1. Το 2012 οι Εκδόσεις Γαβριηλήδη δημοσίευσαν με την επιμέλεια του Γ. Μπλάνα τις γνώμες νέων “ποιητών’ (του 21ου αιώνα) για “ποιητές” που έζησαν κι έγραψαν στον 20ο αιώνα αλλά δεν είναι τόσο φημισμένοι, Ασλάνογλου, Βακαλό, Καρούζος, Σαχτούρης κλπ. Ποιητές στη Σκιά είναι ο τίτλος κι έχω γράψει για τους πιο πολλούς (Ασλάνογλου, Βακαλό, Καρούζος, Λειβαδίτης, Σαχτούρης, και για τον ίδιο τον Μπλάνα).
Ανάμεσα τους και η Μάτση Χατζηλαζάρου (1914-87). Η ΜΧ μου κίνησε το ενδιαφέρον πριν χρόνια όταν πρωτογνώρισα τα γραπτά της στο Δεν Άνθησαν Ματαίως της Φρ. Αμάτζογλου (Νεφέλη 1980), μια Ανθολογία και μελέτη του σουρεαλισμού (=Υπερρεαλισμού). Ήταν 3-4 κομμάτια από την πρώτη της συλλογή Μάης Ιούνης και Νοέμβρης 1944 Ίκαρος και την ύστερη Έρως Μελαχρινός 1979 Νεφέλη. Εκεί βρήκα τις γραμμές (-από την πρώτη συλλογή):
Το σιγανό κελάηδισμα της θάλασσας είναι η πτώση/ της βροχής στο
τελευταίο τεμπέλικο κύμα του ακρογιαλιού./ Τη μυρουδιά του ήλιου
τη χύνει το σφαγμένο πεπόνι./ Η ποίησή μας είναι η ζωή.
Το πρώτο δίστιχο στέκει ως μέτρια ποίηση: ναι, υπάρχει κάποια συγκινησιακή έκλαμψη, μόνο που η θάλασσα δεν κελαηδά και δεν βλέπω καμιά πραγματική ανάγκη να κοπεί η γραμμή στην “πτώση”. Και ο Σολωμός έγραψε για τα νερά πως “τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί και κάνουν σαν αηδόνια” αλλά δεν προσδιορίζει τον ήχο, δεν λέει “κελαηδούνε, τραγουδάνε σαν αηδόνια”. Και αυτή είναι η διαφορά του μεγάλου ποιητή και του ελάσσονος, που δεν θα βρει τον παλμό της ποίησης, αφού μια άποψη είναι ο υπαινιγμός και η περιεκτικότητα (Σολωμός), όχι προσδιορισμός που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα (ΜΧ).
Η τρίτη γραμμή με το “σφαγμένο” δείχνει προσπάθεια εντυπωσιασμού (πολύ προσφιλές το “σφάζω” στους στιχουργούς του 19ου μέχρι και τον Παλαμά). Η “σφαγή” υπονοεί μια βιαιότητα και βάρβαρη αφαίρεση ζωής, ενώ το κόψιμο του πεπονιού είναι καθόλα νόμιμο και μάλιστα επιβάλλεται στην πορεία της Φύσης. Όσο για την τελευταία γραμμή – αυτή εκφράζει τη γενικότερη φαντασίωση πως οι στιχοπαραγωγοί γράφουν “ποίηση” κι επιτελούν σπουδαίο έργο, που είναι “η ζωή”!
2. Τα γραπτά της ΜΧ, παρά τη σουρεαλιστική ασυναρτησία που κυριαρχεί, έχουν κάτι φρέσκο και αφυπνιστικό, όπως και της Πολυδούρη. Γράφουν και οι δύο αρκετά αυθόρμητα, “πηγαία” λένε οι του ποιητικού κύκλου, αλλά η Πολυδούρη μένει στις παραδοσιακές μορφές κι έτσι μειώνει την τάση για άτακτες προεκτάσεις ενώ η ελεύθερη στιχουργία της ΜΧ παρασέρνεται συχνότατα σε ασυνάφεια.
Σε μια της συνέντευξη εξήγησε πως εύκολα οι λέξεις παράγουνε σαχλότητα· “γι’ αυτό πρέπει να τις προσέχεις, να απορρίπτεις διαρκώς, πράγμα που δεν είναι εύκολο…. Ψάχνεις τις σωστές λέξεις: κι αυτό είναι ποίηση.” Αυτό δεν είναι από μόνο του ποίηση, αλλά οπωσδήποτε σημαντικό στοιχείο. Δυστυχώς η πρακτική της ΜΧ απέχει πολύ από τη θεωρητική της κατανόηση. Το είδαμε ήδη με το “σφαγμένο πεπόνι”!
Προσέξτε μια γραμμή την οποία ανθολογεί κι εκθειάζει ή Άννα Δρίβα (Ποιητές στη Σκιά, σ 173): “Θέλω ν’ ακούσω πάλι τα βλέφαρά μου να γέρνουνε/ μπρος σ’ ένα όραμα ξανθό” (“Αραπιά”). Δεν μπορείς ν’ ακούσεις “βλέφαρα να γέρνουν”. Αλλά ούτως ή άλλως εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι ο ήχος των βλεφάρων που γέρνουν, μα το γέρμα μπρος το “ξανθό όραμα” (άλλη πλαδαρότητα). Το όλο ψευτίζει.
3. Οι σχολιαστές του ποιητικού κύκλου γράφουν βέβαια τις αναμενόμενες ανοησίες. “Η ΜΧ είναι,» λέει, ο Μπλάνας, «ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού”. Από μια άποψη έχει δίκιο, διότι, στον βαθμό που εκκολαπτόμενοι στιχοπλόκοι θέλουν να της μοιάζουν, γράφουν πολύ χειρότερες αρλούμπες.
Η Α. Αθανασιάδου (δικηγόρος) λέει: “Η Μάτση γράφει ενέργεια έρωτα, ξόδεμα από τη φλέβα, δε φοβάται τα ρήματα… αναβλύζει λέξεις φυσικά, στροφές, φράσεις στίχου, επιτρέπει στη φόρμα να παίρνει τη μορφή που έχει η ίδια, οι λέξεις είναι Μάτση” (σ 170). Αυτά είναι σκέτη σαχλαμάρα διότι η τελευταία κρίση είναι παντελώς ανόητη, όσο κι αν πιάνουμε κάτι από την πρόθεση. Στην πραγματικότητα οι στίχοι της ΜΧ είναι συχνά πολύ επιτηδευμένοι και γι’ αυτό ψευτίζουν έντονα.
Το τελευταίο της προϊόν είναι “Αντίστροφη Αφιέρωση” (δίγλωσση έκδοση Το Δίχως Άλλο 1985, Κείμενα) με δήθεν προσήλωση στον Ανδρέα Εμπειρίκο με τον οποίο ήταν παντρεμένη 1938-43. (Είχε παντρευτεί ή συνδεθεί με αρκετούς άλλους, πριν και μετά τον Εμπειρίκο). Το περιγράφουν “σπαρακτικό” αλλά προσέξτε την επιτήδευση στο απόσπασμα:
“Εσένα σ’ έχω δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς/ εσένα σ’ έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ’ ωρίμασε η θάλασσα/ σ’έρωτεύω/ σε ζηλεύω/ σε γιασεμί/ σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο/ με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ/ με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι/ με κοιτάζεις πολύ προσεκτικά/ tu m’ abysses…”
Δεν μπορούν τέτοιες γραμμές ν’ αναβλύζουν. Η πρώτη γραμμή ήδη έχει όχι απλή σύνταξη, μετά το “βότσαλο” και “τ’ώριμο φρούτο” είναι θεληματική αντίθεση (όχι πηγαία ανάβλυση). Μετά η σύνταξη αλλάζει πάλι θεληματικά με το “σε” και την αλλαγή από αντικείμενο ρήματος σε πρόθεση “μέσα σε (γιασεμί)”. Μετά πάλι αλλάζει η σύνταξη στο “με” (και αρλούμπες) με τη στεγνή πρόζα της προτελευταίας γραμμής που θεληματικά πάλι ακολουθείται από γαλλική φράση!
Ολόκληρο το γραπτό είναι διανοητικό χωρίς ίχνος πραγματικού αισθήματος.
4. Την πηγαία γραφή την έχασε νωρίς καθώς (όπως τόσοι και τόσοι) έγινε “λογοτέχνης”, παρότι απέφευγε η ίδια να αυτοαποκαλείται «ποιήτρια». Δυστυχώς σκεφτόταν ή ένιωθε πως ήταν “ποιήτρια” και δημιουργούσε σημαντικό έργο. Έγραφε ήδη στη συλλογή Έρως Μελαχρινός προσποιητή συγκίνηση, όπως ανέφερα στο §1. Προσέξτε επίσης:
«Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;/ Ετούτα τα κλάματα ενός αιθέριου σούρουπου πώς να στερέψουνε;/θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών πού ’ναι ριγμένες/επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα./θα τους δώσω μες στην ποδιά μου ένα άσπρο τριαντάφυλλο/ κι ένα κόκκινο – ίσως το δούνε, ίσως το μυρίσουνε./…»
Η πρώτη γραμμή γνήσια. Η δεύτερη προκαλεί καχυποψία με το “αιθέριο σούρουπο” αλλά και με τα “κλάματα” που εγείρονται, υποθέτω, από τις λαχτάρες. Μα αμέσως μετά μας λέει πως είναι “θρηνωδίες” όχι από δικές της λαχτάρες, αλλά για “τις χαίτες κοριτσιών” και, φυσικά, δεν είναι για τις “χαίτες” (μοιάζουν με άλογα ή άλλα ζώα τα κορίτσια; Πάλι λάθος λέξη) μα για τα ίδια τα κορίτσια. Και απορώ μετά γιατί ο συμβατικός έρωτας (τι άλλα είδη υπάρχουν;) προκαλεί θρήνους; Αλλά η ανοησία κορυφώνεται με την προσφορά τριαντάφυλλων. Και ποια στην ευχή χρησιμότητα έχει τέτοια πράξη, αφού δεν είναι τα κορίτσια που θρηνούν μα η ίδια η ΜΧ;!;! Και όταν το μυρίσουν ή το δούνε – τότε τι; Δηλαδή θα πάψουν να είναι για κλάματα – τα κλάματα της ΜΧ;
5. Και όμως έχει το πηγαίο στοιχείο η ΜΧ και πού και πού γράφει έξοχους στίχους. Παίρνω πάλι από την Έρως Μελαχρινός τέσσερεις – και μοναδικές – γραμμές:
Πώς πέφτει το φύλλο της λεύκας, το φύλλο που μαγεύει
το φως; Έτσι θα πέσω μες στην αγκαλιά σου.
Πώς σβήνουν τα τραγούδια των κοριτσιών το σούρουπο;
Έτσι θε να σβήσω μες στην αγκαλιά σου.
Αμφιβάλλω αν τα κορίτσια τραγουδούσαν στο σούρουπο αλλά η ιδέα είναι ωραία. Στην πρώτη γραμμή το ρήμα “μαγεύει” χρησιμοποιείται υπέροχα: ένα φύλλο μπορεί όντως να μας μαγέψει όλους με την ομορφιά του, μα εδώ συγκεκριμενοποιείται ως προς το φως. Δεν μαγεύει μόνο το φύλλο καθώς στη φύση το φως εξάπαντος θα εισδύσει στο φύλλο, αλλά και το φως μαγεύει το φύλλο δίνοντας του ομορφιά.
Στο “Χαμόγελα” επίσης δίνεται μια εξαιρετική στροφή:
Μια ανεμώνη τινάχτηκε/ Μέσα στην αγκαλιά μου/ Πίσω απ’ τα
παραθυρόφυλλα γελάει μια ηλιαχτίδα/ Η θάλασσα αναμοχλεύει τ’
άσπρα της χαλικάκια/Όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.
Κι εδώ, δεν τινάζεται ποτέ η ανεμώνη, αλλά είναι εικόνα αποδεχτή. (Οι δύο άλλες στροφές δεν είναι καθόλου καλές.) Σε ολόκληρο το ποίημα δεν ξέρουμε σε ποιον/ποια απευθύνεται, μα ούτε κι αυτό μας πειράζει.
Κι εδώ ας αφήσουμε τη Μάτση Χατζηλαζάρου.
Είναι κρίμα που ο Λ. Πολίτης στη δική του πολύτομη Ανθολογία (εκδ. Γαλαξίας) δεν συμπεριέλαβε καμιά γυναίκα, στον τελευταίο τόμο της (τότε) σύγχρονης ποίησης, Αθήνα 1965-6. Και η Πολυδούρη και η Χατζηλαζάρου έγραψαν ποιήματα πολύ καλύτερα από τις σαχλαμάρες των Βάρναλη, Αθάνα, Ρίτσου κλπ.