1. Ο ποιητής Λ. Μαβίλης (1860-1912) από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από Ισπανό ευπατρίδη, τον παππού του, πρόξενο στην Κέρκυρα που εγκαταστάθηκε μόνιμα στο νησί το 1818. Η μητέρα του ήταν από αριστοκρατική οικογένεια επίσης, Ιωάννα Καποδίστρια-Σούφα, και συγγενής του πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη. Σπούδασε φιλολογία ένα έτος στο Πανεπιστήμιο Αθήνας και μετά επί 12 έτη στο Μόναχο. Αλλά δεν είχε πρόγραμμα κι όταν τελείωσε έμεινε αργόσχολος με εξαίρεση τη συμμετοχή του στην Κρητική επανάσταση το 1896 και στην εκστρατεία στην Ήπειρο το 1897, όπου τραυματίστηκε, και αργότερα στον πόλεμο του 1912 οπότε πολέμησε ως εθελοντής με την κόκκινη στολή των Γαριβαλδινών για την απελευθέρωση της Ηπείρου και σκοτώθηκε. Νωρίτερα, 1910-11 ήταν ο εκλεγμένος αντιπρόσωπος στην Ελληνική Βουλή και αντιτάχθηκε στην επιβολή της καθαρεύουσας.
Ο ΛΜ είναι γνωστότερος για τα σονέτα του στοιχισμένα σε Πετραρχική φόρμα με δύο τετράστιχα κι ένα εξάστιχο (“Τα Ποιήματα”, Νεοελληνική βιβλιοθήκη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1990). Έγραψε και άλλα ποιήματα τα οποία όμως δεν έχουν τίποτα ιδιαίτερο και ανήκουν ολότελα στα κοινότοπα του τέλους του 19ου αιώνα:
Στην παντέρμη σιγαλιά/ Θα τη βρούμε αντάμα/
Την ξανθή μου κοπελιά,/ Το κρινάτο θάμα. (“Στροφές” 1898 περίπου.)
Η γλώσσα και στα ποιήματα και στα σονέτα είναι καθαρή Δημοτική με συχνούς επτανησιακούς ιδιωματισμούς: ‘αγιούλι’ = μενεξές, ‘ασκόνω’ = σηκώνω, ‘γνέφι’= νέφος, ‘διώμα ’= παράστημα/ομορφιά, ‘ζυγωμός’ = πλησίασμα, ‘θεωρία’= όψη/παράστημα, ‘κλωνί’= κόκκος/σπυρί, ‘μαϊκό’ = μαγικό, ‘ογρό’= υγρό, ‘ρεποθέμελο’= ερείπιο, ‘σύντα’= όταν, ‘τριοντίζω’ = ευωδιάζω, ‘ψυχαρούδα’ = πεταλούδα κλπ.
Από τα 56 σονέτα (γενικά σε ενδεκασύλλαβους ιάμβους μα λιγοστά σε δεκατρισύλλαβους) μερικά είναι καλά και απλά, όπως “Λήθη, Ελιά, Μούχρωμα,” άλλα πιο περίτεχνα, όπως “Αργυρόκουπα, Άνθρωπος”. Πολλά όμως, παρά τη μορφή και την ιδιαίτερη θεματολογία (ομορφιά, έρωτας, πατριωτισμός, πικρία, φιλία, φύση, μηδενισμός, θάνατος κλπ) δεν ξεπερνούν τη μετριότητα ενώ άλλα, ακόμα και από τα ώριμα όπως “Σωκράκι, Παλιοκαστρίτσα, Ανάξιο Α και Β” είναι κάτω του μέτριου.
2. Παρά τη σχετική καθαρότητα της γραφής του, ο ΛΜ δεν μπορεί να ξεφύγει από τα κλισέ, τις ρόδινες ομίχλες και τις ρομαντικές ατασθαλίες της εποχής του. Στο σονέτο όπου εγκωμιάζεται ο “Ιάκωβος Πολυλάς;” (1896 “Άπαντα” σ 77) βρίσκουμε την πρώτη στροφή –
Στην κορφή της ζωής όπου ροδίζει/ της Λευτεριάς αμόλευτος αγέρας./
και σαν ήχος αθάνατης φλογέρας/ η ποίηση, αηδόνι θείο, καλοκαρδίζει.
Ο νους κάνει ένα δυο άλματα και εικονίζει τη ζωή σαν βουνό στην κορυφή του οποίου αρχίζει να φαίνεται η ανατολή του ήλιου και “ροδίζει”, αλλά ροδίζει ο αέρας, “της Λευτεριάς ο αμόλευτος αγέρας”. Υποθέτω πως η αναφορά είναι στην ελευθερία του Έθνους. Είναι εικόνα ανυπόστατη. Κι αν τη δεχόμαστε, με λίγο δισταγμό, ο “αμόλευτος αγέρας” είναι πολύ παράξενη φράση. Ακολουθείται από την “αθάνατη φλογέρα” που κι αυτή είναι κοινότοπη με το υπεργήινο επίθετο “αθάνατη”. Μετά, “η ποίηση” (η όποια ποίηση;!) εισάγεται ως “αηδόνι θείο”, πάλι κάτι υπεργήινο, σαν να μην έφθανε το γνωστό μας αηδόνι. Σίγουρα δεν υπάρχει καθόλου έμπνευση εδώ και όλο αυτό εμένα δεν με “καλοκαρδίζει” καθόλου.
Παρακάτω λέει πως ο Πολυλάς σήκωσε “διαμαντένιο μετερίζι” (=πρόχωμα) κι ένα ναό “της Μεγαλόψυχης Μητέρας” (=Παναγίας, ή μάλλον Ελλάδας, φράση που απηχεί τη “Μητέρα Μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα” από το “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι” του Σολωμού) που “σαν ήλιος πορφυρίζει”. Το “διαμαντένιο μετερίζι” είναι υπερβολή, εδώ απαράδεκτη, όπως και ο ναός – εκτός του ότι ο Πολυλάς δεν άφησε αξιόλογο έργο. Ούτε ο ήλιος «πορφυρίζει» ούτε ο ναός.
Όποια συγκίνηση κι αν ένιωθε ο ΛΜ, όποια αφοσίωση, για τον “δάσκαλό” του Πολυλά, δεν νομίζω πως κατορθώνει να την μεταδώσει με αυτές τις μάλλον πρόχειρες γραμμές.
3. Γνωστότατο και συχνότατα ανθολογημένο είναι το σονέτο “Λήθη”. Αυτό έχει δυνατούς απόηχους από την ενδέκατη ραψωδία της “Οδύσσειας” όπου ο Οδυσσέας κατεβαίνει και συναντά τις ψυχές στον Άδη που διψούν για λίγο αίμα προβάτου, από τους Ορφικούς με τις δύο μεταθανάτιες βρύσες της μνημοσύνης (δεξιά) και της λησμονιάς (αριστερά) και από το τελευταίο βιβλίο στην “Πολιτεία” του Πλάτωνα όπου οι ψυχές πίνουν από το νερό της λήθης προτού (ξανα-)γεννηθούν. Ισχυρή κεντρική αντίληψη εδώ είναι πως οι νεκροί ξεχνούν τις οδύνες της ζωής και είναι καλότυχοι, ενώ οι ζωντανοί δεν ξεχνούν και είναι άτυχοι. Αυτό δεν είναι αλήθεια, βέβαια, διότι και οι ζωντανοί συχνά λησμονούν συμφορές και πόνο. Η όλη σύλληψη φαίνεται παράξενη και είναι μια προέκταση της αντίληψης πως η ζωή, όσο καλή κι ευχάριστη, έχει ωστόσο πικρίες και βάσανα.
Όμως εδώ η στιχουργική του ΛΜ είναι καλή με ένα μόνο ολίσθημα. Γράφει πως στο σούρουπο οι ψυχές πάνε να πιούν από “της λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση”,
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
αν κάποιος ζωντανός αγαπημένος κλάψει την ώρα εκείνη
Ο βούρκος, που συνήθως υποδείχνει τέλμα και βρομιά, δεν ταιριάζει με το καθαρό νερό που ρέει και φεύγει συνεχώς.
4. Γενικά η γραφή του Μαβίλη έχει καλύτερη συγκρότηση και λιγότερη θολούρα.
Πάλι ξυπνάει της άνοιξης τ’ αγέρι/…/
σα νύφ’ η γη, πό’χει άμετρα άνθη προίκα,
λάμπει ενώ σβηέται της αυγής τ’ αστέρι. (“Πατρίδα”)
Εδώ τα σχήματα λόγου δεν είναι πολύ εντυπωσιακά μα έχουν ΑΑ και η εικόνα της γης ως νύφη που λάμπει με αναρίθμητα άνθη (και το φως της ανατολής) ενώ σβήνει ο Αυγερινός (παραδοξολογία) έχει γλαφυρότητα και φρεσκάδα.
