1. Σύγχρονοι του Παλαμά είναι πολλοί, όλοι δίχως τίποτε αξιόλογο εκτός από τον αρκετά νεότερο Μαβίλη, που ανήκει περισσότερο στους Σολωμικούς επτανησίους. Αρκετούς τους κοιτάξαμε ήδη – Εφταλιώτης, Γρυπάρης, Χατζόπουλος.
Είναι πολλοί άλλοι – Νιρβάνας, Πασαγιάννης, Φωτιάδης, Παπαντωνίου κλπ. Εδώ θα εξετάσω μόνο τους δύο του τίτλου που διαφέρουν κάπως.
Ο Μ. Μαλακάσης (1869-1943) δημοσίευσε αρκετές συλλογές από το 1899 κι έπειτα μέχρι και το 1939 κι επηρέασε τον Καρυωτάκη. Από την συλλογή Ασφόδελοι (1919) παίρνω απόσπασμα από την «Ανοιξιάτικη Μπόρα»:
Βαριές , πλατιές οι στάλες / πέφτουν οι μεγάλες / της βροχής /
Κι αριές· / κλάμα βουβό και πως αχείς! πως αντηχείς /
μες στις θλιμμένες τις καρδιές! / αντάμα με σπασμένες δοξαριές /
κακές που ’ν’ οι παλιές πληγές /…
Τι να πεις για τέτοιες γραμμές; Έχουν νοηματική συνοχή και δένονται με τη ρίμα. Μα οι μεγάλες στάλες και αραιές μάλλον ψευτίζουν – όπως και το «βουβό» κλάμα που εντούτοις «αχεί» (= βουίζει, ηχεί) και αντηχεί μάλιστα μέσα στις θλιμμένες καρδιές – μαζί με σπασμένες δοξαριές που δεν ξέρουμε από που έρχονται! Δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο επίθετο από το «κακές» για τις παλιές πληγές;
Παίρνω και μια στροφή από το «Ο Μπαταριάς» που δημοσιεύτηκε το 1920 και θεωρείται από τα πιο επιτυχημένα:
Μα στο τραπέζι ως κάθονταν, κι άνοιγεν η φωνή σου
Μεγάλε Μπαταριά!
στο τρίτο κρασοπότηρο, πουλιά του Παραδείσου
ξυπνούσανε κι αηδόνια στα κλαριά.
Κι εδώ ο λυρισμός ψευτίζει μάλλον ενοχλητικά. Ποια είναι τα πουλιά του Παραδείσου που ξυπνούσανε; Είναι δυνατόν τα αηδόνια να τραγουδάνε μαζί με, ή σαν, έναν αρματολό γλεντζέ που κρασόπινε μέχρι την αυγή;
Κάπως καλύτερο είναι το «Ο Τάκη-Πλούμας» (όμορφο παλικάρι του Μεσολογγίου), της ίδιας εποχής. Το παλικάρι ντυμένο στα χρυσοκέντητά του, καβαλάει το άτι του για κάποιο πανηγύρι :
Έτσι σιαγμένος κι έχοντας στον ώμο / το καρυοφύλλι, χαίτη και λουριά /
στο χέρι του , ελαμπάδιζε το δρόμο, / χιμώντας από την πύλη την πλατιά.
Το «ελαμπάδιζε» είναι ίσως λίγο υπερβολικό μα ανεκτό.
2. Είναι κρίμα, αλλά κατανοητό, που ο Καρυωτάκης πήρε μόνο τις θλιμμένες καρδιές και παλιές πληγές κι όχι την ξέχειλη ενέργεια του Μπαταρία και του Τάκη-Πλούμα. Επηρεάστηκε με τον ίδιο τρόπο και από τον επόμενο στιχουργό μας.
3. Ο Λ. Πορφύρας (1879-1932) δημοσίευσε μόνο μία συλλογή Σκιές (1920) πριν πεθάνει. Μια δεύτερη Μουσικές Φωνές βγήκε μετά τον θάνατό του, το 1934.
Παίρνω την τελευταία στροφή του Lacrimae Rerum (‘Δάκρυα των πραγμάτων’) από την πρώτη συλλογή:
Κι απ ’ τη γωνιά ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ’αγαπημένο μας παλιό ρολόι.
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας
ρυθμίζει αργά, φρικτά το μοιρολόι.
Ακόμα και το 1920 αμφιβάλλω αν έπαιρναν στα σοβαρά τέτοιους στίχους. Η φράση «της Λήθης σύντροφος» ορθά περιγράφει το ρολόι. Όμως έπειτα, «τραγουδιστής του χρόνου» είναι παρατραβηγμένη έκφραση για το τικ-τακ του ρολογιού και πολύ χειρότερη είναι η αντίληψη πως κλαίει και ρυθμίζει ένα γενικό μοιρολόι! Είναι μια προσποιητή διάθεση που ο ίδιος ο στιχοποιός επιβάλλει στα πράγματα γύρω του.
Ας μην νομισθεί πως το Lacrimae Rerum είναι μεμονωμένη περίπτωση.
Ας πάρουμε μία στροφή από το «Παλιά Αυλή»:
Δάκρυα και λόγια δεν εβγαίνανε πικρά / να πούνε το θλιμμένο χωρισμό μας,
μ’εκοίταζες βουβή, και τα ξερά / κλωνάρια μόνο έλεγαν τον καημό μας.
Υπάρχει μία προσπάθεια εδώ να δοθεί αντιστοιχειακά η εσωτερική διάθεση από εξωτερικά αντικείμενα. Τα λόγια που δεν έβγαιναν έχουν αντιστοιχία στη βουβή γυναίκα και τα δάκρυα, που πάλι δεν έβγαιναν, στα ξερά κλωνάρια . Αλλά τα επίθετα «πικρά, θλιμμένο, βουβή, ξερά» όπως τα δάκρυα, ο χωρισμός και ο καημός είναι κλισέ μιας παρωχημένης πια εποχής.
Κάτω στα πλάγια του βουνού που γέρνει βυθισμένο
μέσα στου ονείρου τη σκιά, μες στη θολή γαλήνη,
το μακρινό το βραδινό χωριό το αγαπημένο
σαν άυλος τόπος για ψυχές που ν’ άγιες να γίνει.
Η στροφή αυτή από το «Απόψε» είναι στη δεύτερη συλλογή, δηλαδή «ώριμη» γραφή του ΛΠ. Τώρα, τα τρία επίθετα στην τρίτη γραμμή δείχνουν με την αοριστία τους την αδυναμία του στιχουργού να βρει κάτι πιο συγκεκριμένο και ζωντανό. Μετά, πώς γέρνει βυθισμένο σε σκιά ονείρου ένα βουνό μου διαφεύγει. Όσο για την «θολή γαλήνη» – μάλλον το μυαλό του ήταν θολό, αφού σκέφτεται και άγιες ψυχές. Πάλι ο στιχουργός μας επιβάλλει μια προσποιητή διάθεση στα σκαριφήματα του νου του. Δεν μου δίνει την εντύπωση πως είδε ποτέ τέτοιο τοπίο.
4. Κι ο πολύς Καριωτάκης το ίδιο κάνει στα δικά του γραπτά, όπως έδειξα πριν από καιρό σε 2-3 άρθρα.