1. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως όλοι αυτοί αξίζουν να εξεταστούν ως ποιητές, γιατί δεν παρουσιάζουν κάτι φρέσκο και ζωντανό. Μόνο γράφουν και γράφουν.
Ο Ρ. Φιλύρας (1889-1992) είναι στην πραγματικότητα ο Ι. Οικονομόπουλος. Δημοσίευσε συλλογές από το 1919 ως το 1939. Παίρνω μια στροφή από ένα τελευταίο του “Η Σελήνη” του 1936 όπου μπορούμε να δούμε τη φοβερή εγκεφαλική προσπάθεια για “ποίηση”:
Έκπαγλη, θεία, γλυκιά και καλή, φωτισμένη
σαν μετέωρο θέλγητρο, σαν μεγάλο μπαλόνι,
φάρε, κόσμημα και τιάρα γλυμένη
σ’ ένα πρότυπο λίθων, ερώτων ακόνι.
Είναι βέβαια ένα κίβδηλο κατασκεύασμα δίχως το παραμικρό γνήσιο αίσθημα εμπνευσμένο από τη Σελήνη. Το “μεγάλο μπαλόνι” προκαλεί γέλιο και η “τιάρα γλυμένη/ σ’ ένα πρότυπο λίθων” δείχνει σύγχυση και σαχλαμάρα. Σε άλλες στροφές βρίσκουμε “δέσμη φώτων[!], σφυρί [!]… κεκαυμένων ζωνών αφοσίωση ακμαία [!]… Αφρικάνων θρησκεία… κραιπάλη… Κλεοπάτρα, Ομφάλη”!!!
2. Ο Κ. Ουράνης (= Κ. Νεάρχου (1890-1953) γράφει κάπως καλύτερα-ειδικά στην πρώτη του συλλογή “Νοσταλγίες” (1920), μα κι αυτός αδυνατεί να συντηρήσει το αίσθημα, όπου αναδύεται στιγμιαία. Από το σονέτο VITA NUOVA (= Νέα Ζωή) μια στροφή:
Δε θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο,
που άνθισε κατάμονο μέσα σε πράο χειμώνα
σ’ ένα πεζούλι φτωχικό κι ηλιόφωτο, που να’ χει
ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα.
Εδώ αποδεχτή είναι η σκέψη (=ευχή) αλλά ο στιχουργός παρασύρεται από το ρόδο της παρομοίωσης κι αναπτύσσει τα δικά του στοιχεία (χειμώνας, πεζούλι, τοίχωμα, χώμα) αντί τον τρόπο ζωής. Με τι αντιστοιχούν αυτά τα στοιχεία της παρομοίωσης, με ποιες απόψεις της ζωής; Το μόνο που βγαίνει από αυτά όλα είναι μια επιθυμία για μια γλυκερή μοναξιά και ασφαλή, άνετη ζωή!
Άγγελε με τα βότανα και με τους μύριους τρόπους,
σε μαγικούς κι απάτητους να τριγυρνούμε τόπους,//
να ξεγελάμε μάγισσες, εμπόδια να νικάμε,
δράκους με γλώσσες πύρινες να κονταροχτυπάμε…
Αυτό είναι από τα τελευταία του γραπτά “Δέηση στον Παραστάτη άγγελο”. Αλλά μόνο δέηση δεν είναι. Η πρώτη γραμμή είναι ανεκτή αφού πολλές φορές νιώθουμε πως θαυματουργά για μας βότανα κι άλλα μέσα μας θεραπεύουν. Αλλά μετά βρισκόμαστε σε τόπους μαγείας που δεν έχουν καμιά αληθοφάνεια. Ο στιχουργός πιέζεται να βρει ενέργειες από την παιδική του ζωή που όμως δεν ηχούν πειστικές. Εγώ δεν πιστεύω καθόλου πως ο ίδιος πιστεύει σε αυτή τη δέηση και τον άγγελο, στις μάγισσες ή τους δράκους με πύρινες γλώσσες
.
3. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1893-1943) πρωτοδημοσίευσε μια επιλογή γραπτών του το 1939 (Αθ, Πυρσός) και το 1964 Τα Ποιήματα εκδομένα από τον Α. Δικταίο. Παίρνω από το “Εκ Βαθέων” την τελευταία στροφή:
Λυπήσουμε, Θε μου, στην απόγνωσή μου
λυπήσου τη φλόγα που μάταια σκορπώ,
λυπήσου με μες στην αγανάκτησή μου, ]
να ζω δίχως λόγο και δίχως σκοπό…
Εμένα μου φαίνεται πως ούτε στον Θεό πιστεύει ούτε ζητάει πράγματι οίκτο ή κάποια καθοδήγηση. Γιατί σκορπά μάταια τη φλόγα του και τι είναι αυτή; ‘Ίσως να εννοεί τη ζωτική ενέργεια γενικά. Μα τότε γιατί δεν ακολουθεί τις εντολές του Θεού για μια ενάρετη ζωή αντί να γκρινιάζει με απόγνωση και αγανάκτηση; Γιατί δεν βάζει έναν καθαρό σκοπό στη ζωή του; Γιατί να τον λυπηθεί ο Θεός και πώς θα εκφράσει τον οίκτο Του;… Βλέπετε δεν ζητά πράγματι καθοδήγηση και βοήθεια.
