Π81: Νέοι Στιχοπαραγωγοί (1): «Ομάδα από Ποίηση»

Π81: Νέοι Στιχοπαραγωγοί (1): «Ομάδα από Ποίηση»

- in Ποίηση
0

1. Ένα σύνολο 70 κειμένων που καταλαμβάνουν 85 τυπωμένες σελίδες: Ομάδα από Ποίηση τιτλοφορείται και δημοσιεύεται από Εκδόσεις Γαβριηλήδης, Αθήνα 2010. Επτά στιχοπαραγωγοί: 6 κοπέλες γύρω στα 30 – 35 κι ένας άντρας μεγαλύτερος. Τα 70 αποτελούν μια επιλογή δέκα κειμένων από την καθεμιά και τον άντρα.

Όλα είναι αραδιασμένα σε κομμένες γραμμές (ένα είναι πεζόμορφο) με άδειους χώρους πριν και μετά κι ανάμεσα στις γραμμές ώστε να μοιάζουν με ποιήματα. Τα διάβασα όλα – και τα σύντομα βιογραφικά των παραγωγών που δεν λένε πολλά.

Μέτρησα οκτώ (8) γραμμές που εκδηλώνουν κάποια ποιητική αίσθηση και πάνω από 50 που επιχειρούν να είναι ποίηση μα δεν τα καταφέρνουν. Οι υπόλοιπες είναι αδιάφορη, ανιαρή ή κάκιστη γραφή.

2. Πρώτα οι καλοί στίχοι. Μα εδώ διαπιστώνω πως η καλή ποιότητα δεν συντηρείται μετά και ακολουθεί ασυναρτησία ή σύγχυση.

(α) Όλη μέρα βράδιαζε/…

από το “Εδιμβούργο” της Λένας Καλλέργη. Όντως. Μπορεί να υπήρχε βαριά συννεφιά ή να περιμένει κάποιο συνταρακτικό γεγονός το βράδυ έτσι που η μέρα να είχε γίνει μια προσμονή, να έμοιαζε μια ατέλειωτη πορεία προς το βράδυ. Μετά όμως συνεχίζει:

“Δεν ήμουν εγώ μέσα στο τρένο που ήρθε να σε συναντήσει/ Δεν ήσουν εσύ μέσα στα μαύρα ρούχα/ Που περίμεναν το τρένο στο σταθμό/…”

Η γράφουσα πηγαίνει με το τρένο να βρει το άλλο πρόσωπο που ήρθε και περίμενε να τη “συναντήσει”… Αν δεν ήμουν εγώ και δεν ήσουν εσύ (ποιο εγώ ή εσύ), τι ή ποιοι ήμασταν;…

(β) Η δασκάλα υπέργηρη καχεκτική

Χτυπούσε με τα κόκαλά της/ το πιάνο.

Η Ιουλία Λειβαδίτη τονίζει το “καχεκτική” γράφοντας πως η δασκάλα “χτυπούσε με τα κόκαλά της/ το πιάνο”, δηλαδή με τα άσαρκα δέκα δάχτυλά της τα πλήκτρα – στο “Μάθημα Μπαλέτου”. Δυστυχώς, τίποτε άλλο.

Η Πέννυ Μηλιά στο “Νησί του Πάσχα” γράφει για

(γ) Μάτια που ανοίγουν στο χθες

και διεγείρει κάποιο ενδιαφέρον, για να το πνίξει προσθέτοντας αμέσως “Πλάστιγγες της μνήμης”. Ξεχνά πως τα “μάτια” που εξετάζουν το χθες δεν είναι τα σωματικά μας μάτια μα μια μεταφορά μόνο. Έτσι αναπτύσσει τη μεταφορά σαν να είναι πραγματικότητα και δίνει άλλη μια μεταφορά “πλάστιγγες”: τα δυο μάτια μοιάζουν με τους δίσκους μια ζυγαριάς και ζυγίζουν τώρα τις αναμνήσεις. Σύγχυση. Γράφει επίσης στο “Χρυσόμυγα” πως

(δ) Τα κρεβάτια αιχμαλωτίζουν το σώμα/…

Μια καλή μεταφορά που χάνεται στην επόμενη γραμμή “Αιώνια θα ξαπλώνω” –  μια πεζότατη υπερβολή για κάτι που ξέρει και ξέρουμε πως δεν γίνεται ούτε πραγματικά ούτε μεταφορικά.

