1. Την ίδια εποχή περίπου με τον Σολωμό, λίγο νωρίτερα από την Επανάσταση του 21, στο Φανάρι και τις παραδουνάβιες χώρες παρουσιάστηκαν άλλοι ποιητές στη Δημοτική όπως ο Δαπόντες και ο Ρήγας, τους οποίους αφήνω.
Το 1811 ο Α. Χριστόπουλος (1772-1847) παρουσίασε το Λυρικά, που θα μελετούσε λίγο αργότερα και ο Σολωμός. Τα στιχουργήματά του κυλούν άνετα, κάποτε με κάποια λάμψη και κομψότητα. Δύσκολα όμως βρίσκεις στο περιεχόμενο και στην τεχνοτροπία κάτι πραγματικά βαθυστόχαστο ή κάποια βαθύτερη ευαισθησία.
Αναφέρεται στον Έρωτα που βαδίζει μπροστά από την Αφροδίτη γράφοντας –
Κι όπου πατεί και στέκεται/ ο τόπος πρασινίζει,/
Η γη καταστολίζεται/ κι όλη λουλουδίζει.
Ναι, κομψή ρίμα αλλά εντελώς αυθαίρετη σκέψη και εικόνα: ο Έρωτας δεν έχει τέτοια επίδραση – μόνο η Άνοιξη, όπως γράφει δυο στροφές πιο κάτω. Στο “θρήνος” γράφει –
Στενάξτε, τριαντάφυλλα,/ στενάξετε μυρσίνες
δακρύστε, κήποι σύδενδροι/ και κλάψετε, Σειρήνες.
Και αυτό, διότι “Εσβύστηκ’ η αγάπη μου/ εχάθηκε το φως μου/ κι ο ήλιος εσκοτείνιασε/ κι εμαύρισεν εμπρός μου”!!!
Στο “Θέληση” μας πληροφορεί –
Δεν θέλω γνώσιν,/ ούτε καν τόσιν,/
όσ’ είν’ του ψύλλου/ κι όσ’ είν’ του ξύλου/
…..
Θέλω ειρήνην/ ψυχής γαλήνην/
χορούς ερώτων/ τρέλες και κρότον/
Ας μην ασχοληθούμε περισσότερο.
2. Ο Γιάννης Βηλαράς (1771-1823) γράφει ελαφρώς καλύτερα. Τα ποιήματά του εκδόθηκαν μετά θάνατον το 1827 Ποιήματα και πεζά τινά.
To “Πουλάκι” έχει μερικούς καλοφτιαγμένους στίχους μα τίποτα ζωντανό: 3 φορές η φράση “ξένο πουλί”, 4 “να μη χαθώ”, 3 φορές “να ξενυχτήσω” και “δίχως ταίρι”, 2 φορές “χωρίς φωλιά”, 4 φορές “να σταθώ”!
Παίρνω ένα δίστιχο από το “Αγάπη μου πολύτιμη”:
Αντί να βασανίζομαι, να κολυμπώ στο δάκρυ
Τον κόσμο αρνιούμ’ ολότελα και τη ζωή στην άκρη.
Ρομαντισμός που ψευτίζει και προσποιείται. Ακόμα χειρότερο “Ο ήλιος βασιλεύει”:
Τα μαύρα φορεμένη, την όψη μελανή,
σιωπηλή διαβαίνει η νύχτα σιγανή
και το χλωρό φεγγάρι με φως σκοταδερό
στο αργυρό του αμάξι κινείται οκνηρό.
Πάλι το μηχανικό μέτρο και η μηχανική ομοιοκαταληξία επιβάλλει λάθος λέξεις που δημιουργούν εντυπώσεις γελοιότητας: η όψη μελανή, το χλωρό φεγγάρι, το φως σκοταδερό, και «κινείται οκνηρό».
Ο Βηλαράς έγραψε και σάτιρες αλλά και μετάφραση του αρχαίου Βατραχομυομαχία στο οποίο οι βάτραχοι και τα ποντίκια κάνουν πόλεμο. Το τελευταίο δεν δείχνει τίποτα καλύτερο.
Δεν ψάλλω εδώ της Αθηνάς τα έργα και τη δόξα,
ή του πανούργου έρωτα τα φλογισμένα τόξα,
μόν τραγουδώ τον άπονο, τον ταραχώδη Άρη
που στα νεκρά κορμιά πατάει με πρόθυμο ποδάρι.
Η διατύπωση δεν έχει ούτε μια πνοή ζωής και στο τέλος μάλιστα δίνει εντύπωση διαφορετική από τη πρόθεση του Βηλαρά. Του έρωτα “τα φλογισμένα τόξα” είναι ανοησία γιατί κανείς δεν μπορεί να κρατάει φλογισμένο τόξο. Αυτό που θέλει να πει είναι “φλογισμένα βέλη” αλλά αυτή η φράση δεν κάνει ρίμα με τη λέξη “δόξα”. Το δεύτερο δίστιχο, εκτός από το λαϊκό “ποδάρι”, είναι σαν να λέει πως μόνο αφού πεθάνουν οι άνθρωποι ο Άρης πατά πάνω τους!
3. Και ο Παναγιώτης Σούτσος (1806-1863) γράφει σε όμοιο ύφος. Παίρνω ένα δείγμα από το δραματικό ποίημα (ή ποιητικό δράμα) Ο Οδοιπόρος του 1827:
Των ματιών μου το φως όλο έσβησε στα δάκρυά μου,
η σκιά της μαύρης λύπης κάθεται στα βλέφαρά μου·
σαν τη κίτρινη λαμπάδα οπού καίεται και λιώνει
η πολύπονη ζωή μου μες στες φλόγες τελειώνει.
Μόνο που δεν τελείωσε καθόλου: εδώ είναι μια υπερβολή αχρείαστη, εκτός από τη ρίμα, και αρκετή σύγχυση με τις αρχικές εικόνες. Οι δυο πρώτες γραμμές έχουν κάποια ποιητική αξία, αλλά είναι δύσκολο να δούμε τη «σκιά της μαύρης λύπης» αφού όλο το φως σβήστηκε!
Στη συλλογή Ερωτικά (1831) δεν διαφαίνεται καμιά διαφορά. Αυτά γράφτηκαν πριν τον Οδοιπόρο, όμως. Παίρνω δυο στροφές από ένα: η φλόγα της πρώτης σβήνει εντελώς στη δεύτερη.
Σε βλέπω κι ευθύς λαχταρώ/ να τρέξω στην αγκάλη σου./
Με μάτι βλέπω φλογερό/ το στήθος σου, τα κάλλη σου…
Με πιάνετ’ η αναπνοή,/ το σώμα μου ξεραίνεται,/
με χάνεται η ακοή,/ κι η γλώσσα μου με δένεται
Είναι όντως ξεραμένη γραφή.
Η τελευταία συλλογή του Κιθάρα (1835) δεν παρουσιάζει καμιά βελτίωση. Γράφει π.χ. για έναν ποιητή που προσεύχεται νύχτα στην εκκλησία:
Το μέτωπόν του κατηφές, ως των μνημάτων λύχνος,
του εσωτερικού φωτός αφήνει έξω ίχνος·
ως τάφος στέκει άφωνος, και το μειδίαμά του
μειδίαμα είναι νεκρού, και γέλως του θανάτου.
Οι συγκρίσεις με το λυχνάρι μνημάτων, με τη σιωπή του τάφου και με το γέλιο του θανάτου προκαλούν γέλιο με τη σοβαροφάνειά τους, αλλά μόνο επειδή ψευτίζουν και ξέρουμε πως δεν υπήρξε τέτοια σκηνή.
4. Ναι, υπάρχει κάποιος λυρισμός, κάποια προσπάθεια στοχασμού. Αλλά όλες οι διατυπώσεις είναι σε καλούπια του άρρωστου ρομαντισμού (από τη Γερμανία και την Ιταλία). Οι στιχουργοί προσπαθούν μα δεν καταφέρνουν να γράψουν πραγματική ποίηση – σε αντίθεση με τον Σολωμό.
Με λιγοστές εξαιρέσεις, όπως θα δούμε σε επόμενα άρθρα, στα χρόνια που ακολουθούν όλοι γράφουν μάλλον προσ-ποίηση σε όμοιο ύφος. Ή δεν έχουν την ικανότητα να μεταδώσουν ένα αίσθημα ή νομίζουν πως εκτελούν κάποιο υψηλό λειτούργημα γράφοντας (παρακατιανή) ποίηση.