Π90: Τι είναι ποίηση;

Π90: Τι είναι ποίηση;

- in Ποίηση
4

1. Οι άνθρωποι (του ποιητικού κύκλου κυρίως, αλλά και άλλοι) μιλούν και   γράφουν για την ποίηση εδώ και χιλιετίες. Κι εγώ έχω γράψει πολλά.

Αλλά τι είναι ποίηση; Για τι πράγμα μιλάμε;

Πολλοί υπεκφεύγουν λέγοντας πως δεν υπάρχει ορισμός για την ποίηση. Μερικοί θα το εξορθολογήσουν λέγοντας πως κάθε λέξη του ορισμού θα χρειαστεί νέο ορισμό κι έτσι δεν τελειώνουμε ποτέ.

Υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτό μα πρέπει κάπως να ορίσουμε το θέμα μας, να το περιγράψουμε και να το οριοθετήσουμε.

Ακόμα πιο σημαντικό, όμως είναι να προσδιορίσουμε την καλή ποίηση.

«Δυο ματάκια γλυκόσκυψαν / σ’ ένα κάποιο τραγούδι˙

τα ματάκια σα χάιδεμα / το τραγούδι σα χνούδι».

Αυτό το τετράστιχο θεωρείται ποίηση: έχει μέτρο και ρυθμό (χυχυυχυυ/χυχυυχυ) και ομοιοκαταληξία (αβγβ)˙ δυο παρομοιώσεις˙ υποκοριστικό ‘ματάκια’˙ το συγκινησιακό ‘γλυκό-σκυψαν’˙ ποιητικό λεξιλόγιο – μάτια, τραγούδι, χάδι, χνούδι˙ κλπ.  Είναι ποίηση;

Για μένα είναι σαχλαμάρα – κι ας είναι  του Παλαμά. Μάτια σκύβουν, όχι όμως γλυκά ή άλλως πως, σε τραγούδι, και το τραγούδι δεν είναι σαν χνούδι!

«Η νύχτα είναι γαλήνια: η έρημος ακούει τον Θεό και το άστρο μιλάει στο άστρο». Εδώ είναι πρόζα πολύ λιτή, με ένα μόνο επίθετο (γαλήνια) – του Ρώσου Λέρμοντοφ. Κι όμως μου φαίνεται πιο ποιητική γραφή από χιλιάδες έμμετρα ποιήματα σαν τη στροφή που ανέφερα.

2. Πώς λοιπόν θα ορίσουμε, οριοθετήσουμε, περιγράψουμε την ποίηση;

Ο Σεφέρης έγραψε: «Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα». Εδώ προσπαθεί να τη συνδέσει με τη ζωή (χωρίς ανάσες πεθαίνουμε), μα δεν μας λέει τίποτα για την ποίηση καθαυτή, αφού άπειρες ανθρώπινες δραστηριότητες βασίζονται στην ανάσα μας. Αλλού λέει – «Πιο δύσκολο να συμπληρώσεις έναν στίχο παρά να σηκώσεις έναν βράχο». Συμφωνώ για λίγες περιπτώσεις, μα πάλι δεν είμαστε πιο κοντά. Επιπλέον, μόνο οι στιχοπλόκοι έχουν τέτοια δυσκολία.

Υπάρχουν πολλές παρόμοιες διατυπώσεις από λεγόμενους ποιητές: διατυπώσεις που απλώς προβάλλουν την ποίηση ως κάτι σχεδόν υπεράνθρωπο και ασύλληπτα ιδιαίτερο, αλλά δυστυχώς δεν μας λένε αυτό που θέλουμε να μάθουμε.

Είναι η παμπάλαια ιδέα (με το λειτούργημα) του ποιητή ως ένα είδος σοφού προφήτη που λέει πανανθρώπινες αλήθειες και φωτίζει ποικιλότροπα τους συνανθρώπους του (και δήθεν υποφέρει!). Μόνο που αυτή δεν ισχύει για τους σύγχρονους στιχοπλόκους που γράφουν από ματαιοδοξία – και όντως υποφέρουν.

3. Η ματαιοδοξία φαίνεται ανάγλυφα όχι μόνο στις αρλούμπες που οι περισσότεροι δημοσιεύουν ως ‘ποίηση’, αλλά και στις αναφορές τους στην ποίηση.

Ο Ελύτης έγραψε: «Η ποίηση αρχίζει εκεί όπου αρχίζει να ηττάται ο θάνατος»! Δηλαδή ο ‘ποιητής’ είναι αθάνατος με την έννοια της μεταθανάτιας φήμης και δόξας, αλλά και ο ‘ποιητής’ πεθαίνει στον παλιό εαυτό του με κάθε ‘ποίημα’ που γράφει και ξαναζωντανεύει σε αυτό. Αρλούμπα και αλαζονεία.

Αλλού έγραψε: «Η ποίηση έγινε για να διορθώσει τα λάθη του Θεού ή, εάν όχι, τότε δείχνει πόσο λανθασμένα εμείς συλλάβαμε τη δωρεά Του». Το πρώτο σκέλος είναι από τις συχνές σαχλαμάρες του Ελύτη. Το δεύτερο προβάλλει την ιδέα του ποιητή – προφήτη, που όπως είπα , δεν έχει σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα των στιχοπλόκων.

Ο Μ. Αναγνωστάκης εξίσου ανόητα έγραψε – «Η ποίηση δεν είναι ο τόπος να  μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τρόπος να κρύψουμε το πρόσωπό μας».

Και ο Γ. Σαραντάρης: «Η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ».

Ναι, η αληθινή ποίηση προέρχεται από εκείνον τον Εαυτό που δεν κοιμάται ποτέ, αλλά πόσοι και ποιοι είναι όντως εκείνος ο Εαυτός και δίνουν τα λόγια του ατόφια σε ποίηση;…

4. Πολλοί έχουν γράψει πως η ποίηση δεν ορίζεται ή δεν περιγράφεται μα την ίδια ώρα ή κάπου αλλού διατυπώνουν κάποιο δικό τους ορισμό.

Ο Πωλ Βαλερύ έγραψε: «Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δεν θα τραγουδούσε». Αυτό είναι μια υπεκφυγή εξυπνακίστικη. Διότι, αν στην αναλογία  το τραγούδι αντιστοιχεί  με την ποίηση, ναι, το πουλί τραγουδάει μα δεν εκφέρει κάτι άλλο από το κελάηδισμά του, ενώ ο ποιητής και λέει πολλά που δεν είναι ποίηση και η «ποίησή» του είναι συχνά σαν κρώξιμο κορακιού ή βατράχου.

Αλλού όμως ο Βαλερύ λέει πως η ποίηση είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος. Και αυτό είναι ορθό αν εκλάβουμε το επιφώνημα ως έκλαμψη έντονης συγκίνησης και την ανάπτυξη ως επεξεργασία και διάπλαση σύμφωνα με κάποιους κανόνες σύνθεσης αποδεκτούς από τους αναγνώστες.

Ο Άγγλος Coleridge προσεγγίζει αυτήν την ‘ανάπτυξη’ λέγοντας πως η ποίηση είναι ιδανική διάταξη ιδανικών λέξεων.

Ο Ρόμπερτ Φροστ πάλι συνοψίζει όμορφα την ιδέα: «Ποίηση είναι όταν ένα συναίσθημα έχει βρει τη σκέψη της και η σκέψη έχει βρει [ιδανικές] λέξεις».

Ένας κανόνας για την εύρεση ‘ιδανικών λέξεων’ είναι η Αντικειμενική Αντιστοιχία. Δεν είναι ποίηση να γράφεις – «Η παπαρούνα είναι πράσινο χαστούκι», αλλά όταν γράψεις «Η παπαρούνα είναι κόκκινο χαστούκι». Η παπαρούνα και το χαστούκι συνδέονται (μεταφορικά) με το κόκκινο. Η κόκκινη παπαρούνα μας χτυπά με την ομορφιά και τα μεταξένια πέταλα σαν αφυπνιστικό χαστούκι. Το χαστούκι στο μάγουλο αφήνει μια κοκκινίλα. Όμως το πράσινο δεν το συνδέουμε με τη παπαρούνα ούτε με χαστούκια.

Θα επανέλθω.