Και το επόμενο ψευτίζει απωθητικά – η τελευταία στροφή του “Πόθος”
O ΝΛ πρέπει να ήταν φοβερά διχασμένος. Είναι “βαρύ χινόπωρο γοερό» και απόψε η καρδιά του ποθεί να έρθει βοριάς και χαλάζι (του χειμώνα, υποθέτω):
Τότε γερτός κι εγώ ξανά μες στα μουγκά τα δειλινά
Θ’ αναπολώ γλυκά – ποιος ξέρει
και θα με σφάζει πιο πολύ, σαν ένα μακρινό βιολί,
το περασμένο καλοκαίρι…
Αφήνοντας την αντίφαση, προσέχουμε το “μουγκά” (ενώ φυσά βοριάς και πέφτει χαλάζι!) και μετά το απίστευτο “σφάζει” (κι ο Παλαμάς το χρησιμοποίησε). Η δε παρομοίωση του καλοκαιριού με “μακρινό βιολί” δείχνει μεγάλη ανοησία και ανικανότητα.
4. Ο Τ. Άγρας (=Ευ. Ιωάννου, 1899-1944) δημοσίευσε συλλογές ως το 1941, μετά βγήκε μια μεταθανάτια Τριαντάφυλλα μιανής Μέρας 1966. Ούτε κι αυτός πείθει για την ειλικρίνεια των αισθημάτων και των εμπειριών του, ή την ποιητική του. Από τα πρώτα του στη σειρά Σπουδές το δεύτερο τελειώνει με δυο δίστιχα:
Μες στην καρδιά μου έχω κλεισμένο/ έναν μεγάλο Εσταυρωμένο.//
Στα πόδια του – φτωχιά πιστή!/ η Ελπίδα κλαίει γονατιστή.
Η βασική ιδέα είναι θαυμάσια μα η εκτέλεση, η ποιητική διατύπωση, τόσο θλιβερή. Γιατί είναι “φτωχιά” η “Ελπίδα”, που θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποια γυναίκα, και γιατί “κλαίει γονατιστή”; Σίγουρα η ελπίδα εγείρεται από πίστη και, αν είναι αληθινή, ούτε γονατίζει ούτε κλαίει. Αντίθετα, έχει τη δύναμη να στηρίζει.
Παίρνω τώρα την πρώτη στροφή από το “Προμηθέας”, στη μεταθανάτια συλλογή.
Παρακαλεί την πέτρα εννιά μηνώνε αγκάλη
“Πέτρα, βγάλε φτερό και βγάλε χελιδόνι,
πέτρα λουλούδισε του λουλουδιού τα κάλλη
και της αγάπης μου κάνε να ρθούν οι πόνοι!
Και συνεχίζει σε πέντε ακόμα στροφές στο ίδιο ύφος επικού δημοτικού μόνο που εδώ υπάρχει προσωπικός, ιδιωτικός συμβολισμός που δεν λέει πολλά στους πολλούς. Π.χ. δεν εξηγείται καθόλου στη συνέχεια γιατί πρέπει να βγει φτερό και χελιδόνι (άνοιξη;) ή πρέπει να έχει πόνους η αγάπη του.
5. Γραφή παρακμής δίνουν πλουσιοπάροχα όλοι αυτοί που εξετάσαμε τελευταία στο τέλος του 19ου και στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Έχει την εξωτερική μορφή ποίησης με μέτρο και ρίμες μα αυτά όλα είναι μηχανικά κι επιφανειακά.
Πολλά κείμενα έχουν ενδιαφέρον, ιστορικό και κοινωνιολογικό, μα δεν μεταδίνουν καμιά συγκίνηση εκτός από ανία. Η δε ποιητική, εννοώ αληθινή τέχνη, μένει στη μετριότητα και πιο κάτω καθώς σπάνια ξεπηδάει μια ζωντανή εικόνα, ένα λαμπερό σχήμα λόγου.
Εξαίρεση αποτελεί ο Τάκης Παπατσώνης – στο επόμενο.