1. Συνεχίζω με τους ποιητές του 19ου αιώνα – όλοι πάνω κάτω σύγχρονοι του Παλαμά κι επισκιασμένοι από αυτόν.
Ο Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923) έγραψε το γνωστό “Τραγούδι του αργαλειού” –
Τάκου τάκου ο αργαλειός μου/ τάκου, κι έρχεται ο καλός μου.
Όπως όλοι, γράφει κι αυτός για την αγάπη, για φιλιά, αγκαλιές, αυγές, ρόδα, ερημιές, ελπίδες, καρδιοχτύπια, όνειρα και παρόμοια στοιχεία του ρομαντισμού.
κι αν έχεις στάλα πονεσιάς μες στην καρδούλα σου/
λυπήσου με και δώσε την
σε χείλη διψασμένα, / ν’ αναστηθώ σα λούλουδο με τη δροσούλα σου.
Τα καταφέρνει σε τέτοια προσέχοντας τον ρυθμό και τη ρίμα. Έγραψε και μερικά σονέτα (στη σαιξπηρική μορφή με τρία τετράστιχα και καταληκτικό δίστιχο) που δεν προσφέρουν τίποτα καλύτερο από το απόσπασμα πιο πάνω. Τίποτα δεν ζωντανεύει να ξεπεράσει αυτή την κοινότυπη στιχουργική. Να το “Λύπη” από τα ώριμα τετράστιχα (1911):
Είναι βαριά κι ασήκωτα της λύπης τα φτερά,
και δέρνουνται ακατάπαυστα στις ρεματιές του χρόνου,
που αν γλυκοπαίζουν γύρωθε τα γάργαρα νερά,
το λαλητό τους χάνεται στο σπάραγμα του πόνου
Τώρα, γιατί πρέπει να έχει φτερά η λύπη δεν είναι ευνόητο και πολύ λιγότερο γιατί και πως “δέρνονται… στις ρεματιές του χρόνου” – οι οποίες αντιστοιχούν με τι;… Μετά, τα νερά θα είναι μέσα στη ρεματιά, όχι “γύρωθε”. Τέλος, δεν είναι “το λαλητό” των νερών που χάνεται αλλά μάλλον το “γλυκοπαίξιμο”.
2. Ο Αλέξανδρος Πάλλης (1851-1935) είναι γνωστότερος για τη μετάφρασή του της Ιλιάδας αλλά έγραψε και διάφορα ελαφρά ποιηματάκια χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις. Κι αυτός όπως τόσοι άλλοι προσέχει τη φόρμα – ρυθμό και ρίμα. Παίρνω μια στροφή από το “Μικρούλα” όπου καλεί τη μικρούλα να πάνε σ’ ένα ψηλό βουνό:
Εκεί τα χιόνια του ο Χιονιάς
μες στην καδιά της σκοτεινιάς/ διπλούφουχτα σωριάζει/
και σαν παλεύουν τα στοιχειά,
πύρινη γλώσσα σαν οχιά/ ο κεραυνός τινάζει.
Η προσωποποίηση του Χιονιά στέκει καθώς και η φράση “διπλούφουχτα σωριάζει”, αν και η “καρδιά της σκοτεινιάς” μου φαίνεται άκομψη. Η μεγάλη αδυναμία είναι η σύγκριση της αστραπής με οχιά η οποία οχιά καθώς σέρνεται σταχτιά δεν έχει ομοιότητα με την ηλεκτροφόρα σύντομη λάμψη.
Η στροφή εκφράζει επαρκώς τις κοινότοπες αρετές και αδυναμίες ης στιχουργική του Πάλλη.
3. Και ο Κ. Θεοτόκης (1872-1923) έγραψε σονέτα σαν τον Μαβίλη. Ελάχιστα δημοσιεύθηκαν όσο ζούσε. Τα πολλά τυπώθηκαν μετά τον θάνατό του.
Ο ΚΘ είναι γνωστός μάλλον ως πεζογράφος, διηγηματογράφος και μεταφραστής, παρά ως ποιητής. Και τα σονέτα του είναι απλά, ή, μάλλον, απλοϊκά, χωρίς την ποιητική του Μαβίλη. Παίρνω για ανάλυση ένα απόσπασμα από ένα σονέτο στο οποίο γράφει πως είναι κοντά σε μια ήσυχη λίμνη μαζί με μια γυναίκα και δεν μπορεί να λησμονήσει τη μαγική ματιά της:
………………Απ’ το κορμί μου
σαν άυλο γνέφι επέταξε η ψυχή μου
και το άχραντό σου ετύλιξε το σώμα
και τη φωτίζουν των ματιών σου οι αχτίδες,
και στον καθρέφτη του νερού την είδες
να τρεμολάμπει μες στο μπλάβο χρώμα.
Είναι απλοϊκή και συγχυσμένη παραποίηση. Το “γνέφι” είναι ‘σύν-νεφ-ο’. Μπορεί να νιώθεις πως τυλίγεις, ή πως τυλίγεσαι από, αγαπημένο πρόσωπο με το αίσθημα στοργής κλπ, μα η παρομοίωση “σαν άυλο σύννεφο” είναι κοινότοπη (πάει πίσω στον Όμηρο) και, καθώς απευθύνεται στην όραση μας, είναι δύσκολο να δει κανείς πώς η ζωντανή ψυχή τύλιξε το σώμα της γυναίκας. Ακόμα δυσκολότερο είναι να δει πώς, έτσι όπως τυλίγει το σώμα της γυναίκας, συγχρόνως φωτίζεται από τα μάτια της. Και τελικά, ανυπέρβλητη δυσκολία είναι το “άυλο γνέφι” (=ψυχή) “να τρεμολάμπει” στο μπλάβο νερό. Τελικά δεν λέει τίποτα.
Τα σονέτα του ΚΘ έχουν όλες τις αδυναμίες του τοτινού ρομαντισμού.