4 Comments

  1. Δομήνικος

    Το όρισμα «Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα»
    συνδέεται άμεσα με το μέτρο της πεπερασμένης και εντός ορίων φυσικής ανθρώπινης πνοής.
    Αυτό εννοεί ο ποιητής.

    Ποιά είναι τα στοιχεία που ορίζουν το μέτρο? Μα η διάρκεια, η ταχύτητα, η δύναμη και ο ήχος της πνοής. Αυτές είναι οι ρίζες. Ο εκφερόμενος λόγος πάντοτε διακόπτεται επαναλειπτικά με μικρές παύσεις. Η ποίηση προεκτείνει αυτήν την επαναληπτικότητα και σε άλλα στοιχεία, με μουσικές και εννοιολογικές αντιστοιχίες ανάμεσα σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, ενταγμένα στα όρια κάποιου παλινδρομικώς διαστελλόμενου και συστελλόμενου χώρου. Και όλο αυτό το κάνει χωρίς προσπάθεια, σαν νερό που κυλάει, καθώς ο ποιητής, απλώς ανασαίνει.

    Η εκ των υστέρων προσπάθεια συμπλήρωσης ή παρέμβασης μπορεί να προκαλεί τέτοια παρεμβολή στην αναπνοή και στην ιδέα ώστε και ο ποίητής μαζί με το ποίημα να βαριανασαίνει. Για αυτό και «Πιο δύσκολο να συμπληρώσεις έναν στίχο παρά να σηκώσεις έναν βράχο». Μια μεγάλη ιδέα χρειάζεται χώρο μεγάλο να τη χωράει, γι'αυτό και δε σηκώνει δεύτερη κουβέντα.

    1. Νικόδημος

      Ευχαριστώ για τις υποδείξεις σας.

      Συμφωνώ με τα της ανάσας. Αυτά ισχύουν όμως για ποίηση παλαιότερων εποχών όταν οι βάρδοι συνέθεταν (και συχνά τραγουδούσαν) ζωντανά στις συνάξεις τους. Σήμερα κανείς δεν συνθέτει με τον τρόπο εκείνο. Οπως δείχνουν τα χειρόγραφα των στιχουργών, στην εποχή μας γράφουν και σβήνουν και μουντζουρώνουν. Θα προσθέσω πως ακόμα και για τον παλαιό τρόπο σύνθεσης και απαγγελίας ο ορισμός δεν βοηθάει διότι, όπως έγραψα, η ανάσα δίνει μέτρο, συνέχεια και ζωή, σε όλες τις δραστηριότητες του ανθρώπου (π.χ. τρέξιμο, πριόνισμα, βάψιμο, ιππασία, φαγητό κλπ).Ο Σεφέρης έχει γράψει πολλά άλλα: ορισμένα έχω αναφέρει σε πρότερα άρθρα και θα επανέλθω αργότερα.

      Με το δεύτερο σχόλιο δεν συμφωνώ, διότι έχοντας διαβάσει εκτεταμένα τον Σεφέρη, τον Ελύτη και πολλούς άλλους του ποιητικού κύκλου καθώς και πανεπιστημιακούς, έχω, εωσότου βρω άλλα πιο πειστικά τεκμήρια, τη βεβαιότητα πως ο Σεφέρης αναφέρεται στο σπουδαίο και δύσκολο έργο του ποιητή – ιδέα που συμμερίζονται σχεδόν όλοι και την οποία βρίσκουμε στους Ελύτη, Σικελιανό, Παλαμά και άλλους πολλούς. Θεωρούν πως ο “ποιητής” είναι ένα είδος Προμηθέα ή Προφήτη που υποφέρει καθώς διαφωτίζει τους αγνώμονες ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν την προσπάθειά τους. Αυτή είναι μοντέρνα σαχλαμάρα. Οι πραγματικά μεγάλοι καλλιτέχνες (όχι μόνο μεγάλοι ποιητές) δεν κάνουν τέτοιες διεκδικήσεις. Παίρνω το γνωστό παράδειγμα του Μότσαρτ. Οι χειρόγραφες παρτιτούρες του είναι ολοκάθαρες διότι, όπως είχε γράψει, “έβλεπε” και “άκουε” το έργο ολόκληρο, ενώ ο Μπετόβεν “συνέθετε” και τα δικά του χειρόγραφα είναι γεμάτα μουντζούρες. Το ίδιο ισχύει για τους καλούς ποιητές και για τους στιχοπλόκους που έχουν κατακλύσει τον λογοτεχνικό κόσμο σήμερα. (Δεν υπονοώ πως ο Μπετόβεν είναι παρακατιανός όπως οι πλείστοι παραποιητές.)

    2. Δομήνικος

      Ο ποιητής, κατά την στιγμή της δημιουργίας, συνδιάζει την τεχνική της σύνθεσης, την οποία ήδη κατέχει, με την εσωτερική πνοή που παρουσιάζεται, αυτό που κάποτε λέγεται Έμπνευση, αν και ο όρος τείνει προς απαξία καθώς συχνά συγχέεται με τις διάφορες μικρές εκλάμψεις στο νου των επίδοξων δημιουργών. Ο Σολωμός δίνει παραδείγματα ενέπνεης δημιουργίας αλλά και σύνθεσης κατά το ως άνω αναφερθέν πρότυπο Μπετόβεν.

      Ένα παράδειγμα είναι το σονέττο Στον Ορφέα, το οποίο είμαι βέβαιος πως αναπτύχθηκε πλήρως σε λίγα δευτερόλεπτα και εντάσσεται στο πρώτο είδος. Από την άλλη είναι φανερό ότι πολλοί στίχοι στο Ύμνος εις την Ελευθερία (όπου το "Χαίρε Ω Χαίρε Ελευθεριά" συνελήφθει αρχικώς ως "Salve, Salve O Libertà") είναι απλώς μέτριοι καθώς προκειται προδήλως για τεχνικά κατασκευάσματα που αγωνίζονται να υπηρετήσουν την ιδέα δίχως όμως αμιγή εσωτερική πνοή ή ιδιαίτερη σημασία, στίχοι αραιοί από ουσία η οποία έχει διαιρεθεί στον μεγάλο τους αριθμό και δίχως την πυκνότητα που παρουσιάζουν στίχοι σε άλλα μακροσκελή ποιήματα όπως ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου. Επίσης τα σχεδιάσματα του έργου Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι μαρτυρούν συνθετική επεξεργασία και μια μάλλον επίπονη διαδικασία ολοκλήρωσης, για την οποία ο Σολωμός λέει στους στοχασμούς του μεταξύ άλλων "Σκέψου βαθιά, κα σταθερά, (μία φορά για πάντα) τη φύσι της Ιδέας, πριν πραγματοποιήσεις το ποίημα." Άλλα είναι φανερό πως ο ποιητής "ακουε" και "εβλεπε" μεγαλα και μικρά μέρη του εργου αυτού το οποίο γενικώς είναι διάχυτο από ζωντανή εμπειρία και πνοή προφητικών διαστάσειων. Στα Προλεγόμενα των Απάντων του Σολωμού όπως δημοσιεύτηκαν στην έκδοση της Κέρκυρας (1859), ο Ιάκωβος Πολυλάς αναφέρει:

      "Προτού ακόμη μεταβή εις την Ιταλία, μίαν ημέρα ενώ επεριδιάβαζε εις την εξοχή μ' έναν ομήλικόν του και έξαφνα ακούσθηκε το λάλημα μιας φλογέρας, άστραψε εις τη φανασία του η εξωτερική φύσι μ΄όλη την ήμερη χάρι πώχει εις το μητρικό νησί του, τόσον ώστε εγύρισε προς τον σύντροφόν του και τον ερώτησε: «Τι αισθάνεσαι;» «Τίποτε» του αποκρίθηκε εκείνος' ψυχρότης, την οποίαν ο ποιητής έμελλε ν' απαντήση συχνά εις το δρόμο της ζωής του, όταν εζητούσε εις τους άλλους ενθουσιασμόν ανάλογο με τη φλόγα της καρδιάς του. Τοιουτοτρόπως επρωτάκουσε τη μυστηριώδη φωνή, με την οποίαν η φύσι σιγανά προσκαλεί τον γεννημένον ποιητήν εις τες αγνές αγκάλες της, να γένη ο καλύτερος αυτής ερμηνευτής.

