1. Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γεναμένο από λίγα χορτάρια
που είχαν μείνει στην έρημη γη.
Είναι η ρομαντική εποχή σε όλη την Ευρώπη και, όπως όλοι ξέρουμε πια, αυτό είναι ένα πατριωτικό επίγραμμα του 1824 λίγο μετά τον σφαγιασμό και πυρπολισμό των Ψαρών.
Είναι λιτό και παραπλανητικά απλό: οι καλοδιαλεγμένες λέξεις δημιουργούν ζωγραφικό πίνακα ενώ ο ρυθμός και η ομοιοκαταληξία βεβαιώνουν την ποιητική μορφή.
Από μακριά βλέπουμε τη ράχη της μαυρισμένης οροσειράς και του σύνολου νησιού και πλησιάζοντας διακρίνουμε τη Δόξα να περπατά μονάχη. Θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε γυναίκα/κοπέλα, μα καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για μια παρουσία μάλλον, προσωποποίηση της δόξας, που συνοδεύει τους γενναίους. Η δόξα είναι “μονάχη” και το επίθετο τονίζει την τρομακτική καταστροφή (“ολόμαυρη ράχη”). Καθώς περιφέρεται εξετάζει “τα λαμπρά παλληκάρια”, που έχουν σκοτωθεί. Αυτά, στο υλικό επίπεδο, λάμπουν ίσως με τα άρματα, τα κεντήματα στα ρούχα τους και το νωπό αίμα, λάμπουν με φόντο τη μαυρίλα της γης, λάμπουν και μεταφορικά ως ένδοξοι αγωνιστές, ως ηρωικό παράδειγμα (ίσως και μεταφυσικά, αν έχουμε στον νου μας την ιδέα του Σολωμού ότι ο θάνατος είναι είσοδος στο φως).
Ο τέταρτος στίχος ισχυροποιεί την προσωποποίηση με το στεφάνι που η Δόξα φοράει. Κι εδώ ο ποιητής, χρησιμοποιεί αντί για τη δημοτική λέξη ‘μαλλιά’ τη λέξη “κόμη” που είναι αρχαϊζουσα και συνδέει με την κλασική περίοδο της Ελλάδας και τους άλλους πολέμους που έγιναν τότε στον 5ο αιώνα και νωρίτερα. Τώρα όμως το στεφάνι δεν είναι από ελιά ή δάφνη, όπως στην αρχαιότητα, μα λίγα χορτάρια που είχαν απομείνει στην ερημωμένη γη.
Το αναπαιστικό μέτρο (υυχυυχ…) δίνει έναν ρυθμό σαν ηρωικό και πένθιμο εμβατήριο (και βηματισμό που ταιριάζει με το βάδισμα της Δόξας).
Η Δόξα, το φως στα παλικάρια και τα λίγα χορτάρια υπονοούν μια συνέχεια ζωής, μια πιθανή αναγέννηση.
2. Αυτό το ποιηματάκι που γράφτηκε το 1824 είναι αριστούργημα με ολοφάνερη την Αντικειμενική Αντιστοιχία σε κάθε σχήμα και εικόνα. Βρίσκουμε την ίδια άψογη τεχνική και στα πρώιμα ποιήματα που ο Σολωμός έγραψε 2 ή 3 χρόνια νωρίτερα. Ας μην ξεχνάμε πως έγραφε ποιήματα στα Ιταλικά πολύ νωρίτερα και χρειάστηκε να μελετήσει εντατικά τα Δημοτικά τραγούδια μας και την Κρητική ποίηση πριν μάθει αρκετά καλά τα Ελληνικά για να στραφεί σε αυτή την κατεύθυνση.
Στο “Τρελή Μάνα” (ή, “Το Κοιμητήριο”), που αργότερα ενσωματώθηκε στο Λάμπρος, ο ΔΣ γράφει για δύο αδερφάκια που σκοτώθηκαν από αστροπελέκι και θάφτηκαν μαζί:
Ροδοστεφάνωτα,/ ασπροεντυμένα,/ τα κατεβάσανε/
αγκαλιασμένα/ μέσα στην ύστερη/ αλησμονιά./
Ρομαντικός ιδανισμός, σίγουρα, μα καμιά υπερβολή, προσποίηση, ασυναρτησία. Τα δυο παιδικά σώματα μπορεί κάλλιστα να ήταν “αγκαλιασμένα, ασπροντυμένα και ροδοστεφάνωτα” (αφού ακόμα και σήμερα βάζουμε και ρίχνουμε λουλούδια μέσα στο μνήμα). Αλλά η ποιητική δεξιότητα αστράφτει στο τέλος. Περιμένουμε πως “τα κατεβάσανε” στο μνήμα, τάφο, λάκκο, Άδη/Τάρταρα – κάτι στον υλικό κόσμο που υπονοείται με το κατέβασμα. Είναι όμως “μέσα στην ύστερη αλησμονιά” – κάτι αφηρημένο! Αυτό όμως καλύπτει πλήρως την κατάσταση: τα παιδιά έχουν λησμονήσει οριστικά τον κόσμο των ζωντανών και οι ζωντανοί θα τα λησμονήσουν ολοκληρωτικά αργότερα.
Πόσο διαφορετική είναι η σχετική στροφή του Τυπάλδου, ενός άλλου Επτανησιώτη ποιητή.
Εσύ το έρμο μνήμα μου/ με ρόδα θα στολίσεις
κι αυγή και βράδυ θα’ρχεσαι/ δάκρυα σ’αυτό να χύσεις/
και μέσα από τον τάφο μου,/ σαν αύρα δροσισμένη,/
νύχτα βαθιά θα βγαίνει/ μια μελωδία κρυφή.
Εδώ έχουμε τον θάνατο, ρόδα και δάκρυα που θα πέφτουν στον τάφο, και δροσερή αύρα! Όλα τα συστατικά του πλαδαρού ρομαντικού ιδανισμού. Και μέσα από το μνήμα θα βγαίνει “νύχτα βαθιά”, που λειτουργεί αμφίσημα ως χρονικά επιρρηματική φράση (μέσα στη νύχτα), ή ως παράθεση που προσδιορίζει την “κρυφή μελωδία” (δηλαδή η μελωδία θα βγαίνει ως νύχτα!). Αλλά ούτε η μια ούτε η άλλη έννοια σώζει την ανυπόστατη κατάσταση αφού μελωδία δεν βγαίνει από τον τάφο!
Αυτή ακριβώς είναι η διαφορά μεταξύ ποιητή (Σολωμός) και στιχοπαραγωγού ή παραποιητή (Τυπάλδος).
3. Ποια είναι τούτη/ που κατεβαίνει/ ασπροεντυμένη/ οχ’[=απ’] το βουνό;/
Τώρα που τούτη/ η κόρη φαίνεται/ το χόρτο γένεται/ άνθι απαλό/
κι ευθύς ανοίγει/ τα ωραία του κάλλη/ και το κεφάλι/ συχνοκουνεί,/
κι ερωτευμένο/ να μην το αφήσει/ να το πατήσει/ παρακαλεί/…
Πάλι έχουμε μια εξιδανίκευση – τώρα μιας άγνωστης γυναίκας. Στο τέλος μαντεύουμε πως είναι η προσωποποίηση της Άνοιξης. Ας κάνουμε πάλι μια σύγκριση με ανάλογο ποίημα του Μανούσου, επίσης Επτανησιώτη, “Ένα σου δάκρυ”:
Αν ίδης άνθη, χόρτο ή λουλουδάκι/ γλυκά να σε θωρεί και να χλωμιάζει,/
ή ψηλό δέντρο, ή φουντωτό κλαράκι/ τσ’ αγκάλες σου μεμιάς ν’ ανθοσκεπάζει!
Αυτό απευθύνεται στην αγαπημένη, που με την ομορφιά της κάνει κάθε λουλούδι/χόρτο να φαίνεται χλωμό – μια συνηθέστατη υπερβολή της εποχής. Είναι όμως δύσκολο να καταλάβει κανείς πως ακριβώς το ψηλό δέντρο ή το κλαράκι θα ανθοσκεπάσουν τις αγκάλες της! Τέτοιες ανόητες ρομαντικές αυθαιρεσίες είναι συχνότατες – και δίνουν παραποίηση.
Ο ΔΣ δεν αυθαιρετεί. Η ανωτερότητά του φαίνεται και στη σύλληψη και την εκτέλεση. Και οι δύο ποιητές εκθειάζουν μια όμορφη γυναικεία μορφή, ενσωμάτωση του ιδανικού, μπροστά στην οποία υποκλίνεται η φύση. Ο Μανούσος γλιστρά σε σύγχυση καθώς δίνει τις ανυπόστατες εικόνες όπου η βλάστηση χλωμιάζει (???) μπροστά στην υπέρτερη ομορφιά της αγαπημένης, μετά “ανθοσκεπάζει” τις αγκάλες της. Ο ΔΣ την αποκαλεί “κόρη” και τη ντύνει με την αγνότητα του λευκού αλλά θέτει πολύ έντεχνα το ερώτημα – “ποια είναι;” Δεν ξέρει, λέει, κι έτσι δεν επιμένει ούτε προσπαθεί να μας πείσει πως υπάρχει μια τέτοια κόρη. Θέλει να μάθει και ο ίδιος. Μετά, εδώ δεν περιγράφει την Κόρη, αλλά γρήγορα στρέφεται στη βλάστηση, στο φυσικό και αποδεχτό άνθισμά της. Αφού εδραιώσει τη φυσική πραγματικότητα (το χορτάρι όντως ανθίζει και κουνιέται στο αγέρι), θα προχωρήσει να περιγράψει τα ομορφα μέλη της Κόρης. Έτσι δεν προκαλεί δυσπιστία. Και τελειώνει το ποίημα ξαναρωτώντας –
Ποια είναι τούτη ….;
4. Το μακροσκελές “Ύμνος στην ελευθερία” έχει πολλές ρηχές γραμμές και στροφές. Αλλά κι εδώ αναφαίνεται συχνά η ποιητική δεξιότητα του Σολωμού.
Μοναχή τον δρόμο επήρες,/ Εξανήλθες μοναχή:
Δεν είναι εύκολες οι θύρες/ Εάν η χρεία τες κουρταλεί. (10)
Είναι αξιόλογες οι μεταφορές όπου η αφηρημένη ανάγκη εκτελεί μια υλική πράξη (“κουρταλεί” = κρούει, κροταλεί) μα οι “θύρες” δεν είναι “εύκολες”! Mετά πάλι –
Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει,/ Λες κι εκείθεν η ψυχή/
Απ’το μίσος που την καίει/ Πολεμάει να πεταχθεί. (60)
Εδώ το ρήμα “ρέει” περιγράφει και τον ιδρώτα που κυλά, και το σώμα που πάει να λιώσει αλλά και την γρήγορη κίνηση του στη μάχη. Το “πολεμάει” επίσης υποδείχνει και τον εξωτερικό πόλεμο μα και την πυρετώδη εσωτερική ένταση. Το ίδιο και το “να πεταχθεί”: να ελευθερωθεί και από τον εχθρό και από το δικό της ξάναμμα.
Πού οφείλεται η ομορφιά της ποίησης του ΔΣ;… Πρώτον στο έμφυτο ταλέντο του, δεύτερον στις μελέτες του της ξένης αλλά και της καλύτερης ελληνικής ποίησης και τρίτον στο ότι διόρθωνε λάθη και βελτίωνε τους στίχους, όπως δείχνουν τα σχεδιάσματα και οι παραλλαγές. Σχεδόν πουθενά δεν υπάρχει ασυναρτησία. Σχεδόν παντού υπάρχει ΑΑ – ακόμα και στις ρηχές στροφές
Θα επανέλθω. Η ομορφιά της ποίησής του συνεχίζει αμείωτη και στα ώριμα ποιήματα ή σχέδια.