1. Είναι καιρός να ασχοληθώ με τους ποιητές του 19ου αιώνα, που πολύ ουσιαστικά έβαλαν τα θεμέλια για όλη τη μεταγενέστερη και, φυσικά, τη σύγχρονη ποίησή μας.
Πρώτος και κατά πολύ καλύτερος είναι ο Σολωμός. Δίκαια θεωρείται “εθνικός ποιητής”, όχι μόνο διότι οι δύο πρώτες στροφές από το ποίημά του Ύμνος εις την Ελευθερία έγιναν ο Εθνικός μας Ύμνος, μα και γιατί χρησιμοποίησε αποκλειστικά τη Δημοτική κι επιπλέον, για μένα, γιατί έγραψε άψογη ποίηση. Μαζί του θα ασχοληθώ αργότερα.
Πολλοί Επτανησιώτες και άλλοι στιχουργοί αργότερα στην Αθήνα, ο Παλαμάς και οι σύχρονοί του, επίσης χρησιμοποίηαν τη Δημοτική κι έτσι ενδυνάμωσαν τη βάση για την καθιέρωσή της ως εθνική μας γλώσσα – απορρίπτοντας την Καθαρεύουσα. Ο Παλαμάς ξεχωρίζει επίσης κυρίως λόγω της τεράστιας επίδρασής του σε σύγχρονους και νεότερους. Για τον Παλαμά έγραψα ήδη.
Οι περισσότεροι στιχουργοί στον 19ο αιώνα γράφουν περίπου για τα ίδια θέματα και με το ίδιο ύφος. Μερικοί ξεχωρίζουν με τις φόρμες που υιοθέτησαν (όπως ο Μαβίλης με τα σονέτα του), άλλοι με την καλή στιχουργική τους (όπως ο Μαρκοράς) και άλλοι για την ονειροπαρμένη κακοτεχνία τους (όπως ο Κώστας Χατζόπουλος).
Γενικά δεν υπάρχουν πολλά να διαλέξεις για τέρψη και όφελος. Δεν απαντάμε την ασυναρτησία των μοντέρνων αλλά βρίσκουμε μεγάλη αδυναμία επειδή οι στιχουργοί αφέθηκαν στον ρόδινο κόσμο του άλογου ρομαντισμού. Σχεδόν όλοι προσέχουν το μέτρο, τον ρυθμό και τη ρίμα, αλλά σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις βρίσκεις αξιόλογα σχήματα λόγου που παράγουν καλή ποίηση. Αντλούν, ως επί το πλείστον, από έναν ονειρόκοσμο φαντασιόπληκτο με χαρές, πίκρες και δακρύβρεχτες θλίψεις, που δεν έχει πολλή σχέση με την πραγματική τους καθημερινότητα. Μερικοί, φυσικά, έπαιρναν για θέμα τους την Επανάσταση του ‘21 και αργότερα τους βαλκανικούς πολέμους. Κυριαρχούσε παντού ο ρομαντισμός σε μια ή άλλη μορφή και ο πατριωτισμός – όχι όμως η καλή ποίηση.
2. Ο Λ. Πολίτης στην Εισαγωγή του στον πέμπτο τόμο της Ανθολογίας του γράφει εγκωμιαστικά για τον Ιούλιο Τυπάλδο: “ο ρομαντισμός της εποχής μεταβάλλεται στην ποίησή του [δηλ. Τυπάλδου] σ’ έναν αβρό, ευγενικό ιδανισμό, που εκφράζεται με λυγερούς, μουσικότατους στίχους, θυμίζοντας το Σολωμό της πρώτης κερκυραϊκής περιόδου” (σ 8). Δεν δίνει όμως παραδείγματα κι έτσι δεν ξέρουμε σε τι αναφέρεται. Οπωσδήποτε υπάρχουν στίχοι που θυμίζουν Σολωμό, όπως στο “Παιδάκι και ο Χάρος” όπου ένα παιδάκι κάθεται στην ακροποταμιά (σ 100):
Και μεμιάς άστραψαν / μες στα νερά
τα μοσχομύριστα / χρυσά μαλλιά.
Φεύγουν τα κύματα / φεγγοβολώντας
τ’ άνθη παράμερα / απαρατώντας.
Μόνο που ο Σολωμός δεν έχει τέτοιες υπερβολές όπως εδώ “τα μοσχομύριστα χρυσά μαλλιά” και τα τρεχούμενα “κύματα” που φεγγοβολούν. Είναι ο “ιδανισμός” του Πολίτη, βέβαια, αλλά είναι μάλλον επίπλαστος. Πολλές τέτοιες γραμμές βρίσκουμε στο “Πλάσμα της φαντασίας” όπως η στροφή (Γαλαξίας, τόμος Ε’, σ 111) –
Συχνά η ψυχή μου υψώνεται / στον άπλαστον αιθέρα
κόσμους ξανοίγει αγνώριστους / όπου αναβρύζει η μέρα.
Γύρου αντηχάει ανέκφραστη / ουράνια μελωδία,
χύνουν κρυφή ευωδία / τα ρόδα τ’ ουρανού.
Κι εδώ βρίσκουμε “ιδανισμό” αλλά ποιοι είναι αυτοί οι άγνωστοι κόσμοι από “όπου αναβρύζει η μέρα”; … “Η ουράνια μελωδία” πιθανώς απηχεί τη μουσική αρμονία των σφαιρών από την εποχή των Πυθαγορείων, αλλά πώς είναι “ανέκφραστη”; Και τί είναι “τα ρόδα τ’ ουρανού” που “χύνουν κρυφή ευωδία” – ή με τί αντιστοιχούν; … Εξίσου ψευτο-ιδανική είναι και η περιγραφή στην τελευταία στροφή (σ 114):
Εσύ το έρμο μνήμα μου / με ρόδα θα στολίσεις
κι αυγή και βράδυ θα ‘ρχεσαι / δάκρυα σ’ αυτό να χύσεις·
και μέσα από τον τάφο μου, / σαν αύρα δροσισμένη,
νύκτα βαθιά θα βγαίνει / μια μελωδία κρυφή.
Έχουμε το θάνατο, τα δάκρυα και τα ρόδα που θα χύνονται στο μνήμα. Η φράση “νύκτα βαθιά” είναι αμφίσημη: ή τη νύχτα θα βγαίνει η “κρυφή μελωδία” ή η μελωδία θα είναι συγχρόνως και νύχτα βαθιά. Ούτε η μια ούτε η άλλη έννοια σώζει την ανυπόστατη κατάσταση που δεν χρειάζεται άλλα σχόλια.
3. Παρότι ολισθαίνει, ο Γεράσιμος Μαρκοράς γράφει καλούς στίχους. Δημοσιευμένος το 1875, Ο Όρκος περιγράφει σε ομοιοκατάληκτα δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα την επανάσταση στην Κρήτη και την ανατίναξη του Αρκαδίου συνδέοντας αυτά τα ηρωικά γεγονότα με την αγάπη του Μάνθου και της Ευδοκίας και τον θάνατο του πρώτου. Στο δεύτερο μέρος, όταν η οπτασία του Μάνθου αφηγείται την ανατίναξη του μοναστηριού στην Ευδοκία η οποία έχει φθάσει στα μαυρισμένα ερείπια, είναι μερικοί στίχοι μεγάλης ομορφιάς, όπως (Γαλαξίας Ε΄, 157-158):
Μες στην αυλή κι ο ηγούμενος αγάλια κατεβαίνει,
με μια σημαία στο χέρι του και μ’ όψη πυρωμένη,
όπου, πριν στάχτη το κορμί σε λίγο καταντήση,
η αθανασία το φέγγος της επρόλαβε να χύση.
Μέσα στα δεδομένα της δημοτικής παράδοσης με απλό και λιτό τρόπο μετουσιώνεται το πύρωμα της μάχης που αντανακλάται στην όψη του ηγουμένου σε φέγγος της αθανασίας, αφού είχε ήδη πάρει την απόφαση ν’ ανατινάξει τη μπαρουταποθήκη και το μοναστήρι. Σ’ ένα μακροσκελές σύγχρονο επικό όπως Ο Όρκος θα υπάρχουν σίγουρα και πολλές γραμμές φουσκωμένες με διάφορα πεζά κοινότυπα. Αλλά υπάρχουν αρκετά αποσπάσματα με καλαίσθητα δίστιχα που δείχνουν μια αξιόλογη λεπτότητα στιχουργικής, όπως όταν ο Μάνθος, αφού βοηθήσει τον τραυματισμένο ηγούμενο να κατέβουν στη σκοτεινιά της πυριτιδαποθήκης, αποχαιρετά νοερά το φυσικό περιβάλλον και την αγαπημένη του Ευδοκία και σκέφτεται την ευτυχία που θα χάσει (Γαλαξίας Ε΄, 160):
Για μια στιγμή, που διάβηκε σαν αστραπής αχτίδα,
τα χρυσωμένα ονείρατα της ευτυχίας μας είδα […]
Ας πάρουμε ακόμα ένα απόσπασμα από το δεύτερο μέρος Ο Όρκος του ΓΜ που περιγράφει την πολιορκία στο Αρκάδι της Κρήτης όπου ο ηγούμενος προτιμά να τιναχτεί στον αέρα μαζί με τους πολεμιστές παρά να παραδοθεί (Γαλαξίας, τόμος Ε’, σ 160).
και τον ηγούμενο θωρώ. Δαυλί αναμμένο εκράτει
που τόσο δεν ξεσπίθιζε σαν του γενναίου το μάτι
γιατί τον εύρηκε πικρό, φαρμακωμένο βόλι
και από την όψη του η ζωή σ’ εκείνο πήγε όλη.
Ας μη χάσουμε πολύ χρόνο αναλύοντας κάθε στίχο. Ο τρίτος αρκεί. Ο ηγούμενος χτυπήθηκε θανάσιμα από βόλι. Αλλά ο ποιητής μιλά για πικρό, φαρμακωμένο βόλι – κάτι που εξάπαντως δεν ήταν το βόλι. Η πίκρα ανήκει σε μας που χάνουμε τον ήρωά μας, όχι στο βόλι. Και βέβαια δε χρειάζεται δηλητήριο μια σφαίρα που βρίσκει ένα κρίσιμο σημείο όπως το κούτελο, την καρδιά, το συκώτι. Ο ποιητής εδώ χρησιμοποιεί το κλισέ της εποχής του και της δημοτικής ποίησης μηχανικά. Το πικρό είναι αποδεκτό σαν μετάθεση του συναισθήματος της πίκρας την οποία νιώθουν αυτοί που έχασαν τον ηγούμενο αλλά το φαρμακωμένο δεν είναι αποδεκτό: είναι και πλεοναστικό. Ο 4ος στίχος επίσης είναι ατυχής: ναι, η ζωή όλη έφυγε από την όψη του ηγούμενου (δηλ, έγινε κάτωχρος) αλλά δεν πήγε στο βόλι, διότι κι εκείνο ακινητοποιήθηκε κι αχρηστεύθηκε.
4. Ας πάρουμε τρεις στροφές από το ‘Ρεγγίνα Σκάρπα’, ένα πολύ διαφορετικό ποίημα του ίδιου ποιητή που εκθειάζει μια όμορφη παρθένα που πέθανε (σ 140-142).
Ξενιτεμένος άγγελος/είσαι ακριβή παρθένα!
Του κάκου με ταπείνωση,/ τ’ άσπρα φτερά κλεισμένα,
όλο το φως σου απέκρυψες/ μες στην ωραία ψυχή
[…]
Σε κράζουν τ’ άστρα πού ‘χουνε/ λάμψη από σε και χάρη
προτού ν’ ανοίξη απάντεχα/ κι εκείθε να σε πάρη
νέος ουρανός αγνώριστος:/ η μητρική αγκαλιά.
Σε κράζουν και τρεμάμενα/ το βράδυ αν τ’ αγρικήσης,
έλα, σου λένε απόκρυφα,/ έλα ψηλά να ζήσης!
Και με τ’ αγνά τους δάκρυα/ σου βρέχουν τα μαλλιά.
Ας παραμερίσουμε τις ιδιαιτερότητες της γλώσσας της εποχής: η κατάληξη σε -ης/η της υποτακτικής· ταπείνωση =ταπεινότητα· αγνώριστος = άγνωστος. Ξενιτεμένος άγγελος είναι μια εντυπωσιακή μεταφορά που αναπτύσσεται ωραία στους επόμενους στίχους (άσπρα φτερά, το φως σου) – εκτός από το μάλλον αόριστο ωραία για την ψυχή. Η επόμενη στροφή επίσης δεν έχει κανένα σοβαρό ψεγάδι. Το κράζουν για τ’ άστρα μπορεί να θεωρηθεί πως αντιστοιχεί στο τρεμοσβήσιμό τους που είναι σα μήνυμα για την κόρη. Είναι και μια υπερβολή αποδεχτή στη Δημοτική μας Παράδοση. Η μητρική αγκαλιά είναι αμφίσημη υποδείχνοντας (α) τη βιολογική μητέρα της κόρης που έχει πεθάνει και βρίσκεται στον ουρανό ή (β) τον ίδιο τον ουρανό που είναι μεταφορικά η προέλευση της κόρης ως αγγέλου. Μέχρι εδώ οι στίχοι λειτουργούν άψογα σύμφωνα με την ΑΑ. Μπορεί η θεματολογία να ανήκει στο ρομαντικό κόσμο της εποχής και να προκαλεί ενόχληση στις ευαισθησίες μας στον 21ο αιώνα. Όμως η ποιητική είναι πολύ καλή.
Αλλά ο ποιητής δε μπορεί να διατηρήσει την ποιότητα. Στον τρίτο στίχο της επόμενης στροφής έχουμε το επίρρημα απόκρυφα =κρυφά, σε μυστική γλώσσα. Εδώ ο ποιητής γλιστρά επικίνδυνα: διότι αν τα άστρα μιλούσαν στην κόρη απόκρυφα, τότε ο ίδιος δε θα ήξερε πως την καλούσαν να πάει να ζήσει ψηλά. Είναι η μανιέρα και το λεξιλόγιο της εποχής του – το τρεμούλιασμα των άστρων να θεωρείται ομιλία μυστική. Οι δυο τελευταίοι στίχοι μάλιστα ξεπέφτουν και σχεδόν χαλάνε όλες τις προηγούμενες ωραίες εντυπώσεις. Διότι εγείρεται το αδυσώπητο ερώτημα – με τι αντιστοιχούν τα δάκρυα των άστρων; Με τίποτα είναι η σκληρή απάντηση. Αν έβρεχε ή αν υπήρχαν στάλες δρόσου στον αέρα, ίσως να γινόταν δεκτή η μεταφορά αυτή, αλλά τίποτα τέτοιο δε μνημονεύεται. Απεναντίας, τα δάκρυα είναι αγνά και βρέχουν τα μαλλιά της κόρης. Ο ποιητής προσπαθεί εδώ, υποπτεύομαι, να εξιδανικεύσει την κατάσταση και να δώσει την εντύπωση πως τα άστρα νιώθουν λύπη που η κόρη έχει ξενιτευθεί σ’ έναν κατώτερο κόσμο, αλλά αυτό δεν κάνει καθόλου πιστευτά τα δάκρυα και το βρέξιμο των μαλλιών. Νομίζω – αν και μπορεί να κάνω λάθος εδώ – πως ο ποιητής δε νιώθει κανένα αληθινό αίσθημα πέρα από κάποια συμβατική συγκίνηση που οι άνθρωποι δείχνουν σε τέτοιες περιπτώσεις· γιαυτό τελικά καταφεύγει σε κάτι ανυπόστατο, ψεύτικο – αστρικά δάκρυα που βρέχουν τα μαλλιά.
5. Ο Μαρκοράς, όπως νωρίτερα ο Τυπάλδος και όπως οι στιχουργοί όλοι αργότερα, δεν μπορεί να διατηρήσει την καλή ποιότητα που παρουσιάζει σε 2-3 στίχους ή μια στροφή. Είναι μια αδυναμία που παρατηρείται σε όλους τους ποιητές μετά τον Σολωμό.
Αυτό πρέπει να οφείλεται σε έναν λεπτό ψυχολογικό παράγοντα που με τη συνηθισμένη μυωπία τους οι κριτικοί και οι “ποιητές” οι ίδιοι αγνοούν. Είναι η φιλοδοξία, για λάθος λόγους, να περνά κάποιος για ποιητής με εξυπνακισμούς και (όπως σήμερα) με αποκρουστικές, σοκαριστικές εικόνες, αντί να γράφει γνήσια ποίηση, όμορφη ποίηση (έστω κι αν περιέχει πόνο), που εμπνέει και κάνει τον νου να ανοίξει με θαυμασμό και ήρεμη χαρά.
Είναι φανερή και τεράστια η διαφορά μεταξύ, πχ. του στίχου
Σε κράζουν τ’άστρα πού’χουνε/ λάμψη από σε και χάρη
και της γραμμής όπου τα άστρα
… με τ’αγνά τους δάκρυα/ σου βρέχουν τα μαλλιά.