      Με όμοιαν ετοιμότητα άνοιξε ο νους του εις τα κάλλη της Τέχνης, και μίαν ημέρα ο διδάσκαλός έμεινε εκστατικός βλέποντάς τον, ενώ επαναλάμβανε το μάθημά του, με εμψυχωμένη και αρμόδια, αλλ' όχι μιμητή, χειρονομία, να ξεστηθίζει τους στίχους του Βιργιλίου, οι οποίοι εις την παπτροπαράδοτη προφορά των Ιταλών σώζουν βέβαια πολύ της υψηλής αρμονίας τους. Τα πρώτα γυμνάσματα του εις λατινικούς και ιταλικούς στίχους εφαίνοντο τόσον ανώτερα της ηλικίας του, ώστε ο διδάσκαλος του του έλεγε: Greco, tu farai dimenticare il nostro Monti."

      Σχετικά με τα προαναφερθέντα περί μουσουργών, από τον Μπετόβεν δεν έλειπε η έμπνευση αλλά περίσσευε το πάθος, του σκοπού και της επιμέλειας, σε αντίθεση με τον Μότσαρτ του οποίου το έργο είναι κατά το μεγαλύτερό του μέρος ένας αφηρημένος ανάλαφρος μακρύς αυτοσχεδιασμός στα μέτρα των μουσικών κανόνων της εποχής τα οποία απορρόφησε και διδάχθηκε από τον πατέρα και το περιβάλλον του σε πολύ νεαρή ηλικία και τα οποία κατείχε πλέον σχεδόν ενστικτωδώς καθώς εκδήλωνε αδιαλείπτως τα καθημερινά του αυθόρμητα τεχνικά γυμνάσματα όπου και καταγράφονταν ως έργα στο χαρτί από μέλη, ας πούμε, του κόμματος της εποχής που υπηρετούσαν ως, ας πουμε, μαγνητόφωνα. Από τον μεγάλο όγκο των σωζόμενων γραπτών, το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν τέτοιου είδους παιχνιδίσματα που δεν διαφέρουν πολύ σε σημασία από τη λειτουργία των κελαηδισμάτων των πουλιών. Σχετικά με αυτόν τον όγκο, λίγα μόνο είναι τα έργα που παρουσιάζουν μνημειώδη χαρακτηριστικά και που αληθινά εξυπηρετούν κάποιο σκοπό ή ιδέα, όπως ο Μαγικός Αυλός και το Requiem.

    3. Νικόδημος

      Ευχαριστώ για τα νέα σας σχόλια.

      Για τον Σολωμό αναρτήσαμε 4 σημειώματα παλαιότερα στη σειρά Ποίηση – 39, 43, 52, 58. Αν τα διαβάσετε, θα δείτε πως μάλλον συμφωνούμε.

      Το θέμα της έμπνευσης το πραγματεύομαι σε άρθρα που θα αναρτηθούν κάπως αργότερα. Τότε θα μπορέσουμε να το συζητήσουμε.

      Όσο για τον Μότσαρτ – πολλοί γράφουν όπως εσείς, άλλοι τον θεωρούν divine. Εγώ είμαι με τους δεύτερους και οπωσδήποτε δεν θα όριζα τις τρεις τελευταίες του συμφωνίες τα κονσέρτα για πιάνο (Κ 466 κι επ), τις σονάτες για βιολί και πιάνο, το K 339 Vesperae Solennes de Confessore και άλλες Λειτουργίες, τις δύο φαντασίες για πιάνο, τα Κουιντέτο και Κονσέρτο για κλαρινέτο κλπ κλπ, ως "παιχνιδίσματα" και όπως αλλιώς τα περιγράφετε. Ο ίδιος ο Μπετόβεν τον μιμείται και αναγνωρίζει την οφειλή του σε κείνον (όπως ο Μότσαρτ στον Χάιδν).

      Αλλά – De gustibus non est disputandum. Ας το αφήσουμε, λοιπόν.

      Τον ανέφερα κυρίως διότι σε μια επιστολή του στην ξαδέλφη του περιγράφει το πώς συνθέτει καθώς παίζει μπιλιάρδο (εξού ίσως και το Kegelstatt Trio) ή ταξιδεύει και "ακούει" το κομμάτι ολόκληρο και όχι μέρος με μέρος, το βλέπει σαν ένα πίνακα ζωγραφικής!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *