1. Αιχμάλωτη στα δίχτυα της κληματαριάς
η θάλασσα απαστράφτει με χίλια λέπια
σαν ύδρα αδαμάντινη π’ αργοσαλεύει
στα βέλη του μεσημεριού.
Είναι η πρώτη στροφή ενός ποιήματος που βρίσκεται συχνά σε σύγχρονες Ανθολογίες. Ο Θ. Νικολάου μάλιστα το προσφέρει ως δείγμα για ανάλυση και μετατροπή σε πεζό λόγο! (σελ. 22, Πώς Αναλύουμε Αισθητικά Ένα Ποίημα Εστία, Αθήνα 1966.) Ξαναδιαβάστε το…
Είναι καλό ποίημα;… Ή, για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους της Λύντια Στεφάνου, οι λέξεις του έχουν «υπαρκτές» σχέσεις ή ανύπαρκτες, ανυπόστατες; … Κάποιος ρυθμός του δίνει ποιητική υφή. Και οι τέσσερις γραμμές δίνουν ένα τετράστιχο με ιαμβική κατάληξη στην 1η και 4η γραμμή και τροχαϊκή στη 2η και 3η. Τα άλλα όμως; …
2. Το γραπτό αυτό έχει τέσσερα ολισθήματα που δείχνουν τον ποιητή ατζαμή.
Το θέμα είναι η θάλασσα, ιδωμένη από κάποιο ψηλό, απόμακρο σημείο σε μια αυλή ή βεράντα, με μια κληματαριά μπροστά, καθώς αντανακλά το λαμπερό φως του ήλιου. Είναι μια εικόνα που λίγο πολύ όλοι μας έχουμε δει.
Τα τέσσερα σφάλματα είναι ένα στον 1ο στίχο, δύο στην παρομοίωση σαν ύδρα και, τέλος, στον 4ο στα βέλη του μεσημεριού.
Για να φαίνεται η θάλασσα αιχμάλωτη, τα δίχτυα της κληματαριάς πρέπει να είναι ανεπτυγμένα κάθετα, δηλαδή τα κλαδιά να απλώνονται στα πλάγια από τον κορμό της κρεβατίνας.
Εγώ δεν έχω δει πουθενά τέτοιο κλάδεμα και διευθέτηση. Πάντα η κληματαριά υψώνεται με άφυλλο χοντρό στέλεχος και διακλαδίζεται μετά σαν σκεπή ή ομπρέλα πάνω σε, συνήθως, μεταλλική σχάρα και οι άνθρωποι κάθονται από κάτω, στη σκιά της. Η θέα προς τη θάλασσα είναι απαρεμπόδιστη. Αυτή η 1η γραμμή δεν στέκει. Διότι δεν υπάρχει κανονικά διευθέτηση κληματαριάς που να μπορούμε να βλέπουμε τη θάλασσα διαμέσου της φυλλωσιάς της.
Η δεύτερη γραμμή δεν έχει δυσκολία. Αλλά η παρομοίωση στην τρίτη δεν στέκει καθόλου διότι η ύδρα είναι καθαρά μυθικό πλάσμα, όχι υπαρκτό, και στον μύθο είχε πολλούς λαιμούς με κεφάλια. Η θάλασσα μπορεί να μοιάζει να έχει χίλια λέπια όχι όμως κεφάλια με λαιμούς!
Ποια είναι τα βέλη του μεσημεριού;… Βέλη είναι πολύ συγκεκριμένα υλικά αντικείμενα και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το φως του ήλιου που πέφτει άπλετα παντού σαν δυνατή λιακάδα το μεσημέρι.
Εξίσου υλικό και συγκεκριμένο είναι το διαμάντι – σκληρό επίσης. Η ύδρα είναι μυθικό μα ζωντανό, σάρκινο πλάσμα και μπορεί σαν τη θάλασσα να αργοσαλεύει. Μια ύδρα αδαμάντινη όμως;… Όχι. Κι αυτό δεν στέκει.
Υποθέτω πως η απαστράπτουσα θάλασσα οδηγεί στην ιδέα με τα χίλια λέπια, το αργοσάλεμα και το τέρας, τα λαμπυρίσματα αδαμάντινα και το αιχμάλωτο πλάσμα να δέχεται βέλη. Αλλά το ποιητικό αποτέλεσμα είναι σύγχυση.
3. Το ποιόν της γραφής συναντάται και σε άλλες προσπάθειες του ίδιου ποιητάρη. Διότι δεν μπορεί κάποιος που διαπράττει τόσες ατασθαλίες σε μια μικρή συστάδα στίχων να παρουσιάσει έξαφνα κάτι αξιέπαινο – ούτε να θεωρείται ποιητής.
