1. Υπήρξαν κι άλλοι πολλοί που έγραψαν στα μισά του 19ου αιώνα. Όλοι γράφουν πολύ λίγο τα ίδια – κυρίως ρομαντικά ερωτικά, κυρίως καθαρεύουσα, με ρίμα και μέτρο και κυρίως χαμηλής ποιότητας. Ξεχωρίζουν κάπως οι δύο του τίτλου.
Ξεχωρίζει ο Θ. Ορφανίδης (1817-1886) μόνο γιατί έγραψε σάτιρα, μα μετά πολύ αδιάφορα «επικά». Παίρνω ένα δίστιχο από το «Τιτλομανία» (1836):
Παίδες της ανοησίας, τι στοχάζεσθε; Θαρρείτε
ότι τίτλους και ότι δόξες απ’ τους Έλληνες να βρείτε;
Το «Άγιος Μηνάς» εκδόθηκε το 1860 και δεν είναι καθόλου καλύτερο:
Ερασμία, αθώα ως κρίνον/ είχε κάλλος σαρκός και ψυχής
Ήτον άρωμ’ αγνής προσευχής / ήτο φως ηδυπάθειαν χύνον.
Η προσευχή δεν μπορεί να έχει άρωμα και το φως δεν χύνει ακριβώς ηδυπάθεια.
2. Ο Η. Τανταλίδης (1816-76) παράγει στίχους όπως
«Μικρός κι εγώ, μικρή κι εσύ, / ω Ήβη τ’ ουρανού χρυσή». Επίσης
«Πως γυρνούν στα πετραδάκια / τα χαρούμενα ψαράκια».
Δεν νομίζω να χρειάζονται δικά μου σχόλια.
3. Ο Σ.Κουμανούδης (1818-99) δεν είναι καθόλου καλύτερος. Έγραψε και κωμικά αλλά μνημονεύεται για τα σονέτα του «εις Βενετίαν». Γράφει απευθυνόμενος στη σκλαβωμένη Ελλάδα:
και από σιγηλά εδώ τεμένη /
αιώνας τρεις η νοερά τροφή σου / σ’ εδίδετο καλώς εσκευασμένη.
Ούτε εδώ χρειάζονται σχόλια.
4. Κάπως καλύτερος είναι ο Ιωάννης Καρασούτσας (1824-73) που εξέδωσε δύο συλλογές 1839,1840 (νεανικές), την “Εωθιναί Μελωδίαι” 1846 και τη συγκεντρωτική (με όλα τα προηγούμενα) “Η Βάρβιτος” 1860. Στα 18 έγραψε στη Δημοτική το μοναδικό «Φθινόπωρο»:
Το βουρκωμένο σύννεφο τον ουρανό μαυρίζει.
Ψιλή ψιλή αρχίνησε βροχή να ψιχαλίζει·
Είναι η φύσις που θρηνεί…/ ειν’ η θλιμμένη της φωνή
Δυστυχώς και οι στροφές στην καθαρεύουσα δεν είναι καλύτερες. Έχουν κάποια κομψότητα με ρίμα και μέτρο αλλά δεν δίνουν ούτε μια ζωντανή εικόνα:
Ούτως εις ρόδον πίπτει βαρεία/
η ολολύζουσα τρικυμία/ με όμβρου σάλον/
πλην εις την τόσην ανεμοζάλην/
υπερηφάνως εγείρει πάλιν,/ μέτωπον θάλλον. («Νοσταλγία»)
Είναι ο σάλος του όμβρου (δυνατή βροχή) που πέφτει πάνω στο ρόδο, όχι η τρικυμία: η μεταφορά (ή παρομοίωση) θα έπρεπε να ήταν αντιστραμμένη.Αλλά επειδή χρειάζεται η ρίμα, μια ανασκευή θα έπαιρνε περισσότερη ώρα κι εργασία! Όσο για το «θάλλον μέτωπο» – πού ακριβώς το βρίσκουμε στο τριαντάφυλλο;…Είναι εικόνα εγγεφαλική και όχι σκηνή ιδωμένη στην πραγματικότητα, που θα προκαλούσε κάποια συγκίνηση. Εξίσου επιτηδευμένες είναι οι στροφές στο «Γέρων αοιδός ψάλλων το έαρ”:
Ήλθες Μάρτιε, κι ήλθον μαζί/ αύραι, ρόδα, φωναί αηδόνος,/
κ’ η ταφείσα εις πλάκα χιόνος/ φύσις θάλλει εκ νέου και ζει.
Εδώ πάλι έχουμε αντιστροφή: η φύσις ζει και θάλλει. Μα η «πλάκα χιόνος» είναι πολύ πλακωτική και στέρεη· καλύτερη θα ήταν «κ’ η ταφείσ’ εις χιτώνα χιόνος».
5. Ο Δημοσθένης Βαλαβάνης (1824-54) έγραψε πολύ λίγα, μερικά σε δημοτική άλλα σε καθαρεύουσα. Πέθανε πολύ νέος.Παίρνω μια στροφή από «Το όνειρόν μου»:
Γελούσαν τα τριαντάφυλλα, οι ανθοί μοσχοβολούσαν
και σε πουλιού πουρπούλισμα μόνον εσειούντο οι κλάδοι
κι οι αντηλιάδες στης δροσιάς τις στάλες εγλιστρούσαν
κι από διαμάντια ολόσπαρτο μου εφάνη ένα λιβάδι.
Οι εικόνες είναι πιστευτές, φρέσκιες και καθαρές. Τα γελαστά τριαντάφυλλα, τα πουλιά στα κλαδιά, οι λαμπερές δροσοστάλες, τα διαμαντικά στο λιβάδι – τίποτα δεν ψευτίζει.
Δυστυχώς και ο Βαλαβάνης δεν μπορεί να διατηρήσει αυτή την ποιότητα. Και τα λιγοστά που έγραψε ήταν, φαίνεται, πολλά. Γλίστρησε κι αυτός σε λάθη περιεχομένου και ποιητικής. Παίρνω απόσπασμα από το «Μελαγχολικαί Σκέψεις»:
Οι πρώτοι πως παρέρχεσθε της ηλικίας χρόνοι!
Το έαρ μας μόλις φανή, πετά ταχύ και δύει,
και θύελλα τα κρίνα του, τα ρόδα του σαρώνει,
και της ζωής τα όνειρα τα πρώτα διαλύει…
Ναι, αλλά δεν διαλύονται όλα τα νεανικά μας όνειρα: μερικές φιλοδοξίες μας υλοποιούνται. Το «έαρ» που υποθέτω αντιπροσωπεύει τα νιάτα μας, δεν πετά και φεύγει τόσο γοργά όσο αργότερα το χρόνια ωριμότητας. Αλλά είναι η θύελλα που σαρώνει κρίνα και ρόδα που ενοχλεί διότι αυτή ανήκει στο τέλος φθινοπώρου ή στον χειμώνα, όχι στο καλοκαίρι που ακολουθεί την άνοιξη. Το κρίνα και τα ρόδα μαραίνονται από φυσικού τους ή από καύσωνα, όχι θύελλα.
Το «Εκείνη» έχει αρκετά κλισέ της εποχής (χλωμό μέτωπο, μειδίαμα σαν ρόδο, λαλιά μελωδική, θλίψη και στεναγμόν), αλλά έχει και μια ωραία στροφή:
Υπήρξε δι εμέ ποτέ ο κόσμος κήπος πλάνης,
μ’ εφίλευε τα ρόδα της η μάγισσ’ αθωότης,
και εις την δρόσον έβλεπον που φύλλο της βοτάνης
να παίζ’ εις ίριδας χρυσάς και κόσμος και νεότης.
Κι εδώ ας κλείσουμε σε ευχάριστη νότα το άρθρο αυτό.