1. Ο πολυγραφότατος Βλαβιανός είναι σημαντικό πρόσωπο στον ποιητικό κύκλο της χώρας μας. Έχει κάνει αξιόλογες σπουδές στη Βρετανία (Bristol και Oxford), διεύθυνε το περιοδικό Ποίηση και τώρα την επιθεώρηση Ποιητική, κι έκανε μεταφράσεις αγγλόφωνων ποιητών. Ο καθηγητής Ε. Γαραντούδης τον τοποθετεί στη γενιά του 1980, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό (Ανθολογία …1998, Αθήνα, εκδ. Νεφέλη).
Προσπάθησα έντονα και ειλικρινά να βρω κάτι πραγματικά ποιητικό (με Αντικειμενική Αντιστοιχία) που θα αντέξει την αργή μα αναπόφευκτη επίθεση του χρόνου. Παραθέτω τα λίγα αξιοπρόσεκτα μα καταδικασμένα στοιχεία.
Στο 6ο τμήμα του “Θρίαμβος του τέλους” (Νοσταλγία των ουρανών, 1992) προσπαθεί, λέει, να ερμηνεύσει “του ρόδου τη διχασμένη όψη” (κάτι που μου είναι άγνωστο, εκτός αν εννοεί και τα αγκάθια που όμως ανήκουν στην τριανταφυλλιά όχι στο ρόδο) και να δώσει “σχήμα στο αμήχανο αυτό πρόσωπο” (το οποίο ήδη έχει σχήμα, έστω κι αμήχανο) που, όμως, είναι καταδικασμένο να βλέπει την εικόνα του “στο κάτοπτρο του θανάτου” (πάλι κάτι άγνωστο, εκτός κι αν εννοεί πως σκέφτεται τον εαυτό του σε σχέση με τον θάνατο).
Μετά υπάρχουν γραμμές σαν αφορισμοί: «Ο θάνατος κινείται κυκλικά… Το ποίημα είναι φέρετρο ανοιχτό… Η ποίηση είναι το μαρτύριο του στεγνού ματιού…» (Αυτά δυστυχώς δεν έχουν καμιά εξήγηση στα συμφραζόμενα τους και πρέπει να τα δεχθούμε αβασάνιστα, κάτι που ο δικός μου νους αρνείται.)
Υπάρχουν απόπειρες για “ποίηση” επίσης: “Το μαύρο της νύχτας/ανίσχυρο στη λευκότητα που σε διαγράφει” (όπου αναμφίβολα ο ΧΒ γνωρίζει πως το “διαγράφει” σημαίνει και ‘σχηματίζει, καθορίζει’ μα και ‘εξαλείφει’ αλλά δυστυχώς δεν διευκρινίζει πώς ακριβώς είναι “ανίσχυρο” το νυχτερινό μαύρο). Στο ίδιο κείμενο, “Οι Κυριακές του έρωτα” (ίδια συλλογή) ονειρεύεται μια ζωή με στεναγμούς που “υπερβαίνουν τη μελωδία της αποσύνθεσης της/ ένα μυστήριο/ που μετατρέπει τη συμπαιγνία του χρόνου σε ερωτική/ σχοινοβασία”. (Τώρα η αποσύνθεση μπορεί να παράγει κάποια μελωδία καθώς πράγματα σαπίζουν ή διαλύονται στον χρόνο, αν και αυτό γίνεται μάλλον αργά και μάλλον σιωπηλά, αλλά υπάρχει και λογοπαίγνιο αφού ‘σύνθεση’ είναι μουσικός όρος και με αυτήν παράγεται “μελωδία” ενώ ‘αποσύνθεση’ είναι ο αντίθετό της. Αλλά αυτό που ταράζει τον νου έντονα είναι η “ερωτική σχοινοβασία”…) Αυτά όλα είναι, ας πούμε, πρώιμοι καρποί;
2. Είναι και οι μεταγενέστερες γραμμές (από το De Imagine Mundi, στη συλλογή Adieu, 1996) όπου αναρωτιέται ο ΧΒ:-
Ποια δύναμη θ’ αναχαιτίσει τον καλπασμό/ του παραμορφωμένου
ονείρου που χάνεται στον ορίζοντα/ ποια θέληση θα ερμηνεύσει
αυτή την αποφασιστική/ χειρονομία/ που τίποτα δεν ερμηνεύει;
Ξεκινά η εικόνα με “καλπασμό” (ωραία!), γίνεται παραμορφωμένο όνειρο (σάμπως και υπάρχουν όνειρα χωρίς παραμόρφωση) και “χάνεται στον ορίζοντα” (ενώ ο μόνος “ορίζοντας” για το τέλος ονείρου είναι το ξύπνημα). Οι τρεις τελευταίες γραμμές επιχειρούν – πάλι – να συντάξουν μια παραδοξολογία, μόνο που δεν είναι η “θέληση” που ερμηνεύει αλλά η διάνοια ενώ η θέληση κάνει την “αποφασιστική χειρονομία” που όμως “τίποτα δεν ερμηνεύει”(!;!;).
Υπάρχουν και απόπειρες για εντυπωσιακές, πρωτότυπες (;) μεταφορές από την ίδια συλλογή του 1996, όπως:
…ένα φτιασιδωμένο μποβαρικό παρελθόν/ (μακιγιάζ ραγισμένο)
κάτω από ωμό φως/ που χάνεται στο θάμβος ζωής απατηλής.
Αφήνω το “μποβαρικό” που για τον πολύ κόσμο δεν σημαίνει τίποτα (αφού η Κυρία Μποβαρί δεν πολυδιαβάζεται πια). Πώς φτιασιδώνεται το παρελθόν;… Ναι, στο μακιγιάζ, συχνά ραγίζεται το μαύρο της μασκάρα, η πούδρα στα μάγουλα, το κραγιόν στα χείλια, αλλά το “ωμό” φως τι είναι;… υπάρχει δηλαδή και ‘ψημένο’ φως;… Τι είναι το “θάμβος ζωής απατηλής’ όπου χάνεται το παρελθόν;…” Υποθέτω πως θέλει να μας πει πως η εν λόγω κυρία ξεχνά το παρελθόν της (όχι και τόσο αξιόλογο αφου είναι φτιασιδωμένο) στο παρόν μιας ζωής που είναι γεμάτη πλανερές εμπειρίες. Μα αξίζει τον κόπο – αυτή όλη η προσπάθεια;
Αλλού συναντάμε “έπαρση των δακρύων”, “μια λευκότητα ανυστερόβουλης σιωπής” (που βρίσκει τη “λευκότητα”;), τον “αναστεναγμό του τώρα”. Αν εξαιρέσω τον αναστεναγμό του τώρα, όλα τα άλλα είναι προσπάθειες που καταλήγουν σε σύγχυση.
3. Ειλικρινά λέω πάλι πως δεν καταλαβαίνω γιατί τόσοι άνθρωποι θέλουν να θεωρούνται “ποιητές” και γράφουν αυτά που γράφουν που είναι τόσο ασήμαντα έξω από τον στενότατο ποιητικό κύκλο – δηλαδή άλλους επίδοξους ποιητές και κριτικούς που η ενασχόλησή τους είναι το βιοποριστικό επάγγελμά τους.
Το 5ο τμήμα στο πρώιμο “Ο θρίαμβος του τέλους” αρχίζει –
Είναι εύκολο να επιστρέφεις/ν’ αναχωρείς/ να επιστρέφεις/ ν’ αναχωρείς
και πάλι./ Είναι αργά ωστόσο να χειραφετηθείς/ απ’ την ψευδαίσθηση της ομολογίας.
Τώρα, τι το “ποιητικό” έχουν αυτές οι γραμμές;… Τίποτα: είναι πρόζα κομματιασμένη- και μάλιστα όχι ενδιαφέρουσα. Μετά από τις τέσσερεις γραμμές ο νους μου αρνείται να εξετάσει την “ψευδαίσθηση της ομολογίας” – αν δηλαδή σημαίνει τίποτα. Και το τμήμα τελειώνει-
Δεν υπάρχεις πια./ Είμαι νεκρή./θέλω να πεθάνω.
Τι χρειάζεται όλη αυτή η προσποίηση με τις ασυνάρτητες και ασύνδετες γραμμές;
Κοιτώ αυτά τα αποσπάσματα γιατί το μοτίβο επαναλαμβάνεται σε ωριμότερο κείμενο του 1996 “Το πρόσωπό μας”:
Έτσι συμβαίνει πάντοτε:/ζούμε ανάμεσα σε δυο στιγμές/που η
οικειότητά τους καταδικάζει/ κάθε προσπάθεια να προσδιοριστεί αυτή
η αίσθηση/ που είναι ακόμη πολύ έντονη/ για να τη θάψουμε σ’ ένα
πρόσφατο παρελθόν/ και πολύ αχνή/ για να την ανασύρουμε από ένα
κοντινό μέλλον./
Αυτά όλα είναι παντελώς ανυπόστατα. Ζούμε κάθε στιγμή. Ανάμεσα σε δυο στιγμές είναι άλλη στιγμή και η αίσθηση ρέει, παρότι κάποτε λόγω αδυναμίας προσοχής ή θύμησης μοιάζει να διακόπτεται ή να κάνει άλμα. Ούτε θάβουμε, ούτε ανασύρουμε, ούτε κάνουμε προσπάθειες εμείς: αυτά γίνονται, κυλούν από μόνα τους. Το όλο κομμάτι ψευτίζει με δήθεν φιλοσοφική προσέγγιση. Και το κείμενο τελειώνει πάλι με τρεις γραμμές ασύνδετες.
«Το ανθοδοχείο είναι γεμάτο χρυσάνθεμα. Η φωτεινή αυτή χειρονομία
δεν έχει τέλος./ Ίσως ένας άγγελος να μοιάζει με όσα δεν έχουμε ξεχάσει.»
Οι τελευταίες γραμμές έχουν ενδιαφέρον όντας ενδεικτικές για τη σύγχυση στον νου του ΧΒ. Πώς μπορεί μια χειρονομία, όσο φωτεινή κι αν είναι, να μην έχει τέλος;… Και γιατί φέρνει άγγελο σε σύγκριση;… Ένας άγγελος είναι κάτι άγνωστο κι εμείς πάντα τον θεωρούμε κάτι καλό, επιθυμητό. Όσα δεν έχουμε ξεχάσει περιέχουν τόσα κακά όσα και καλά: δεν είναι δηλαδή αγγελικά. Το “ίσως” με την αμφιβολία του δεν σώζει την κατάσταση.
4. Όλα τα αποσπάσματα είναι από ανθολογημένα κείμενα, επιλεγμένα από τον καθηγητή Ε. Γαραντούδη στη δική του Ανθολογία… Με άλλα λόγια, είναι, όπως τονίζει ο Γαραντούδης, τα πιο αξιόλογα της μέχρι τότε ποιητικής συγγραφής του ΧΒ.
Βλέπω δυστυχώς μια απίστευτη σχεδόν ανικανότητα του ΧΒ να σχηματίσει μια ζωντανή μεταφορά, ή άλλο σχήμα λόγου. Η γραφή του γενικά, παρά τις φιλοσοφικές μελέτες του, φαίνεται αρκετά συγχυσμένη, ίσως επειδή καθοδηγείται από την επιθυμία να εμφανίσει “ποίηση” και μάλιστα σοβαρή και αξιόλογη.
Αν έγραφε λιγότερα και διαλογιζόταν περισσότερο, ίσως να έγραφε καλύτερα, διότι φαίνεται να έχει καλό έλεγχο της γλώσσας.
5. Συνέχισε να γράφει σε αφθονία και κατηγορήθηκε για λογοκλοπή μα δεν ξέρω αν αληθεύει αυτό. Πάντως η αφθονία δεν έφερε καμιά βελτίωση. Τα ώριμα γραπτά του όπως Σονέτα της Συμφοράς (2011) και Η Εύθραυστη Επικράτεια των Λέξεων (2013) χωρίς να παρουσιάζουν κάτι νέο ποιητικό χάνουν και την προσπάθεια για ποίηση της αρχικής ορμής.
«Το βλέμμα πάνω στη ζωή/ μετατρέπεται σε ιδεολογία που μας
απονεκρώνει/ γιατί η ζωή αυτή/ δεν υπάρχει πια.» (Σονέτα…)
Αυτές οι γραμμές είναι πρόζα κομμένη έτσι που να μοιάζει «ποίηση» και η φιλοσοφική δήθεν παραδοξολογία είναι ευτελέστατη.
Όμοια πρόζα μασκαρεμένη σε ποίηση απαντάται σχεδόν παντού. Δεν βρήκα καμιά απόπειρα για μια πραγματικα φρέσκια, ζωντανή εικόνα – μεταφορά, παρομοίωση, προσωποποίηση κλπ. Να λίγες γραμμές από το «Ο ποιητής του κολλεγίου» από την ενότητα Οxford Blues:
«Το ερώτημα έπαψε να υφίσταται / από τη στιγμή που κατέφθασε
ο Μάρτιν/ -ένα χωριατόπαιδο απ΄το Λάνκαστερ/ που μπορούσε να
στέκεται όρθιος στο μονόξυλο/ και με το κοντάρι στο χέρι/
ν’απαγγέλλει μπαλάντες του Καβαλκάντι στα Ιταλικά.»
Αν εξέταζα κι άλλες γραμμές από τα πολυάριθμα γραπτά του ΧΒ θα βλέπαμε την ίδια τεχνοτροπία και θα νιώθαμε την ίδια βαριεστημάρα. Ας έγραφε λιγότερα και διάβαζε Σολωμό και Σαιξπήρο περισσότερο.