Με χίλια νεύματα απ’ τ’ αργυρά τους χέρια
κι ανεμισμένα τελετικά λοφία
σε καλωσόρισαν οι γνώριμες ελιές
τροφοί και σύντροφοι στην είσοδο του κτήματος.
Εδώ έχουμε μια προσωποποίηση των ελιόδεντρων. Αυτό είναι επιτρεπτό. Τώρα όμως πώς μπορούν τα κλωνάρια με τα πυκνά (ή αραιά) ασημόφυλλα φουντώματά τους να μοιάζουν με χέρια, που έχουν συγκεκριμένη και πολύ διαφορετική μορφή με παλάμες και πέντε δάχτυλα;… Και γιατί χίλια νεύματα; … Πόσο φυσάει ο αέρας, που ανεμίζει τελετικά λοφία;… Έχει λοφία μια ελιά;… Η μόνη τελετική της λειτουργία είναι να γίνουν στεφάνι τα πιο νωπά κι ευλύγιστα κλωνάρια της. Αλλά λοφία;…
Βλέπετε, ούτε μια έγκυρη, απλή προσωποποίηση δεν μπορεί να κάνει ο Αλ. Μάτσας που δημοσίευσε τις συλλογές του στις δεκαετίες 1930 και 1940.
4. Η Λύντια Στεφάνου, όπως έγραψα στο προηγούμενο άρθρο Ποίηση: Προσεγγίσεις Δ΄, έχει την πεποίθηση πως η αντιστοιχιακή σχέση των λέξεων σε ένα σχήμα λόγου ή ένα ποίημα μπορεί να είναι η βάση, έγκυρη και σταθερή, για τη διάκριση και τον έλεγχο ανάμεσα σε γνήσια/καλή και ασύστατη/κακή ποίηση.
Όπως έχω γράψει συχνά, υπάρχει άριστη, καλή και μέτρια ποίηση. Οτιδήποτε άλλο είναι παραποίηση (ή ποιητικισμός, όπως λέει ο Π. Θασίτης 7 Δοκίμια για την Ποίηση Κέδρος, Αθήνα 1979).
Η ίδια η ΛΣ δεν εφάρμοσε αυτόν τον κανόνα, αυτήν τη μέθοδο κρίσης, στη δημιουργία των δικών της ποιημάτων. Δεν την εφάρμοσε ούτε ο Τάκης Σινόπουλος στην κριτική του (σ 204-6: 1999) για το έργο της Τοπία από την καταγωγή και την περιπλάνηση του ΥΚ (1964). Παίρνω ένα απόσπασμα για ανάλυση:
Κήποι φραγμένοι με συρματοπλέγματα
αδιάβατοι καθώς το αγέννητο τραγούδι
σαν την πικρή ομίχλη πικροί.
Πού είναι, σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια, οι «σχέσεις υπαρκτές ή τουλάχιστον πιθανές»;… Εδώ έχουμε σύγχυση εικόνων (και πραγμάτων). Οι κήποι μένουν αδιάβατοι επειδή έχουν συρματοπλέγματα• το τραγούδι, όμως, επειδή είναι αγέννητο: αλλά οι κήποι δεν είναι αγέννητοι και το τραγούδι δεν έχει συρματοπλέγματα. Τα δυο πράγματα είναι αδιάβατα για εντελώς διαφορετικούς λόγους, επομένως είναι ασύμβατα και η παρομοίωση δεν φωτίζει ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο. Μετά, πώς είναι πικρή η ομίχλη;… Αποπνικτική, γκρίζα, θολή, πυκνή, σκοτεινή, τόσο που να μη βλέπεις ένα μέτρο – ναι, όλα ετούτα, αλλά πικρή πώς;… Η πικράδα (πικρίλα) δεν είναι ιδιότητα της ομίχλης – αλλά ορισμένων φυτών, λαχανικών, καρπών και παρόμοια. Η πίκρα είναι ιδιότητα στο συναίσθημα και ένας άνθρωπος τη νιώθει σε σχέση με πολλά και διάφορα πράγματα ή περιστατικά και μετά την προβάλλει κι επιβάλλει πάνω τους, παρότι αυτή δεν ανήκει σε αυτά.
5. Βλέπουμε λοιπόν πως και ποιητές και κριτικοί δεν χρησιμοποιούν σταθερά κριτήρια για να γράφουν και να προσεγγίζουν την ποίηση. Όπως έχω τονίσει πολλές φορές, η απουσία Αντικειμενικής Αντιστοιχίας αφήνει τη φαντασία να λειτουργεί αχαλίνωτη δημιουργώντας εύκολες εικόνες και σχέσεις, συχνά ασύμβατες ή ανυπόστατες και παράγοντας σύγχυση.
Σε επόμενο άρθρο θα εξετάσω διεξοδικά και λεπτομερώς την ΑΑ.