1. Τον Γιώργο Μπλάνα τον γνώρισα, όπως και άλλους, από την Ανθολογία … του
Ε. Γαραντούδη (εκδ. Νεφέλη, 1998). Γεννημένος το 1959, Αθήνα, έχει πολλές συλλογές στο ενεργητικό του από το 1987 και δώθε. Ο Γαραντούδης θεωρεί πως ο ΓΜ διέγραψε μια “φανερά θετική πορεία” και η πρώτη συλλογή του είναι “μελέτη θανάτου”, πίσω από διάφορες όψεις του κόσμου. Δίνει μάλιστα ως χαρακτηριστικό δείγμα ένα απόσπασμα:
Ο κόσμος μένει στόμα ανοιχτό/ κι απ’ το σκοτάδι της έκπληξής του/
μπαινοβγαίνουν σαν έντομα ανώφελα οι απορίες των νεκρών.
Ο Γαραντούδης το δίνει αυτό διότι και ο ίδιος είναι πελαγωμένος στις σύγχρονες πλάνες περί ποίησης. Αυτό τώρα μπορεί να θεωρείται ποιητικό, “χάρη στην ευρηματικότητα ορισμένων εικόνων” όπως γράφει ο Γαραντούδης – και πράγματι εντυπωσιακός είναι ο πρώτος στίχος. Το υπόλοιπο είναι σαχλαμάρα. Δεν βλέπω κανένα σκοτάδι στην “έκπληξη” ούτε “απορίες των νεκρών” ούτε ομοιότητα με έντομα. Ειναι σκέτη προσποίηση, αφού κανείς νεκρός δεν γύρισε σε μας.
Συχνά παρα-ποιητές ξεκινούν με κάτι εντυπωσιακό μα στη δεύτερη ή τρίτη γραμμή τα χάνουν. Και αυτό το συναντάμε συχνότατα στα κείμενα του ΓΜ.
Σε άλλο ανθολογημένο κείμενο από την πρώτη συλλογή (θα είναι εκεί και θα είναι : εγώ):
Όταν τα θρύψαλα της λιγοστής ζωής μου ηχήσουν / σαν κρύσταλλα κιτρινισμένα σε χαμένες / αίθουσες παράταιρων ονείρων / πέφτοντας στα καθαρά πλακάκια του λουτρού…
Εδώ τα “θρύψαλα” της ζωής του παραμένουν άγνωστα και δεν ξέρω γιατί και πότε
πρέπει να ηχήσουν. Περιμένω πως στις επόμενες γραμμές θα βρω μία εξήγηση. Εδώ ο ΓΜ πέφτει σε άλλο κοινό ολίσθημα των σύγχρονων ποιητάρηδων. Αντί να αναπτύξει τη ζωή του, που είναι το βασικό θέμα, αναπτύσσει το σκέλος της μεταφοράς και παρομοίωσης : θα ηχήσουν “σαν κρύσταλλα”, γράφει, ενώ αυτή η σύγκριση δεν έχει σχέση με, ούτε κι εξηγεί το πώς θα ηχήσουν, δηλαδή τι θα πούνε, τα θρύψαλα της ζωής του. Και το σχήμα λόγου αναπτύσσεται πιο πολύ με το “κιτρινισμένα” (ας μην μπούμε στις “αίθουσες παράταιρων ονείρων” που αυξάνει τη σύγχυση), και μετά πέφτουν στα πλακάκια του λουτρού – ίσως για να ξεπλυθούν! Και γιατί χωρίζεται το “χαμένες” από το “αίθουσες”;…
2. Ένα από τα πρώτα του κείμενα ξεκινά με τις γραμμές – Οι νεκροί κοιτάζουν τους ζωντανούς / πίσω από τζάμι θολό /θλιμμένη / σφίγγοντας στα βουρκωμένα χέρια τους ό,τι πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους.
Ας αφήσουμε παράμερα την αλαζονεία να νομίζει πως ξέρει τι κάνουν οι νεκροί. Πού βρίσκεται αυτό το “θολό τζάμι”; Πως βουρκώνουν τα χέρια (!) ; … και τι πρόλαβαν να πάρουν στα χέρια τους;… Θα μπορούσαμε να εξετάσουμε κι άλλα σημεία στην πρώτη συλλογή (όπως – “απελπισία της δύσκαμπτης σάρκας, δαίδαλος χοντρών νοσοκόμων” κλπ!) αλλά ας δούμε δείγματα από τη δεύτερη συλλογή Η αναπόφευκτη Ανθηρότητά σου. Στο πρώτο κιόλας τμήμα διαβάζουμε –
του φωτός τα διάφανα πουλιά / χτυπούν το τζάμι, σκύβοντας
να πιουν τα δάκρυα μου.
Να σημειωθεί πως στις προηγούμενες γραμμές έγραψε πως χιονίζει μα ο ίδιος περιμένει την άνοιξη με δακρυσμένα μάτια. Τώρα, ποια είναι τα “διάφανα πουλιά” του φωτός, με τι αντιστοιχούν στη φύση καθώς χιονίζει;…. Άγνωστο, ασύστατο. Κι εδώ ξεχνά το βασικό αντικείμενο, όποιο κι αν είναι και παρασύρεται από τα πουλιά που όχι μόνο “χτυπούν το τζάμι” μα σκύβουν κιόλας (αφού έχει ο ίδιος ανοίξει το τζάμι, υποθέτω, κι έχουν μπει μέσα) για να “πιουν τα δάκρυα ” του! Δεν θα μπορούσαν να πετάξουν κατευθείαν στα μάγουλά του, χωρίς να σκύβουν, και να πιουν;… Δεν είναι προσποίηση;…
Στο πέμπτο τμήμα αρχίζει –
Έσπερνες ολόγλυκες τις νύκτες του καλοκαιριού
Πως στην ευχή σπέρνονται νύχτες;… Το μόνο πράγμα που μπορούμε να σπείρουμε είναι σπόροι και μεταφορικά πράγματα που μοιάζουν με σπόρους. Όπως έγραφε ο Σολωμός – Νύχτα γεμάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια! Εδώ στο χωράφι της νύχτας είναι σπόροι σπαρμένοι τα άστρα. Αλλά πως σπέρνει νύκτες που δεν έχουν καμία ομοιότητα με σπόρους;…
3. Το 1991 δημοσιεύτηκε η τρίτη συλλογή, Νύχτα, κι αυτή με αριθμημένα τμήματα (εκδ. Νεφέλη). Στο πρώτο κιόλας βρίσκουμε ανθρώπους σαν τυφλούς να χτυπούν τον αγέρα
καθώς πετούσε / πάνω τους μαυροφτέρουγο πουλί η αθανασία.
Προσέξτε, δεν πετούσε κανένα πουλί εδώ μα “η αθανασία” έβλεπε δηλαδή την αθανασία να πετά πάνω τους “σαν μαυροφτέρουγο πουλί”! Μοιάζει τέτοια η αθανασία;… Πώς το ξέρει; …
Στο τέταρτο τμήμα βρίσκουμε πολύ παράξενα σχήματα λόγου:
τα περιβόλια ξύπνησαν / τινάζοντας στο φως τα καρπερά λειριά τους (!).
Τώρα το “λειρί” ξέρουμε πως είναι το κόκκινο σαρκώδες εξόγκωμα στην κορυφή του κεφαλιού του πετεινού. Εδώ με το πρωινό φως και το ξύπνημα βλέπουμε αμέσως τη σύνδεση με το κακάρισμα του πετεινού. Αυτό που δεν βλέπουμε όμως είναι την αντιστοιχία, ή αναλογία με λειρί, στο περιβόλι. Οι καρποί στα δένδρα δεν είναι όλοι κοκκινωποί (έχει και κίτρινους, πράσινους και καφέ) και δεν ορθώνονται όπως τα λειριά, τείνουν μάλλον να κρέμονται. Οπότε ποια “λαμπερά λειριά” τίναξαν τα περιβόλια ;…
Υπάρχουν και άλλα ευτράπελα σχήματα, μα πάω στο τμήμα 15 όπου
αλάτι άρχισε πια / ν’ασπρίζει αργά στις άκρες των μαλλιών μου.
Υποθέτω πως ο ΓΜ δεν αναρωτήθηκε γιατί νόμισε πως με το “αλάτι”που άσπρισε στις άκρες των μαλλιών του εμείς θα καταλαβαίναμε πως τα μαλλιά του θα άρχισαν να γκριζάρουν. Όμως οι γραμμές πιο κάτω –
Λάμπουν τα καρφιά των αστεριών, κι αν γέρνει / ο ουρανός από το βάρος των δυσκίνητων θεών του, / όμως δεν πέφτει.
Γιατί, πάλι, πρέπει να μπουν στη μέση τα καρφιά;… Τι προσθέτουν στην λάμψη των άστρων;… Τίποτα. Υπάρχει όμως υπόνοια πως ο ουρανός είναι υλικό κατασκεύασμα στερεωμένο με καρφιά. Αλλά πως ακριβώς “γέρνει” ο ουρανός και πως ξαφνικά γίνονται οι θεοί βαρείς και δυσκίνητοι;…
Μόνο στην ιδιωτική και αυθαίρετη μυθολογία του Μπλάνα.
4. Ας μην νομισθεί πως υπάρχει κάποια κατοπινή βελτίωση. Δέκα έτη αργότερα δημοσίευσε το Επεισόδιο (2001) σε τέσσερα μέρη. Εδώ υπάρχει μια καλή μεταφορά όταν γράφει – “προσπάθησα να μείνω / στα ρηχά της απελπισίας”. Αυτή όντας μοναδική πρέπει να είναι τυχαία μάλλον.
Σχεδόν παντού κυριαρχεί κακοτεχνία. Στο πρώτο μέρος “Εγκληματίας” διαβάζω πως υπάρχει “ένας θεός μυρμήγκι στο κάτεργο της σάρκας” όπου η πρόθεση είναι τόσο προφανής όσο και το συγχυσμένο τελείωμα: ούτε ο θεός μοιάζει με μυρμήγκι ούτε το μυρμήγκι βρίσκεται σε κάτεργο ούτε η σάρκα, παρά τους πολλούς περιορισμούς της, είναι κάτεργο για τον θεό! Μετά –
ξηλώσαμε τον ύπνο μας / για να μπαλώσουμε τα κουρέλια της ημέρας”;
Κι εδώ η πρόθεση είναι προφανής όσο και η ανυπόστατη τελείωση. Τι σχέση έχει το ξήλωμα του ύπνου με το ξύπνημα και ποια είναι “τα κουρέλια της μέρας”;…
Πάμε στο δεύτερο μέρος, “Λιποτάκτης”:
να μείνει ο κόσμος σκέτη δροσιά στους ώμους / σκέτη νυχιά στις κλειδώσεις;
Μόνο οι ώμοι χρειάζονται δροσιά;… Γιατί “νυχιά στις κλειδώσεις” μετά τη δροσιά;… και γιατί στις κλειδώσεις ;… Μετά συναντάμε –
λέξεις ορθάνοιχτες / σαν στόματα πουλιών παγιδευμένων
όπου η πρόθεση θέλει τις λέξεις στη χρήση τους ορθάνοιχτες και στα συμφραζόμενά τους παγιδευμένες σαν πουλιά, μα η παρομοίωση γίνεται με τα “στόματα” των πουλιών. Πως ακριβώς είναι οι λέξεις “ορθάνοιχτες” – έχουν άραγε πολλά νοήματα;… Αυτό μένει θεόκλειστο.
Στο τρίτο μέρος “Ερωτευμένη” επίσης βρίσκουμε μαργαριτάρια κακοτεχνίας:
στην πόλη / που θα φώλιαζα τη σκόνη της υπόλοιπης ζωής μου.
Τώρα πως ταιριάζει η περιορισμένη φωλιά με την διάχυτη σκόνη και γιατί η υπόλοιπη ζωή του είναι σκόνη παραμένει αδιευκρίνιστο… Στη συνέχεια έχουμε ακόμα μια ασύστατη μεταφορά όπου άνθρωποι ήθελαν “να κρατηθούν στο ναυάγιο της εικόνας τους”.
Στο τελευταίο και σύντομο μέρος, “Άμαχος”, διαβάζουμε για ένα λαγούμι που μυρίζει ανθρώπινο αίμα όταν βρέχει, (και μυρίζει βροχή όταν ματώνει).
Είναι το μοναδικό και τελευταίο σχήμα. Ας δεχθούμε την οσμή ανθρώπινου αίματος όταν βρέχει μέσα στο λαγούμι να εγείρεται ή μπαίνει από κάπου έξω. Μετά, στην αντιστροφή, πως στην ευχή ματώνει ένα λαγούμι; …
5. Το βρίσκω δύσκολο να πιστέψω πως ο ΓΜ (και όλος ο κύκλος των σύγχρονων στιχουργών) γράφουν θεληματικά τόσο ασυνάρτητα σχήματα. Το βρίσκω όμως εξίσου δύσκολο να πιστέψω πως δεν βλέπουν τη σύγχυση που επέρχεται καθώς η σκέψη δίνει μια ανυπόστατη μεταφορά ή παρομοίωση. Π.χ. ο Π. Μπουκάλας στο Επιστροφή γράφει για “κουβέντες … ευρύχωρες σαν την καρδιά της μοναξιάς” ή “Δανείστηκα ένα πτώμα / για να μυρίζω χώμα”!
Νομίζω πως οι ποιητές όλοι βλέπουν τη γραμμή με την ένοχη στροφή όπου εκτροχιάζεται η σαφήνεια της εικόνας και το έλλογο νόημα, αλλά παρασύρονται από την επιθυμία για πρωτοτυπία κι έτσι η προσπάθεια καταλήγει σε εξυπνακισμό, ή προχειρότητα ώστε να δημοσιευθούν σύντομα τα κείμενα τους. Συνεπώς δεν αφήνουν μια επαρκή απόσταση χρόνου να τα ξανακοιτάξουν και να κάνουν τις αναγκαίες διορθώσεις.
Εκτός κι αν ο παραλογισμός, όπως καθαρά στην περίπτωση του ακραίου σουρεαλισμού, έχει το πάνω χέρι στον νου τους. Δεν είναι τόσο απίθανο, αφού ο παραλογισμός κυριαρχεί πλέον σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής.