως ο Διονύσιος Σολωμός να παραβάλλει την εσωτερική ελπίδα με την εξωτερική φύση που του έδινε χαμόγελα: η μια ήταν αντανάκλαση της άλλης.
Τέτοια ποίηση κανένας σύγχρονός του δεν παρουσιάζει πουθενά.
4. Επιπλέον, δεν νομίζω πως κανείς θ’ αμφισβητήσει τον πατριωτισμό του Διονύσιου Σολωμού ή, από την άλλη, την αντικειμενικότητά του, ως προς τις διενέξεις των οπλαρχηγών πρώτα και τα καραγκιοζιλίκια των μετα-επαναστατικών χρόνων. Στο χειρόγραφο του Κρητικού υπάρχει μια παρεμβολή ιταλιστί: Ho perduta la mia patria, perche i nostri si battuo pra loro ‘έχασα την πατρίδα μου γιατί οι δικοί μας μάχονται μεταξύ τους’.
Βέβαια, υπάρχει το επίμαχο θέμα ότι ο Διονύσιος Σολωμός δεν άφησε κάποιο «μεγάλο» ποίημα τελειωμένο, σαν, ας πούμε, το «Αξιον Εστί» του Ελύτη, αλλά εξετάζω το θέμα στο Ποίηση 58. Προτού κλείσω πρέπει να θίξω και το θέμα του φωτός το οποίο παρουσιάζεται και στον θάνατο του νέου που σπαράζει ο καρχαρίας Πόρφυρας:
Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμιζει·
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του:
Οι κόσμοι γύρου ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν.
Το φως φαίνετα να κυριαρχεί στην όλη αντίληψη του Διονύσιου Σολωμού, όπως βλέπουμε και στον Ύμνο – στροφές 75, 94, 95 και αλλού. Εδώ είναι η στιγμή του θανάτου – η στιγμή που όλα τα εγκόσμια αφήνονται και μένει μόνος ο έσχατος εαυτός. Ας μείνω με το παράδοξο.
Η Λένα Παπά έγραψε για τον Σολωμό, ίσως με κάποια υπερβολή, πως “κι αν ακόμα μας άφηνε μόνο αυτό το επίγραμμα [- Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη], θα ήταν και μόνο αυτό, αρκετό για να χαρακτηριστεί ‘Μεγάλος’ ”(1984: 163) αλλά καταλαβαίνω τι εννοεί, διότι κι εγώ το θεωρώ πολύ κοντά στην τελειότητα.