Το “Αργυρόκουπα” έχει μεγάλο ενδιαφέρον διότι, εκτός από την άρτια στιχουργική του, επιχειρεί και πετυχαίνει να χρησιμοποιήσει τις ακριβείς αναλογίες/αντιστοιχίες των “μεταφυσικών ποιητών” στην Αγγλία γύρω 1600 (βλ Εκδρομή στην Αγγλία). Εδώ ο ΛΜ παρομοιάζει τον εαυτό του με ένα “κρουσταλλένιο, διάφανο… ποτήρι” γεμάτο κρασί και μια ωραία, περήφανη αριστοκράτισσα με μια πολυτελή “αργυρόκουπα πλούσια ιστορισμένη”. Αυτή μένει ασυγκίνητη από τον έρωτα του και μάλιστα με “το σκούντημά” της “τσακίζει” το ποτήρι (και την καρδιά του ποιητή).
Αξιοπρόσεκτο (και κάπως παράξενο) είναι και το «Ανεμόμυλος» (1895) στο οποίο συνενώνει τη δική του διάθεση απογοήτευσης με την παροδικότητα της ζωής και τη Βεδική φιλοσοφία που βλέπει την ποικιλόμορφη παράσταση της ζωής και της φύσης σαν μια υπερεπιβολή πάνω στην αμετάβλητη πραγματικότητα του Μπράχμαν:
Ο κόσμος είναι πλανερό μαγνάδι
Κεντισμένο με ρόδα και με βάγια
Μ’ήλιους και μ’άστρα, που τ’απλώνει η Μaya
Απάνου στης Αλήθειας το σκοτάδι.
Η maya ‘μάγια’ είναι η δύναμη που δημιουργεί τον σύνολο κόσμο μα και η πλανερή παράσταση των φαινομένων που μας ελκύει κι αιχμαλωτίζει, ενώ καλύπτει την αλήθεια/πραγματικότητα του Μπράχμαν (= Πνεύμα Απόλυτο).
Γράφει για τη λαχτάρα “να γλυτώσουμε απ΄ “όλα μας τα πάθη” και “να μπούμε” στη “θεϊκή ανυπαρξία”. Μα εδώ δηλώνει κάποια δική του διάθεση μηδενισμού. Στη Βεδική φιλοσοφία η ψυχή περνά όχι σε ανυπαρξία μα στην πληρότητα Ύπαρξης, Νοημοσύνης και Μακαριότητας. (Προφανώς ο ΛΜ είχε γνωρίσει απόψεις της Ινδικής φιλοσοφίας στη Γερμανία.)
5. Ξεχωρίζει ο Μαβίλης από τους στιχουργούς του 19ου αιώνα, μετά τον Σολωμό. Δεν είναι μεγάλος αλλά οπωσδήποτε πολύ καλύτερος από τους πλείστους στιχογράφους του 20ου αιώνα. Η δυσκολία έγκειται στο ότι ούτε η γλώσσα του με το ιδιωματικό λεξιλόγιο, που αναφέραμε νωρίτερα, §1, και που έχει εξαφανισθεί από την καθομιλουμένη, ούτε η θεματολογία του ούτε η αυστηρή φόρμα του σονέτου, ελκύουν πια όπως ο ελεύθερος στίχος και οι προβληματισμοί της εποχής μας.
Πρέπει όμως να θυμόμαστε πως το σονέτο είναι μια πολύ απαιτητική μορφή. Τη δοκίμασαν ο Θεοτόκης και ο Παλαμάς (“Τα Δεκατετράστιχα”) μα ούτε ο ένας ούτε ο άλλος έχουν να δείξουν σονέτα εξίσου καλοφτιαγμένα. Ας σημειώσουμε πως ενώ η φόρμα ήταν γνωστότατη, ούτε ο Έλιοτ ούτε ο Σεφέρης ούτε ο Ελύτης, δοκίμασαν να γράψουν έστω κι ένα. Μερικοί που δοκίμασαν, όπως ο Λάγιος, δεν παρουσίασαν τίποτε αξιοπρόσεκτο.