Η Αγγελική Μητσολίδου δείχνει να έχει δυνατότητες. Στο “Πρόσχημα Γυναίκας” δίνει μια ωραία παρομοίωση –

(ε) Όταν η σκόνη έχει συσσωρευτεί στο πάτωμα

όπως οι εκκρεμότητες στο δεύτερο συρτάρι…

αλλά μετά βυθίζεται σε θολές αοριστίες: να ανανεώσουμε κάποιο (ακαθόριστο) ραντεβού για “να ψηλαφήσουμε τη μόνη αιτία/ που μας γέννησε μας θρέφει και μας ζει”;!;!… Έχει όμως μια ακόμα έκλαμψη στο “Φωτόσφαιρα” που θα μπορούσε να γίνει ποίημα:

(ζ) Προβάρω το τελευταίο μου φουστάνι/ Φτιαγμένο

από φτερά, λευκό μετάξι κι αιώνια προσδοκία/…

Η τελευταία φράση αφυπνίζει τον νου κι ας μην εξηγείται τι είναι η “προσδοκία”. Το “τελευταίο” μπορεί να είναι τελευταίο μετά από λιγοστά ή το απόλυτα τελευταίο. Τα “φτερά” μπορεί να είναι αληθινά, υλικά φτερά ή μεταφυσικά/μεταφορικά (χαρά που θα υλοποιηθεί ίσως η προσδοκία με το φόρεμα). Δυστυχώς η εντύπωση χαλά καθώς η επόμενη γραμμή, αντί να εξηγήσει ή να αναπτύξει τα υπονοούμενα στο δίστιχο, συνεχίζει πολύ βαρετά με “Κεντημένο στο χέρι με αγωνία, δάκρυα και πόθους” κι έτσι πνίγει την αρχική συγκίνηση.

3. Η επιθυμία να παράγουν “ποίηση”, και να έχουν γρήγορα τις σχετικές δάφνες δημοσιεύοντάς την, σακατεύει τις προσπάθειες των νέων (και παλαιών) να γράψουν όμορφους στίχους, αληθινή ποίηση. Παίζει ρόλο και η άγνοια καθώς, με την εξάπλωση της πλάνης της “σκοτεινότητας” και της αντίληψης πως ο,τιδήποτε περνά, δεν γνωρίζουν τι είναι (καλή) ποίηση. Έτσι δεν μπορούν να αναπτύξουν και να διατηρήσουν την ποιότητα που από καλή τύχη πετυχαίνουν σε μια γραμμή – όπως καταδείχνω σε όλα τα παραδείγματα.

4. Και τώρα οι άσχημες, κακόγουστες γραμμές που κατακλύζουν τις σελίδες. Αρχίζω με το “Χρυσόμυγα” της Μηλιά παίρνοντας τη συνέχεια της αιώνιας ξάπλας:-

(α) Η τηλεόραση επιπλέει/ Δίχως να γεννά/ Καμία ανάγκη για αγάπη. 

Το “επιπλέει” σαφώς είναι ανυπόστατο και το υπόλοιπο ασυνάρτητο. Ας εξετάσουμε κι άλλο κομμάτι, την αρχή του “Βασίλισσα” της ίδιας:

(β) Δεν έφυγε η θλίψη/ Η θλίψη είναι Βασίλισσα! Λιοντάρια στους 

κροτάφους μου,/ ακουμπά τα δυο της πόδια./ Η λόγχη της στα 

δυο μου μάτια ανάμεσα. 

Δεν μπορεί να συνδεθεί η θλίψη με “λιοντάρια” που είναι “τα δυο της πόδια” (!) και μετά να χώνεται μια “λόγχη” ανάμεσα στα μάτια. Μεγάλη σύγχυση. Αλλά και στο “Νησί του Πάσχα” η ίδια ανακαλύπτει – Θεός φυλάξει –

(γ) Σκυροδεμένες παπαρούνες/ Στην αιχμή του μεσημεριού.

Η Α. Αθανασιάδου στο “Νοικοκυριό” μας λέει:

(δ) Ψίχουλα στο πάτωμα, τα βρίσκω στο πάτημα/ Δάσος πυκνό…

Προφανώς, δεν μπορεί να καταλάβει πως τα ψίχουλα δεν μπορούν να είναι “δάσος πυκνό” και μάλιστα μέσα στην κουζίνα του σπιτιού της. Μετά, στο “Thοmas Stearns Elliot” –

(ε) όποια έμεινε στο σαλόνι της/… τις λέξεις με φουρκέτες να στερεώνει…

Και μιμείται των Έλιοτ στα Τέσσερα Κουαρτέτα όχι δίχως έπαρση με

(ζ) σας λέω στην αρχή είν’ το τέλος/ σας λέω θα υπάρξει χρόνος/…/

η έρημος πασχαλιές μυρίζει/ σαν την Τζοκόντα  μας χαμογελά η μούμια…

Δεν μπορείς να πεις πολλά εδώ. Διότι αν κανείς δεν έχει διαβάσει τον Έλιοτ δεν καταλαβαίνει τίποτα κι αν τον έχει διαβάσει καταλαβαίνει πως η Αθανασιάδου μάλλον δεν πολυκαταλαβαίνει.

Η Αγγέλα Γαβρίλη νιώθει πώς στο “Παρίσι μέσα στο κεφάλι μου” η πόλη είναι

(η) μια μεγάλη φωτεινή σφαίρα/ που επιπλέει σε ένα σκοτεινό βάλτο./

Το φως τραβάει τα έντομα και τα ψάρια…

Κι αυτή παρασύρεται από τη μεταφορά και τη σκοτεινιά του βάλτου στο μυαλό της και μας φέρνει τα έντομα και τα ψάρια. Παρακάτω νιώθει πως στο Λούβρο

(θ) Η Μόνα Λίζα χαμογελάει στους πελάτες της/ και εκδίδεται στα

πλήθη των θαυμαστών/ ως η Πόρνη η Μεγάλη της Βαβυλώνας. 

Δεν νομίζω πως χρειάζεται δικό μου σχόλιο για την ανεπάρκεια και χυδαιότητα εδώ.

Η Καλέργη ( στο § 2,α) στο “Άγνοια Κινδύνου” έχει την προσωποποίηση-

(ι)Νύχτα μυώδης κι αδιαπέραστη μ’ ένα σπασμό συνέχεια στην κοιλιά – 

που είναι δύσπεπτη. 

Η σύγχυση εδώ είναι προφανέστατη· μόνο το κυριολεκτικό και πεζό «αδιαπέραστη» έχει κάποια θέση εδώ.Μετά στο “Σχεδόν Σονέτο” γράφει –

(κ) Η αγάπη μου έχει χέρια από γυαλόχαρτο/ και σβέρκο παλαιστή…

Με ποια άποψη της προσωποποιημένης αγάπης αντιστοιχούν τα “χέρια από γυαλόχαρτο” και με ποια , κυρίως, το “σβέρκο παλαιστή”;… Καυγάδες μάλλον αντί αγάπη.

Ο Μ. Κοντογιώργης στο “Δεν υποκύπτουν” πολύ ορθά γράφει:

(λ) Νόημα δεν υπάρχει/ το αυτονόητο έγινε ζητούμενο/

το μέτρο χάθηκε./ Λόγος κενός σχεδόν κυνικός. 

Απτόητος όμως γράφει στο “Περιμένοντας το τραμ…” –

(μ) Τσεκούρι καλοακονισμένο η αγκαλιά σου/…/

Τις νύχτες δάκρυα νυστέρια τον σφάζουν.

Σε κανονικές συνθήκες μέτρου και νοήματος, δύσκολο να συσχετισθεί η αγκαλιά με τσεκούρι (έστω “καλοακονισμένο”) και τα δάκρυα με νυστέρια!

Η Λειβαδίτη (στο 2,β) επίσης έχει επίγνωση της θλιβερής κατάστασης και γράφει για

(ν) ξέφτια περίφημων ποιημάτων/ σαλιωμένα χαλίκια/

από το στόμα βαριεστημένου σοφιστή. 

Νομίζω πως αυτή την κατάσταση μας δίνει στο τέλος του Encadenadοs:

(ξ) το αιωνίως δοξαζόμενο τότε/ γίνεται/

το αιωνίως αυτοεκλπηρούμενο/ πάντα. 

Σοφιστικά χαλίκια βαριεστιμάρας.

Η Μητσολίδου (§2,ε,ζ) στο “Πρόσχημα Γυναίκας” μιλάει για

(ο) θαλασσοπούλια της ανάγκης/ και στης πείνας τους την

ανελέητη κραυγή/ μπαίνω στο μπάνιο και μεταμορφώνομαι.

Δεν εξηγεί ποια είναι αυτά τα θαλασσοπούλια μα παρασύρεται από τη μεταφορά και δεν εξηγεί ούτε την ανάγκη. Μετά, στο “Φωτόσφαιρα”:

(π) Δραπετεύω απ’ το ολόχρυσο κλουβί των επιθυμιών

Κάποιος κλειδώνει το σιδερένιο πορτάκι πίσω μου –

Αφού όλες οι επιθυμίες δεν ικανοποιούνται και πολλές είναι βασανιστικά επίμονες, το κλουβί δεν μπορεί να είναι ολόχρυσο. Μετά, το “πορτάκι πίσω μου” γίνεται “σιδερένιο”!

5. Εδώ κανονικά θα πρέπει να επαναλάβω αυτά που έγραψα πιο πάνω στο §3. Πρέπει να παραμερίζεται η ανυπομονησία, η άγνοια και η ματαιοδοξία που είναι το κύριο κίνητρο.

Χρειάζεται ταπεινότητα για να κάνεις επανάληψη, περίσκεψη, διορθώσεις πολλές και να αναφέρεσαι στην Αντικειμενική Αντιστοιχία. Δεν μπορείς να βλέπεις σκυροδεμένες παπαρούνες, να στερεώνεις λέξεις με φουρκέτες, να γράφεις για τηλεοράσεις που επιπλέουν, για αγάπη με σβέρκο παλαιστή, αγκαλιές τσεκούρια, δάκρυα νυστέρια, μυώδεις νύχτες, θαλασσοπούλια της ανάγκης και παρόμοιες ανυπόστατες εικόνες που είναι τερατογενέσεις.

Στη δική μας πραγματικότητα, όπως έχω ξαναγράψει, οι λαγοί δεν έχουν κέρατα και οι ελέφαντες δεν πετούν.

Γιατί πρέπει να γίνει ποιητής κάποιος;

Αν δεν μπορείτε να γράψετε ένα ορθό σχήμα λόγου με ΑΑ, αν δεν μπορείτε να αποφύγετε πεζόμορφες διατυπώσεις εξυπνακισμού ή σοφιστείας, τότε δεν έχετε ταλέντο για ποίηση. Μη χαραμίζετε τον χρόνο σας σκορπώντας τις σκυροδεμένες σκοτεινιές σας που δεν ικανοποιούν κανένα.

Βρέστε άλλο χόμπι, άλλο χαβά.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *