1. Η ασυναρτησία έγινε στον νου των στιχοπαραγωγών συνώνυμο της “σκοτεινότητας” που εισήγαγε στην Ελλάδα ο Σεφέρης ακολουθώντας γαλλικά πρότυπα και τον Έλιοτ. Ο ίδιος έγινε αυθεντία πολύ πριν πάρει το Νόμπελ κι έγραψε πολλά ποιήματα με τόση “σκοτεινότητα” που είναι ακαταλαβίστικα (σχεδόν όλα κατά μεγάλο μέρος, μετά το Μυθιστόρημα) και πολλά δοκίμια (και ανταλλαγές με τον Τσάτσο) για να υπερασπιστεί και να προωθήσει αυτό το είδος γραφής.
Η θεωρητική αφετηρία βρίσκεται στους Γάλλους στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ο Βερλέν πχ. έγραψε ποιητικά – “Αυτό προτιμά ο Εκλεκτός/ πιο ασαφές και πιο διαλυτό στον αέρα/…/… να μη διαλέγεις τις λέξεις σου/ χωρίς κάποια ανακρίβεια”. Και ο Μαλαρμέ πεζά: “Θα πρέπει να υπάρχει μόνο ψευδαίσθηση, η ενατένιση των αντικειμένων, η φευγαλέα εικόνα των ονειροπολήσεων που αυτά προκαλούν… η τέλεια χρήση του μυστηρίου που συνιστά το σύμβολο… Πρέπει να υπάρχει πάντα αίνιγμα στην ποίηση”. Ένας λογικός κριτικός της εποχής, ο René Doumic την αποκάλεσε “Θεωρία της στρυφνότητας”.
Αυτή η θεωρία βρήκε καλό συνεχιστή στον Έλιοτ ο οποίος τη διατύπωσε με σαφήνεια δίνοντας κι εξηγήσεις για την αναγκαιότητά της.
“Mπορούμε να πούμε πως… οι ποιητές στον πολιτισμό μας … σήμερα πρέπει να είναι δύσκολοι. Ο πολιτισμός μας έχει μέσα του μεγάλη ποικιλία και περιπλοκή και αυτές οι δύο… επενεργώντας σε μια εκλεπτυσμένη ευαισθησία, θα πρέπει να παράγουν ποικίλα και περίπλοκα αποτελέσματα. Ο ποιητής θα πρέπει να γίνει όλο και περισσότερο υπαινικτικός κι έμμεσος, ώστε να υποτάξει και, αν είναι ανάγκη, να εξαρθρώσει, τη γλώσσα στα νοήματά του”.
2. Αυτά που γράφει ο Έλιοτ είναι σαχλαμάρες. Δεν συμβουλεύει να γράφουν οι επίδοξοι ποιητές ασυναρτησίες και βλακείες, αλλά μερικά από όσα γράφει δεν ευσταθούν και άλλα επαναλαμβάνουν γνωστότατα πράγματα.
Είναι αλήθεια πως η ποίηση, σε αντίθεση με την πρόζα, είναι (πιο) υπαινικτική και η καλή ποίηση έντονα, πυκνά υπαινικτική. Αυτό ήταν γνωστό και σε πανάρχαιους χρόνους από τα πρώτα σωζόμενα ποιήματα στη Μεσοποταμία, Αίγυπτο, Ινδία και Κίνα.
Αλλά η σπουδαία ποίηση, που δεν διασώζεται για ιστορικούς, φιλολογικούς λόγους μα επειδή προσφέρει και όραμα και συγκίνηση και μεγάλη γλωσσική δεξιοτεχνία, δεν έχει σκοτεινότητα ή στρυφνότητα και δεν “εξαρθρώνει τη γλώσσα”.
Αναμφίβολα η κουλτούρα, ο τρόπος ζωής μας, από το 1900 τουλάχιστον και δώθε, έχει μεγάλη ποικιλία και περιπλοκή, αλλά και μεγάλη αντινομία. Έχουν εφευρεθεί αυτοκίνητα, τηλέφωνα, ηλεκτρικές σκούπες κι άλλες συσκευές και όλα εξοικονομούν χρόνο, υποτίθεται. Εντούτοις οι άνθρωποι παραπονιούνται πως δεν έχουν χρόνο εύκαιρο.
Αναμφίβολα “οι εκλεπτυσμένες ευαισθησίες” παράγουν ποικίλα και περίπλοκα αποτελέσματα μα τα περισσότερα είναι νευρώσεις και ψυχασθένειες.
Στο προηγούμενο άρθρο 84. Ποίηση: Αυθεντίες Α’ υπέδειξα πως μεγάλη ποικιλία και περιπλοκή υπήρξε και στην αρχαία Αλεξάνδρεια, στην Κωνσταντινούπολη, στην Κόρντοβα και σε άλλα κέντρα πολιτισμού, αλλά ποτέ δεν ξεφύτρωσε δύσκολη, στρυφνή ποίηση. Πάντα υπήρχε διαύγεια και νοηματική αλληλουχία. Η υπερβολή στη μυθολογική και δημοτική ποίηση είναι άλλο θέμα: είναι πλήρως αποδεκτή με τη δική της λογική και δικά της κριτήρια που δεν ισχύουν στην εποχή μας.
3. Εδώ τώρα θέλω να τονίσω πως κάτω ή πίσω από την ποικιλία και την περιπλοκή, όπου στέκεται ο Έλιοτ και τόσες άλλες “αυθεντίες”, υπάρχει όπως όλοι γνωρίζουμε μια εκπληκτική απλότητα. Και αυτή μπορεί κάλλιστα να μεταδοθεί ακόμα και στη λεγόμενη “δραματική” ποίηση:
Φίλε, σε τούτη τη γνώριμη μας άκρη του άγνωστου
σ’ ετούτο το σανίδι της Οδύσσειας
κάτω από θόλους του ουράνιου τόξου
από ακρογυάλι σ’ ακρογυάλι Κίρκης και Ναυσικάς
παίζοντας έτσι στη σκακιέρα της ζωής
λεύτερα, όπως θα νόμιζε κανείς – αλλά με νόμους –
οπλίζεσαι βαθμιαία με τραγικά αισθήματα
θώρακα του έρωτα και κράνος περηφάνειας
και με πατίνια πανικού ξεχύνεσαι στους δρόμους…
Ο στιχουργός εδώ σαφώς μιλά για τη ζωή σε εικόνες που είναι καθαρές. Η γνώριμη άκρη του αγνώστου είναι μια παραδοξολογία για τη ζωή στον κόσμο μας, γνώριμη μετά από λίγα έστω χρόνια μα άγνωστη αφού δεν ξέρουμε από πού και γιατί ερχόμαστε και τι κάνουμε και πώς λειτουργεί αληθινά. Είναι μια περιπέτεια σαν την Οδύσσεια, δηλ επιστροφή στον τόπο προέλευσής μας, επικίνδυνη πάνω σε καράβι, ή σχεδία (το “σανίδι”) που αντιπροσωπεύει την πρόχειρη προφύλαξη με τη σχετική ασφάλεια του σπιτιού και της οικογένειας και της δουλειάς σε δύσκολες συνθήκες, οικονομικές και κοινωνικές, όπως η φουρτουνιασμένη θάλασσα και ο εχθρικός Ποσειδώνας στην Οδύσσεια. Μα συγχρόνως ταξιδεύουμε στη ζωή και με καλοκαιρία κάτω από τα χρώματα του ουράνιου τόξου και περνάμε από συνθήκες αντίξοες όπου χάνουμε ολότελα τον εαυτό μας, όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα στο νησί της Κίρκης, αλλά και σε συνθήκες ευνοϊκές όπως στο νησί της Ναυσικάς των Φαιάκων όπου μας δίνεται βοήθεια. Όλο αυτό, η περιπέτεια της ζωής μοιάζει και με παιχνίδι σκακιού όπου συνεχώς χάνουμε ή κερδίζουμε με δική μας πρωτοβουλία και δεξιότητα και μια αίσθηση ελευθερίας, μα πάντα σύμφωνα με τους νόμους του παιχνιδιού. Κι έτσι εκπαιδευόμαστε βαθμιαία και συχνά νιώθουμε τη ζωή ως τραγωδία ή νομίζουμε πως ο έρωτας και η περηφάνια μας θωρακίζουν. Μα σε δυσκολίες ξαφνικές μας πιάνει πανικός (=άγχος, ανασφάλεια).
4. Το απόσπασμα δίνει μια όχι και πολύ κολακευτική εικόνα του σύγχρονου ανθρώπου: άστατος και αλλοπρόσαλλος είναι σε μια τραγική πορεία. Όμως παρά την αστάθεια και την απαισιοδοξία το ουράνιο τόξο, η Ναυσικά και οι νόμοι υπαινίσσονται πολύ λεπτά κάποια ελπίδα, φως, χαρά και σίγουρο αίσιο τέλος.
Σε εννέα γραμμές, που είναι μάλλον δραματικές παρά λυρικές, έχουμε διαδοχικές εικόνες που στηρίζονται στην Οδύσσεια, όλες καθαρές κι ευνόητες. Πουθενά δεν υπάρχει ασυναρτησία, εξάρθρωση της γλώσσας ή σκοτεινότητα και κλειστά προσωπικά σύμβολα. Όλες οι εικόνες είναι μεταφορές και όλες έχουν Αντικειμενική Αντιστοιχία.
Σε τι μειονεκτούν από τα σκοτεινά σκαριφήματα του Σεφέρη, τα σουρεαλιστικά κολάζ του Ελύτη και τους ψυχοπλακωτικούς αυτόαναφορισμούς των πλείστων στελεχών του ποιητικού κύκλου;
Δεν χρειάζεται οι ποιητές όλοι να γράφουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και για το ίδιο θέμα. Μα πρέπει να γράφουν με σαφήνεια, νοηματική αλληλουχία και τα σχήματα λόγου πρέπει να έχουν Αντικειμενική Αντιστοιχία. Αλλιώς δεν έχουμε ούτε καν κακή ποίηση.