1. Γεννημένος το 1958, ο ΣΠ έχει δημοσιεύσει πολλές συλλογές με πρώτη Ανακτορία (1977). Ο καθηγητής Ε. Γαραντούδης ανακαλύπτει τη «λυρικά ανόθευτη εικονοποιϊα του πρώιμου Ελύτη» και αργότερα «ίχνη της σεφερικής φωνής» στα πρώτα του βιβλία. Εγώ θα πρόσθετα και τον τόνο αφήγησης του Σικελιανού και το ύφος περιγραφής του Rimbaud. Αλλά ενώ ο Γαραντούδης γράφει για «λυρική ενατένιση» και «ποίηση υψηλού φρονήματος και προθέσεων» (σ. 293, Ανθολογία ….. 1998 Νεφέλη) και μάλιστα εξετάζει το λεξιλόγιο («μπόλια, γιόμα, θανατικό, λιοτρίβι, ξόδι» κλπ., σ. 294) στη συλλογή Βυσσινιές στο Σκοτάδι (1991 ‘Ικαρος), όμως πουθενά, ως συνήθως, δεν αναλύει κάποιο στίχο να δείξει πώς εκφραζεται «ύφος κομψό, αλλά χωρίς επιτήδευση…. μείξη του λυρικού με το δραματικό στοιχείο» (σ. 295) και άλλα παρόμοια.
2. Είναι αλήθεια πως ο ΣΠ στις πρώτες συλλογές του δείχνει να υπόσχεται καλή ποίηση. Παίρνω μερικά παραδείγματα από τη Βυσσινιές…
Στο «Ο χωρικός» γράφει για έναν παραγιό που γονάτισε, σαν «μπροστά σε εικόνα», στα πόδια του αφεντικού –
μπροστά στο ξόανο το βλοσυρό/ που σώπαινε σα μοίρα.
Η μοίρα δεν «σωπαίνει», βέβαια, αλλά μιλάει με πρακτικούς τρόπους, όχι με λόγια. Όσο για το «ξόανο το βλοσυρό», αφού αυτό είναι ξύλινο, υποδηλώνει σκληρότητα, αναισθησία. Μια πολύ καλή εικόνα.
Στο «Ανεμοβρόχι» επίσης μας δίνει μια ωραία μεταφορά:
ο άνεμος ραντίζει με πυκνό/ απόσταγμα του φθινοπώρου/ τα τζάμια –
όπου το «απόσταγμα του φθινοπώρου» (=βροχή) υπαινίσσεται όλες τις ιδιότητες της εποχής μαζί και την ωρίμανση πολλών καρπών – αχλάδια, μήλα, ρόδια, λωτοί, κλπ. Αλλά τότε γίνεται και η απόσταξη οινοπνευματωδών, ρακής κλπ.
Στη συλλογή Άνθη του Νερού, στο «Χρυσόμαλλο δέρας» διαβάζουμε για ένα «αστραφτερό παιχνίδισμα» που –
τη νύχτα είναι από λευκό χρυσάφι / – οφθαλμαπάτη θησαυρού πάνω στο κύμα.
Ο ΣΠ γράφει βέβαια εδώ για το παιχνίδισμα του φεγγαρόφωτος.
Υπάρχουν και άλλες παρόμοιες εικόνες. Αλλά οι περισσότερες, όπως η τελευταία, είναι διακοσμητικές χωρίς πολύ βάθος. (Σε αυτήν την τελευταία ο νους πρέπει να κάνει άλμα μεγάλο για να δει την εικόνα ως σύμβολο για μια γενικότερη ψευδαπάτη των ανθρώπων που θεωρούν «θησαυρούς τις επίγειες επιτεύξεις τους .)
3. Με αναμενόμενη επιπολαιότητα ο Γαραντούδης δεν αναφέρει καθόλου το γεγονός πως πολλές από τις εικόνες και τα σχήματα λόγου του Σ.Π. στα πρώιμα ποιήματά του, που, υποτίθεται, απηχούν τον πρώιμο αστραφτερό Ελύτη, έχει πολύ περισσότερα στραβοπατήματα, έτσι που η πιθανότητα για ωρίμανση σε καλό ποιητή να περιέχει σοβαρή αμφιβολία.
Ήδη στη συλλογή Ανακτορία βρίσκουμε στρεβλά σχήματα όπως: «τον απαλό του ύπνου καλπασμό», άνθρωποι να «προσεύχονται με στόχαση αγριμιού» (ίσως εδώ να εννοούσε «στόχευση») ή το σκοτάδι να περνά «από τα φίλτρα της αυγής» (και το ρήμα ‘περνά’ είναι ακατάλληλο και τα ‘φίλτρα’ ανύπαρκτα).
Στη Βυσσινιές…. βρίσκουμε (στο «Συγκομιδή») οι μαζώχτρες ελιών να φεύγουν
…. ένας στρατός / γυρνώντας νικημένος
που είναι αντίφαση αφού έχουν ολοκληρώσει την εργασία τους. Κάτι άλλο εννοούσε μάλλον. Μετά, στο «Κήποι» βρίσκεται –
και του κισσού η χαίτη / καθώς μαλλιά παλικαριού….
Δεν μπορείς να περιγράψεις το φύλλωμα του κισσού ως «χαίτη», αφού δεν μοιάζει με χαίτη, μήτε άλογα πράσινα υπάρχουν και, φυσικά, τα παλικάρια δεν έχουν πράσινα μαλλιά. Εξίσου επιπόλαιη και προσποιητή είναι στο «Κενό Μνημείο» η γραμμή όπου μπήκε σε μια εκκλησία και προχώρησε «καρφώνοντας ένα κερί στο μανουάλι»! Το κάρφωμα υπονοεί και σφυρί συνήθως ή μεγάλη δύναμη;
Στη μεταγενέστερη συλλογή (1996) Μιχαήλ τα στραβοπατήματα αυξάνονται:
βράδυ ωμό, χωρίς καρδιά, μόνο με οράματα.
Πώς στην ευχή ερμηνεύεις το «ωμό»;… (Υπάρχουν και ψημένα βράδια;)
Μετά διαβάζουμε –
οι πόθοι μου αποδημούν σε πιο ψυχρούς αιθέρες……
κι είναι η ζωή καθρέφτισμα τόσων κακών ονείρων…..
Δεν διευκρινίζει ο Σ.Π. ποιοι είναι αυτοί οι αιθέρες (που ψύχουν τους πόθους) ούτε γιατί δεν υπάρχουν και καλά όνειρα, αφού υπάρχουν και πολλές ευχάριστες εμπειρίες στη ζωή.
4. Το 2013, σε πλήρη ωριμότητα, ο ΣΠ δημοσιεύει Τα Εικονίσματα (εκδ. Γαβριηλίδης) όπου σε 38 σελίδες μοιάζει να ανταγωνίζεται του Εμπειρίκου το Υψικάμινος σε σουρεαλιστικού ύφους αρλούμπες. Ανοίγω στο 4ο κομμάτι «Υαλί»:
Τα συντριβάνια ισόβια. Η γειτονιά πηγάδι. Κλιμακωτό κυβιστικό μπέρδεμα, λαβύρινθοι που μυρίζουν. Μπαίνοντας μέσα, ληθρίνια ψηφιδωτά, πολυτρίχια, το μουχλιασμένο βελούδινο χώμα. Από μια τρύπα, λαγούμι σπηλιάς, οι άντρες αρουραίοι. Η πορσελάνη της νύχτας, ύλη των μενεξέδων. Η κρήνη ξοδεύοντας νέκταρ συλλαβιστά …. (κλπ).
Ναι, υπάρχει, ίσως, μια απόπειρα να δείξει με σύμβολα σουρεαλιστικού ύφους την παρακμή της κοινωνικής ζωής. Επαναλαμβάνω «ίσως». Αξίζει όμως τον κόπο;…
Υπάρχει δεύτερο μέρος με 26 σελίδες κανονικών σύγχρονων ποιημάτων. Κι εδώ στο «Ψωμί από χώμα» συναντάμε –
άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη, μια γκρεμισμένη ευτυχία δείπνου
της προηγούμενης βραδιάς….
Τώρα, γιατί τα «άπλυτα πιάτα» είναι «γκρεμισμένη ευτυχία» του χθεσινοβραδινού δείπνου δεν καταλαβαίνω. Ούτε και τον εξυπνακισμό στην αντιστροφή της φράσης (κύκλος φιδιού) –
είμαι χαρούμενος στο φίδι του κύκλου.
Στο «Στάσιμο» μας λέει πως δεν έχει
δάφνες και μενεξέδες / να στολίσω το βραχιόλι της Κλυταιμνήστρας/
να το χαρίσω στον ψυχαναλυτή μου / να κατεβάσω ρολά/
Αναρωτιέμαι συχνά γιατί σοβαροί άνθρωποι με δουλειές, καριέρες και οικογένειες που ανατρέφουν ίσως παιδιά, γράφουν τέτοιες σαχλαμάρες και τις δημοσιεύουν περιμένοντας να τις διαβάσει ο κόσμος – και γιατί τις προωθούν οι εκδοτικοί οίκοι…..
5. Έγραψα πιο πάνω (§ 2 αρχή) πως στις πρώτες συλλογές του ο ΣΠ, όπως και ο Ελύτης στις δικές του, μοιάζει να υπόσχεται καλή μελλοντική ποίηση.
Δυστυχώς, όπως και ο Ελύτης, δεν μπόρεσε να προχωρήσει με αυτήν την υπόσχεση. Η αστάθεια είναι σήμερα πανδημία. Λιγοστοί άνθρωποι μπορούν να τηρήσουν μια υπόσχεση και μια συνεπή γραμμή δράσης για το καλό.
Είναι φανερό πως ο ΣΠ είχε στη νεότητά του (ίσως να έχει ακόμα) εμπειρίες, μεταφυσικού είδους, έξω από τη συνηθισμένη καθημερινότητα. Στο «Άστρα από ατσάλι» αναφέρει πως ένιωσε τα πράγματα και πουλιά και δέντρα, να μένουν «ακίνητα / πέρα από θλίψη ή θρήνο» (Βυσσινιές…). Στο «Το βλέμμα του κύκνου» έβλεπε στη ματιά του πουλιού «τον εαυτό του / σαν σε καθρέφτη» κι ένιωθε μετά σαν υπνοβάτης (Άνθη στα Νερά). Στο «Σκίρτημα» (Άνθη…) είδε πάλι πως «ένας ήλιος αγνός τα πράγματα έδειχνε / ακριβώς όπως είναι» κι ένιωσε πως δεν ήταν μια «τυχαία λεπτομέρεια στο συρφετό μιας πόλης». Μετά, στο Ορυχείο «ένιωθα νους μετέωρος / μέσα στο σύμπαν» (Άνθη…).
Αργότερα, στη Μιχαήλ πάλι αισθάνεται πως «όλα είναι μυστήριο», πιστεύει στους «αγγέλους του κόσμου» και σε «αρχές μυστικών προσταγμάτων» έτσι που «να ριχτούν τα ελέη … στις καρδιές / κι έργο να γίνει τελικά η Φώτιση». Επιπλέον, γράφει–
είδες να στρέφονται οι πηγές καταπάνω σου …
δύο πελώρια και στοργικά φτερά όπου κρατήθηκες με πάθος,
νιώθοντας πάνω σου τη ζεστασιά όλη του Παραδείσου.
Προφανώς αυτή η σύνδεση με μια διαφορετική πραγματικότητα, η εμπειρία διαφορετικού επιπέδου συνειδητότητας, δεν ήταν πλήρως κατανοητή και κάποια ώρα σταμάτησε. (Κι εδώ ακόμα δεν ξέρουμε τι συμβολίζουν τα δύο φτερά και γιατί να μη νιώσει, αν είναι καλοκαίρι, τη δροσιά του Παραδείσου.) Γι’ αυτό ίσως στο Εικονίσματα βρίσκει διέξοδο στις σουρεαλιστικές σαχλαμάρες. Αλλά κι εδώ συχνά κάνει αναφορές στη θύμηση και νοσταλγία:
στο μοναστήρι της καθημερινότητας / μνήνη, ω μνήμη….
Κι ελπίζει πως τα «δρομάκια της μικρής [του] ποίησης θα φωτιστούν ξαφνικά». Για την ώρα –
δεν υπάρχει πια τίποτα εκτός από την καρδιά του κενού, την Αγάπη.
Αυτή η πιθανώς ορθή πρόταση, είναι μάλλον αυθαίρετη δήλωση και όχι «ποίηση». α
Εκφράζει παρόμοια ελπίδα, πάλι αυθαίρετα, λέγοντας πως επιστρέφει στην αρχή –
φεύγω, λοιπόν, και κατευθύνομαι στην άφιξη.
Στο μεταξύ όμως έχει φύγει και ο πολλά υποσχόμενος ποιητής.