Π57: Η παρακμή 1860-1890

Π57: Η παρακμή 1860-1890

- in Ποίηση
0

1. Αυτά τα σχόλια γράφονται μόνο για χάρη της Ιστορίας. Κανένας από τους επτά στιχοπαραγωγούς που ακολουθούν δεν παρουσιάζει έστω και μια αξιόλογη στροφή είτε στην καθαρεύουσα είτε στη δημοτική. Το ό,τι φιλόλογοι συμπεριλαμβάνουν γραπτά τους σε Ανθολογίες δεν σημαίνει τίποτα. Θα δώσω μόνο ένα δείγμα του καθενός.

Ο Αχ. Παράσχος (1838-95) εξέδωσε τα γραπτά του σε τρεις τόμους το 1881. Μετά τον θάνατό του τυπώθηκαν και άλλα ανέκδοτα, 1904. Παίρνω μια στροφή από το “H μικρά και το κανάρι” της ώριμης περιόδου, 1878: ένα κορίτσι δίνει με το στόμα του νερό και ζάχαρη σε καναρίνι!
Θαρρείς πως γέρνει χρυσαλλίς σε ρόδο ανθισμένο,/
και το χαρούμενο πουλί,/ πίνει νερό μες στο φιλί/ απ’ την καρδιά βγαλμένο.

Η παρομοίωση και ανακριβής είναι και άστοχη. Η χρυσαλλίς που γέρνει σε ρόδο δεν προσφέρει τίποτα περισσότερο στην κατανόηση μας από την απλή πραγματικότητα του καναρινιού που ραμφίζει τα κοριτσίστικα χείλη. Ούτε και το φιλί.

Ο Άγγελος Βλάχος (1838-1920) εξέδωσε τρεις συλλογές 1857, 1862, 1875. Παίρνω μερικές γραμμές από το “Προς την σελήνην” από την τελευταία συλλογή: εδώ βλέπει τη σελήνη, θυμάται πως την κοιτούσε με μια παλαιά αγαπημένη που τώρα έχει ξεχάσει!
Φαιδρά υπέρ τον λόφον/ και πάλιν ανατέλλεις/
και φως γλυκύ μου στέλλεις,/ σελήνη μου χρυσή!/…
Η όψη σου το λέγει/ η κατηφής, σελήνη!/
Τι τ’ όφελος, εκείνη…/ εκείνη λησμονεί.

Είναι σαφώς εγκεφαλικό σκαρίφημα, μια ιδέα πως εδώ γίνεται “ποίημα”. Πώς η χρυσή και φαιδρή σελήνη με το γλυκό φως γίνεται κατηφής ενώ κανένα σύννεφο δεν έχει περάσει να τη σκιάσει;…

2. Οι επόμενοι δύο πέθαναν νέοι, μόλις 30 ετών.

Ο. Δ. Παπαρρηγόπουλος (1843-73) εξέδωσε μια συλλογή, 1867 (με δύο μεταθανάτιες εκδόσεις Άπαντα 1897 και 1915). Μια στροφή από το “Ασμάτιον” εκδηλώνει πλήρως και την ποιητική αλλά και τη σκέψη του:
Ήτο νεκρά η θάλασσα· και όμως χθες ακόμα
έζη ή μάλλον έσπαιρεν υπό την τρικυμία,
αλλ’ ήδη είναι άφωνον το αχανές της στόμα
και έχει την ανέκφραστον του τάφου ηρεμία.

Αφού ο Δ.Π βλέπει το “αχανές στόμα” της θάλασσας, δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε άλλο.

Ο Σπυρ. Βασιλειάδης (1844-74) δημοσίευσε δύο συλλογές, 1866 και 1872, ενώ τα Άπαντα του εκδόθηκαν το 1900. Παίρνω μια στροφή από το “Παρά τω τάφω της δεσποινίδος” στη δεύτερη συλλογή ‘Επεα Πτερόεντα:
Πόσο ηγάπα την ζωήν! Ως φωλεά γελώτων
το στόμα της ηνοίγετο ως άσμα αιωνίως,
πλήρης χαράς, υπέτρεμε δειλή εις θύρας κρότον
κι εσβέσθη όπως η λαμπάς ο ραδινός της βίος.
  (ραδινός =λεπτός, ευλύγιστος)

Η ιδέα ότι ένα στόμα (ακόμα και ωραίας δεσποινίδας) ανοίγει σε “άσμα αιωνίως” και είναι φωλιά γέλιων σε κάνει να ανατριχιάζεις.

3. Ο Γ. Βιζυηνός είναι πολύ σημαντικότερος πεζογράφος (1849-96), είχε ταραγμένο νου και πέθανε σε φρενοκομείο. Παίρνω μια στροφή από το “Πώς αλλάζουν οι καιροί” από τη δεύτερη συλλογή του “Ατθίδες Αύρες” (1884), πολύ πριν πάει στο φρενοκομείο (1892):
Εχθές ο ήλιος μια χαρά/ μ’ όλη την οικουμένη/
πα’ στ’ άρμα του ζαχάρωνε.
Και με τα ήμερα νερά/ η θάλασσ’ απλωμένη/
την λάμψη του καμάρωνε.

Η τελευταία γραμμή είναι αποδεκτή, όχι όμως να “ζαχαρώνει” ο ήλιος! Παίρνω και μια στροφή από το τελευταίο του “Το φάσμα μου” (γραμμένο στο φρενοκομείο):
Και η θάλασσα η πλατιά/ δίχως μάτια, δίχως’ φτιά/
όταν νιώσει στο αργό μου βήμα,/
ησυχάζει πια το κύμα,/ σαν να κλαίει: Αχ τι κρίμα!

Αυτό το κλάμα, το “Αχ” και το θαυμαστικό στο τέλος καταδείχνουν την προσποίηση.

Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος (1856-1910) εγκαταστάθηκε νωρίς στο Παρίσι όπου έγινε γνωστός ως Jean Moreas. Στα Ελληνικά δημοσίευσε μια μόνο συλλογή Τρυγόνες και Έχιδναι 1878. Μια στροφή από το “Αναμνήσεις”:
Και την θέλαμε εκείνη της καρδιάς την ερωμένη
ένα τρυγονιού τραγούδι, ένα όνειρο γλυκό
σαν το φύσημα της αύρας δροσερή και μυρωμένη,
μες στης νύχτας το σκοτάδι έν’ αστέρι ερωτικό

Πώς είναι το “αστέρι ερωτικό”; Πώς ή ερωμένη – “τρυγονιού τραγούδι”; Τα γαλλικά του αργότερα φορτωμένα με τον ερωτισμό και τη σκοτεινότητα του Μπωντλαίρ και άλλων είναι χειρότερα.

Ο Αριστομένης Προβελέγγιος (1851-1936) εξέδωσε τα Ποιήματα Α΄ 1896 και Ποιήματα Β΄ 1916. Όλα έχουν τα κλισέ του άρρωστου ρομαντισμού μα και κακοτεχνία. Όπως πολλοί πριν και μετά, ο ΑΠ υποδύεται τον ηλικιωμένο στο “Ο Ρεμβασμός του γέροντα”.
Πηγαίνω στέκομαι στο παραθύρι·
η δύση αγνάντια μου χαμογελά·/ μες στα ρουμπίνια της, μες στο ζαφείρι/
οι ανεμόμυλοι αντιφεγγίζουν/
σαν τα φαντάσματα στριφογυρίζουν…

Η πρώτη γραμμή είναι περιττή. Η δεύτερη αποδεκτή με την προσωποποίηση. Η στίξη θα έπρεπε ίσως να αλλάξει: η άνω τελεία να φύγει και να μπει μετά το “ζαφείρι” εμπλουτίζοντας την προσωποποίηση “δύση”. Αλλά η παρομοίωση με φαντάσματα είναι ατυχέστατη αφού η σύγκριση πρέπει να γίνεται με κάτι πιο γνωστό – όχι εντελώς άγνωστο όπως είναι το φάντασμα.

4. Με τον Προβελέγγιο μπαίνουμε στον 20ο αιώνα και βέβαια, στην εποχή του Παλαμά, του Σικελιανού, του Καρυωτάκη. Αυτοί δεν είναι πολύ καλύτεροι, στην πραγματικότητα. Απλώς η νοοτροπία έχει ξεφύγει από τα ρόδινα σύννεφα και τις μυρωμένες αύρες, τα κλάματα, τα σούρουπα, τα όνειρα και τα δάκρυα, τους έρωτες και χωρισμούς και παρόμοια – και την καθαρεύουσα.

Αλλά τα καινούρια στοιχεία που προβάλλονται δεν είναι καθόλου καλύτερα. Βρίσκουμε προφανέστερη αλαζονεία, κατάθλιψη, στρυφνότητα· αργότερα δε ακαταληψία και χυδαιότητα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *