1. Άγνωστο σε πολλούς, ο Λέων Τολστόι του «Πόλεμος και Ειρήνη» έγραψε το 1896, μετά από τα μεγάλα του μυθιστορήματα, το έργο «Τί είναι Τέχνη» – που μας έδωσε σε μετάφραση ο Β. Τομανάς (1994, 2009, PRINTA, Aθήνα).
Σ’ αυτό του το βιβλίο, όπως κι αλλού, ο ΛΤ καταφέρθηκε έντονα ενάντια στην Εκκλησία και γι΄αυτό το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε κουτσουρεμένο ενώ ο ίδιος αφορίστηκε το 1901. Σε αυτή την άποψη δεν θα αναφερθώ.
Ο ΛΤ καταφέρθηκε ακόμα εντονότερα ενάντια στις τέχνες της εποχής του, ζωγραφική, όπερα, ποίηση κλπ, τις οποίες θεωρούσε κίβδηλες.
Αφού επιχειρηματολογήσει με αρκετή λογική ενάντια στη θεωρία του κάλλους/ωραίου που εκλαμβάνεται και ως θεωρία της Τέχνης (πρώτα 4 κεφάλαια), γράφει:
«Η λειτουργία της τέχνης είναι να ξυπνά μέσα μας ένα αίσθημα που είχαμε νιώσει κάποτε και, αφού το ξυπνήσει, να μας κάνει να το εκφράσουμε με κινήσεις, γραμμές, χρώματα, ήχους ή λεκτικές περιγραφές για να το μεταβιβάσουμε σε άλλους ώστε να νιώσουν κι εκείνοι το ίδιο αίσθημα.» (κεφ5, σ 74.)
Μετά προσθέτει: «Η εκτίμηση της αξίας της τέχνης (δηλαδη των αισθημάτων που μεταβιβάζει) εξαρτάται από το πώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι το νόημα της ζωής, εξαρτάται από το τί θεωρούν καλό και κακό στη ζωή.» (κεφ 6, σ 78.)
Τα τεχνικά χαρακτηριστικά της καλής τέχνης είναι, γράφει, τρία: (α) Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του αισθήματος που μεταβιβάζεται (και κατά πόσο οδηγεί σε ενότητα και αντίληψη του Θείου και αδελφοσύνη μεταξύ ανθρώπων, σ 206, 210-11). (β) Η σαφήνεια με την οποία μεταβιβάζεται το αίσθημα. (γ) Η ειλικρίνεια του καλλιτέχνη στη συγκίνηση που νιώθει και μεταβιβάζει (κεφ 15, σ 199).
Επικρίνει δριμύτατα τους Γάλλους ποιητές της εποχής (Μπωντλαίρ κλπ), τους ζωγράφους (Μονέ κλπ)) και μουσικούς σαν τον Βάγκνερ, που δεν έχουν, κατά τη γνώμη του, γνήσιο αίσθημα, ούτε σαφήνεια, ούτε ειλικρίνεια στην τέχνη τους. Λέει μάλιστα πως και ο ίδιος υστερεί στη μυθιστορηματική του τέχνη σύμφωνα με τα κριτήριά του (σ 227).
Η τέχνη στην πλειονότητά της έγινε κίβδηλη διότι, γράφει ο ΛΤ, παράγεται σταθερά από «καλλιτέχνες που υποκινούνται από τους προσωπικούς στόχους της απληστίας ή της ματαιοδοξίας’ (σ 200). Έτσι έγινε «επιτηδευμένη και δυσνόητη … τεχνητή κι εγκεφαλική» (σ 103). Και αργότερα, «καθώς γίνεται όλο και πιο κλειστή, γίνεται … περισσότερο μπερδεμένη, εξεζητημένη και στρυφνή» (σ 111).
Η παραγωγή κίβδηλης τέχνης, συνεχίζει, οφείλεται σε τρεις προϋποθέσεις: (α) Μεγάλες αμοιβές και η συνακόλουθη επαγγελματοποίηση. (β) Τεχνοκριτική. (γ) Σχολές τέχνης (σ 156). Αυτές ισχύουν ιδιαίτερα στη ζωγραφική, αλλά, σε κάποιο βαθμό και στις άλλες τέχνες.
Πείσθηκε μάλιστα «ότι σχεδόν όλα όσα η κοινωνία μας θεωρεί ως τέχνη, καλή τέχνη … δεν είναι τίποτε [παρά] κίβδηλο ομοίωμα τέχνης» (σ 186). Και συνέχισε: «Η αναλογία των γνήσιων έργων τέχνης προς τα κίβδηλα είναι ένα προς εκατοντάδες χιλιάδες» (187).
Νωρίτερα είχε γράψει: «Ό,τι παραφροσύνη κι αν εμφανίζεται στην τέχνη, όταν αυτή γίνει αποδεκτή από τις ανώτερες τάξεις … επινοείται στα γρήγορα μια θεωρία για να την εξηγήσει και να την καθαγιάσει» (σ 65).
Θα επανέλθω… Για την ώρα δείτε μερικές μορφές παραφροσύνης.
Αναρωτιέμαι τί θα έλεγε ο Τολστόι για την ακόλουθη ποίηση:
(α) Χρόνια / ο ουρανός / ήταν ένα δύσκολο χαρτί / κρυμμένο /
στην τσέπη μου / και μες στον κήπο μου φύτρωνε όλη τη μέρα /
αίμα / γιατί βροχή / πέφταν οι πέτρες απ’ τον άλλο ουρανό /
τσακίζοντας / κρέατα / και κόκκαλα /
Είναι το πρώτο και μεγαλύτερο από τρία μέρη του «Η ιστορία ενός παιδιού» του Μ. Σαχτούρη (1919-2005). Γι’ αυτόν γράφει κάποιος κριτικός πως – «δίνει το πλεονέκτημα μιας αφηρημένης και παραισθητικής ποίησης, η οποία συναντά την πλειονότητα του αναγνωστικού κοινού για να συνδιαλεχθεί μαζί του». Αυτό το σχόλιο δεν σημαίνει πολλά εκτός από τη φράση «αφηρημένης και παραισθητικής ποίησης» και ισχύει σχεδόν για κάθε δημοσίευση. Αλλά όπως η λέξη «ποίηση» εδώ μου φαίνεται ακατάλληλη για τέτοια γραφή, εξίσου ακατάλληλη μου φαίνεται και η κρίση πως έχει ένα «είδος ποιητικής διαύγειας, το οποίο οργανώνεται άριστα καθώς οι λέξεις συναρμόζονται και χτίζουν το ποίημα». Ο ΛΤ θα το πετούσε ως κίβδηλης τέχνης άριστο δείγμα.
(β) Μουσκεύει τώρα με δάκρυα αληθινά τα μακριά του γένια /
Ακούει πάνω από τη γη τον άνεμο και μακριά / Απ’ το λιμάνι
της πόλης το κύμα / Είναι η ρίζα της πυρκαγιάς που φοβήθηκε κάποτε / Με τα δάχτυλα του καμένα / Κι όπως γέμισαν τα φτερά του σκορπίζοντας / Τότε τ’ άκουσε που καίγονταν / Ένα πουλί φαγωμένο, σαράκι το έφαγε, παλιό παλιό το είδωλό μου /
Είναι το μεσαίο μέρος του «Πρέπει οι τυφλοί να λένε παραμύθια στα παιδιά» της Ελένης Βακαλό (1921-2001). Γι’ αυτήν έγραψε μια κριτικός: «Σκάβει και φέρνει στο φως όσα κρύβονται στη μνήμη, στο ατομικό και συλλογικό ασυνείδητο … Η γλώσσα της είναι οπτική: βασίζεται στις εικόνες και γεννά εικόνες μέσα στο μυαλό σου. Ίσως γι’ αυτό δίνει την εντύπωση της ασύντακτης: γιατί είναι συνειρμική όπως τα όνειρα και οι αναμνήσεις.» Και μια άλλη κριτικός έγραψε: η ΕΒ «κατάφερε να διαρρήξει το προσωπικό βίωμα, δίνοντας προβάδισμα στη δραματουργία. Τα ποιήματά της είναι ιστορίες με πλούσια πλοκή, περιπέτεια, υπόγειο χιούμορ, με ύφος, πρόσωπα και προσωπεία που έρχονται, χάνονται και ξαναγυρίζουν, σύμβολα με ψυχή που ανατρέπουν τις παγιωμένες αντιλήψεις μας για το τί είναι ή ‘πρέπει’ να είναι ποίηση.»
Γι’ αυτό προφανώς ο ΛΤ θεωρεί τους τεχνοκριτικούς σημαντικό παράγοντα στην εξάπλωση της κίβδηλης τέχνης.
Ακολουθούν πίνακες σύγχρονης ζωγραφικής που θεωρούνται σπουδαίοι:
Ο παρακάτω πίνακας του ζωγράφου Mark Rothko πουλήθηκε πριν λίγες ημέρες προς 46,5 εκατομμύρια ευρώ!!!
Κι ένας πίνακας του πολύ γνωστού αμερικανού ζωγράφου Jackson Pollock: