1. Γράφοντας για παραστάσεις θεάτρου, όπερας και μπαλέτου, που ψευτίζουν, ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Λ. Τολστόι λέει: “Αδυνατούμε να καταλάβουμε για ποιον γίνονται αυτά τα πράγματα. Ο καλλιεργημένος άνθρωπος αισθάνεται βαθύτατη αποστροφή… ενώ στον πραγματικό εργάτη είναι παντελώς ακατανόητα… Ευχαριστιέται μόνο ένας νεαρός λακές ή εξαχρειωμένος χειροτέχνης… Λένε ότι όλα αυτά τα κάνουν για χάρη της τέχνης και ότι η τέχνη είναι σπουδαίο πράγμα. Μα … αυτή ακριβώς η τέχνη γίνεται κάτι ολοένα πιο αόριστο και αβέβαιο για τους ανθρώπους.” (σ 22-3, Τι είναι Τέχνη PRINTA 1994, μετάφραση Β. Τομανάς.)
Ο Τολστόι γράφει βέβαια και για την ποίηση όπου τα πράγματα είναι εξίσου άσχημα αν όχι χειρότερα.
Ας δούμε τι γίνεται με τη δική μας “ποίηση” όπου ισχύουν οι επισημάνσεις του Τολστόι και μάλιστα πολύ εντονότερα.
2. Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα έγινε φανερό πια πως οι λεγόμενοι ποιητές είχαν χάσει την επαφή με την πηγή της έμπνευσης και την ικανότητα καλλιτεχνίας.
Αυτό είχε συμβεί πολύ νωρίτερα με τον αρρωστημένο, εξουθενωμένο ρομαντισμό στα μέσα του 19ου αιώνα. Αλλά τότε διατηρούνταν ακόμα οι φόρμες της ποίησης – κάποιο μέτρο στους στίχους, η ομοιοκαταληξία κλπ – κι έτσι επικρατούσε η ψευδαίσθηση πως υπήρχε “ποίηση”.
Είδετε ποτέ σας άστρο σ’ ελαφρό νέφος κρυμμένο
το φεγγάρι σαν ξυπνάει ντροπαλό κι ερωτευμένο;
Τέτοια δημοσίευσε ο Μαρτζώκης το 1880. Κι ο Άβλιχος ομοίως –
Μ’ αγάπησες… κι επόνεσες… κι εδάκρυσες συχνά.
Κι εγίνηκε το γέλιο σου κι ο πόνος σου αρμονία
Και μυρωδάτα λούλουδα… κι αμάραντα σεμνά.
Ναι, ο ρυθμός ρέει και η ρίμα κλείνει τις γραμμές σε ενότητα. Τίποτε άλλο.
3. Στην Ευρώπη πρώτα οι Γάλλοι (Μπωντλαίρ, Βερλαίν, Μαλλαρμέ) και μετά ο Έλιοτ και άλλοι έσπασαν τις συμβατικές μορφές κι επιδόθηκαν στον ελεύθερο στίχο. Μετά ήρθαν οι σουρεαλιστές (πρώτα στη Γαλλία) με τα μανιφέστα τους που έσπασαν και κάθε νοηματική αλληλουχία και συνοχή. Επόμενη, φυσικότατα, η ασυναρτησία.
Τελικά επικράτησε η “σκοτεινότης” ως θεωρία και πρακτική στον Σεφέρη, στον Ελύτη, στον Βαγενά κλπ. Ιδού ένα απόσπασμα από Τα Ελεγεία της Οξώπετρας, 1991, του Ελύτη, «Παρασκευή που πάντα βρέχει»:
Χλώρης της ουρανίας Μέδουσα και Γη
Σαν άτρακτος από άνθη μες στα κύματα
Των μουσικών φωνών η αγάπη τρέμει
Το ένα ή δύο που χάνονται κι άπρακτος μένει ο αέρας…
Συνεπώς οι νεότεροι συνεχίζουν να σαχλαμαρίζουν με όμοιο τρόπο:
Δικαιούται να γερνά/ και να γερνά/ και να γερνά//
Εφόσον ακόμη/ ποτίζει λουλούδια…
Τέτοια ο Γ. Βαρβέρης – Βαθέος Γήρατος, 2011, Κέδρος (σ 42). Και η Πέννυ Μηλιά μας πληροφορεί:
Τα κάδρα δεν με αφορούν/ Το νερό είναι τέχνη/
Το αίσθημα τελειώνει κάποια στιγμή/ Τα καύσιμα. . . .
Στο Ομάδα από Ποίηση, 2010, Γαβριηλήδης (σ 77).
4. Γράφει πάλι αργότερα ο Τολστόι: “Η σαφήνεια της έκφρασης υποβοηθά την ψυχική μέθεξη, επειδή ο αποδέκτης, ο οποίος ταυτίζεται στη συνείδησή του με τον δημιουργό, ικανοποιείται καλύτερα όσο πιο καθαρά μεταβιβάζεται το αίσθημα” (σ 199).
Ο Τολστόι δεν είναι τυχαίος συγγραφέας του οποίου τα μυθιστορήματα γνώρισαν επιτυχία για λίγο διάστημα και ξεχάστηκαν. Το Πόλεμος και Ειρήνη δημοσιεύθηκε το 1866 και παραμένει στη κορυφή για 150 χρόνια. Εγώ το διάβασα δεύτερη φορά πριν λίγα χρόνια κι ένιωσα μεγαλύτερη ικανοποίηση από την πρώτη φορά. Έχει γυριστεί ως ταινία και ως σήριαλ και από Αμερικανούς και από Ρώσους. Είναι όμως και το Άννα Καρένινα και το Ανάσταση και τόσα υπέροχα διηγήματα. Οπότε πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά τη γνώμη του.
Για ποιόν γράφονται τα σύγχρονα κείμενα που ανέφερα πιο πάνω και περνούν ως “ποίηση”; Μας ικανοποιούν; Τα κατανοούμε;…
Μπορεί μερικοί, πέντε δέκα, άνθρωποι να γράφουν κολακείες κι εγκώμια διάφορα χωρίς όμως ποτέ να αναλύουν λεπτομερώς 2-3 γραμμές. Και μπορεί ο ποιητικός κύκλος, δηλαδή 200 ή 500 άτομα, να επικρίνουν ή να επαινούν, πάλι χωρίς ποτέ να αναλύουν τις γραμμές. Τι μ’ αυτό;
Όπως λέει ο Τολστόι, ο πραγματικά καλλιεργημένος άνθρωπος νιώθει αποστροφή και ο πραγματικός εργάτης τα βρίσκει ακατανόητα.
Στα δείγματα που παραθέτω, η σκέψη είναι ρηχότατη και το αίσθημα ανύπαρκτο. Όλα ψευδίζουν σε απέραντη υποκρισία.
Τα ρομαντικά ψευτίζουν απωθητικά ενώ τα σύγχρονα δεν έχουν σαφήνεια. Πώς να συγκινηθείς από το ψεύτικο και το ακαταλαβίστικο;
Ο Τολστόι προσθέτει: “μόλις ο θεατής, αναγνώστης ή ακροατής νιώσει ότι ο δημιουργός δεν γράφει, δεν τραγουδά ή παίζει θέατρο για την προσωπική του ικανοποίηση ( δηλαδή, δεν νιώθει ο ίδιος όσα επιθυμεί να εκφράσει), αλλά το κάνει για το κοινό, τον αποδέκτη [μόνο], τότε αμέσως εκδηλώνεται μια αντίσταση… και το δημιούργημα γίνεται αποκρουστικό – όχι μόνο τα πιο ιδιαίτερα αισθήματα μα και η πιο αριστοτεχνική επιδεξιότητα” (σ 200).
Θα επανέλθω.