Μας έγραψε η Μήτις:
Αγαπητέ Νικόδημε,
Ευχαριστούμε για την ανάρτηση και την ανάλυση. Η δεύτερη ανάγνωση του Σεφέρη όντως προσφέρει φρέσκια ματιά στην κατανόηση.
Τα δύο όμορφα αποσπάσματα (αρχαίο και Σεφέρης) που παραθέτετε μιλούν πράγματι κατευθείαν στην καρδιά για πολύ σημαντικά ζητήματα – τάξη του κόσμου, ανθρώπινη λειτουργία και ψυχολογία.
Από την άλλη μεριά, όμως, η διανοητική προσέγγιση των Δημουλά, Ρίτσου κλπ δεν μπορεί επίσης να λειτουργήσει από διαφορετικό κανάλι για να θέσει τέτοια ερωτήματα στον άνθρωπο, να προκαλέσει
έναν δημιουργικό προβληματισμό, έστω και και με εξυπνακίστικο τρόπο.
Εν τέλει, γιατί οι άνθρωποι θεωρούν τέτοιου είδους ποίηση –αυτή δηλαδή που παίζει με τις λέξεις για εντυπωσιακό αποτέλεσμα χωρίς, όπως λέτε και συμφωνώ, να μεταδίδει το συναίσθημα- σπουδαία; Μήπως η ανθρωπινότητά μας -το αίσθημα- χάνει χώρο σε σχέση με την επιστήμη και διανόηση και μήπως είναι αυτή μία μεγάλη παγίδα για τον άνθρωπο που εξυπηρετείται και από τη σύγχρονη τέχνη αντί να προστατεύεται από αυτή;
1. Η Μήτις αγγίζει μερικές βασικές απόψεις της Ποίησης (και της ανθρώπινης φύσης) και την ευχαριστώ. Το πολύ αρχαίο απόσπασμα περί Τάξης προέρχεται από έναν ύμνο του Ṛg-veda (4.40.5) που είναι μια Συλλογή τέτοιων ύμνων στην αρχαία Ινδία.
Πρώτα, όπως θα πρέπει να διευκρινίσω πως, σε τελευταία ανάλυση, η αγνή διανοητική λειτουργία και η αισθηματική είναι μια ενιαία ενέργεια/κατάσταση, η ίδια, δηλαδή, η ανθρώπινη φύση: εδώ επίσης ενώνονται η γνώση και η πίστη. Ο διαχωρισμός σε διανοητικό τύπο ανθρώπου, συναισθηματικό και δραστήριο ή ενεργητικό γίνεται από την ίδια τη Φύση λόγω τάσης και δράσης των ανθρώπων. Kι εμείς το κάνουμε για να βοηθήσουμε την κατανόηση μας σε μια συζήτηση όπως η παρούσα.
Τώρα, όλη η Ποίηση πρέπει να παράγεται με αρμονικό συνδυασμό αισθήματος και διανόησης. Το συναίσθημα μόνο του δεν μπορεί να δημιουργήσει ούτε μια μικρή στροφή, έναν στίχο. Ένα ποίημα φτιάχνεται με λέξεις και η χρήση τους (η καθομιλουμένη, μητρική γλώσσα μας) απαιτεί τη χρήση της διάνοιας η οποία γνωρίζει σύνταξη (γραμματική) και σημασίες. Αλλιώς ο νους παράγει άναρθρες ή παράλογες εκφράσεις ή σκέτες ανοησίες. Η σουρεαλιστική ποίηση (που κακώς στη χώρα μας ονομάζεται “υπερ-ρεαλισμός”!) είναι συνηθέστατα τέτοιες ανοησίες.
2. Και μια και αναφέρθηκε ο σουρεαλισμός, ας τον κοιτάξουμε σύντομα. Έγραψε ο Ελύτης στη συλλογή Δυτικά της Λύπης στο ποίημα “Σε μπλε Ιουλίτας” τίτλοι που, ως συνήθως, δεν έχουν σχέση με τα ποιήματα:
Εάν εξακολουθούμε να’μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που
διαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με
σμαραγδίσκων τρίτωνες τότε
Η ώρα θα’ ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία
Και η τελειότης άκρα.
Αυτές οι γραμμές είναι σκέτη κοροϊδία – μια εγκληματική κατάχρηση της ποίησης για την οποία οι ποιητικοί κύκλοι (και ο Ελύτης και οι εκδότες του και οι πέριξ αυτού όλοι) θα έπρεπε να ντρέπονται. Αν ήταν αυτοσαρκασμός ή διακωμώδηση του σουρεαλισμού, θα ήταν έξοχο παράδειγμα. Αλλά δίνεται ως βαθυστόχαστο ή και τρυφερό ποίημα (αφού η Ιουλίτα ήταν η ερωμένη του). Δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς γιατί οι γραμμές κόβονται στο “που”, στο “με” στο “τότε” ή ποιοί στο καλό είναι οι θόλοι οι κατάστικτοι με σμαραγδίσκους τριτώνων κλπ κλπ. Και δυστυχώς ο Ελύτης επιδίδεται συχνά σε αυτή την παραγωγή σαχλαμάρας:
Αν ο ύπνος σου είναι κατά το ένα τέταρτο Βερμέερ
μη σε νοιάζει• μετά μία δύο χιλιετίες θα σου
φανερωθεί ολόκληρος.
(Εκ του πλησίον 1998, σ. 38)
Και δυστυχώς οι ποιητικοί κύκλοι με σχεδόν ανύπαρκτη διάκριση (ή καλά φιμωμένη) τρέχουν να προμηθευτούν το τελευταίο προϊόν του μεγάλου ποιητή.
Είναι μεγάλο κρίμα να εκχυδαΐζει την τέχνη του με τέτοιες αρλούμπες ένας ποιητής που μπορεί να γράψει πανέμορφους τολμηρούς στίχους όπως:
Μέρα τρεμάμενη όμορφη σα νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού.
(Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, 1984,σ 43)
Υπάρχουν πολύ χειρότερα σε άλλους.
3. Γιατί το κάνουν οι ποιητές;
Για διαφορετικούς λόγους. Και ο Σεφέρης και ο Ελύτης έχουν γράψει μερικά πολύ όμορφα ποιήματα και πολλά ωραιότατα κομμάτια μέσα στα πολλά άλλα τους. Δεν έχω εντοπίσει άλλο ποιητή όμοιου ψηλού επιπέδου.
Κάθε ποιητής έχει την ιδιοσυγκρασία και προσωπικότητά του που καθορίζει το στυλ, την ποιότητα ή τον χαρακτήρα του έργου του. Συχνά πρόκειται για μια μανιέρα την οποία δεν μπορεί να αποτινάξει. Ο Σεφέρης δεν μπορεί να ξεφύγει από τη θλίψη του, έναν περίεργο λογιοτατισμό και συχνά μια Δημοτική μάλλον επιτηδευμένη κι εφετζίδικη, που τον οδηγούν τελικά σε πολλά σκοτεινά και ακαταλαβίστικα κομμάτια– ενίοτε και στίχους που ψευτίζουν.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ χαράκι
ψηλά στο θόλο του γαλάζιου
δες τον, θ’ ανοίξει.
Αναστάσιμη ωδίνη.
(Τρία Κρυφά Ποιήματα “Θερινό ηλιοστάσι ΙΓ”, Άπαντα σ 305)
Αφήνοντας τ’ άλλα μένω με τις δύο τελικές γραμμές. Κοιτάμε, ναι, αλλά δεν βλέπουμε ούτε τη φτερούγα και το χαράκι, ούτε τον θόλο να ανοίγει, ούτε, βέβαια καμιά ανάσταση με την ωδίνη του τοκετού. Είναι καθαρό διανοητικό ευχολόγιο από κάποιον που χειρίζεται καλά τη γλώσσα μας. (Όποτε κάποιος γράφει “δες/δειτε” ή “θυμάσαι;” ή “ακούς”, όπως η επανάληψη στο Μονόγραμμα IV, σ 17, του Ελύτη, προσποιείται πως υπάρχει εμπειρία ενώ την εφευρίσκει εκείνη την ώρα.)
Ο Ελύτης δεν μπορεί να ξεφύγει από μια σοβαροφάνεια που είναι, στην πραγματικότητα, επιπολαιότητα – αλλά καλά καλυμμένη από το αναμφισβήτητο ταλέντο του και τη γνώση της γλώσσας. Γράφει πανέμορφες γραμμές και δίνει εντυπωσιακές εικόνες αλλά λίγα και μικρά είναι τα καλά του ποιήματα. Τα μεγάλα (Το Άξιον Εστί, Μαρία Νεφέλη κλπ) δεν λένε, από καθαρά ποιητική άποψη, πολλά.
Άλλοι ποιητές, και αυτοί δυστυχώς είναι οι πολλοί, απλούστατα είναι ανίκανοι. Βρίσκουν μια μανιέρα (όπως πολλοί μοντέρνοι ζωγράφοι, γλύπτες και μουσικοί) και ξεχύνουν τις στροβιλιζόμενες σκέψεις και τα θολά αισθήματά τους χωρίς πολλή εργασία κι επεξεργασία. Αυτό λέγεται “έμπνευση”! Υπάρχουν φυσικά μερικοί που όντως επεξεργάζονται και διορθώνουν τα γραπτά τους (όπως ο Άγγελος Παρθένης, ίσως και η Δημουλά και μερικοί άλλοι), αλλά ως επί το πλείστον σχεδόν ο,τιδήποτε αρκεί, εφόσον έχει (ως επί το πλείστον) συγκεχυμένες ή ακατανόητες εικόνες και ψυχοπλακωτικές εκφράσεις που περνούν ως ψυχολογικός ρεαλισμός.
4. Γιατί τα διαβάζουν οι άνθρωποι;
Εγώ διάβασα πολλά για να έχω μια σαφή πλατειά εικόνα της σύγχρονης ποίησης μας. Δεν βρήκα πολλά που θέλω να ξαναδιαβάσω.
Οι επαγγελματίες φιλόλογοι τα διαβάζουν, μάλλον επιλεκτικά κα με το στανιό διότι πρέπει να διδάξουν μερικά από αυτά. Και οι μαθητές και οι φοιτητές πρέπει να κοιτάξουν αυτά που είναι στα Αναγνωστικά τους. Βέβαια, η παρουσία ποιημάτων σε μια Ανθολογία η στα σχολικά Αναγνωστικά δεν εγγυάται καθόλου καλή ποιότητα.
Τώρα, εκτός από τους ποιητικούς κύκλους (= ποιητές, κριτικοί και αναγνώστες εθισμένοι στο ποιητικό περιβάλλον μάλλον παρά στην καλή ποίηση, δηλαδή “κουλτουριάρηδες” κοινώς), κανείς δεν διαβάζει ποιήματα γιατί απλούστατα, και με το δίκιο τους, οι άνθρωποι, δεν τα καταλαβαίνουν.
Το αίμα σου πάγωνε κάποτε σαν το φεγγάρι
…………………………..
άπλωνε τις άσπρες του φτερούγες…
(Σεφέρης: Μυθιστόρημα ΙΑ)
Ο νους δεν μπορεί να κάνει το άλμα από τη μια εικόνα στην άλλη. Το ότι το αίμα μπορεί να παγώσει, με τρόμο για παράδειγμα, το ξέρουμε. Πως παγώνει όμως σαν το φεγγάρι; Και μετά πως άπλωνε φτερούγες, και μάλιστα άσπρες, μέσα “στην ανεξάντλητη νύχτα”; Ποια είναι η ομοιότητα του αίματος με φεγγάρι και πτηνό;… Αυτή δεν είναι “ποιητική ελευθερία” αλλά κακοτεχνία.
Οι ποιητικοί κύκλοι ζουν στον κόσμο τους και μπορεί να απεχθάνονται και να επικρίνουν εντονότατα ποιητές και ποιήματα, μα εφόσον κάποιο γραπτό γραμμένο από κάποιον που λέγεται “ποιητής” έχει κομμένες γραμμές, εντάσσεται στην κατηγορία “ποίηση” αυτόματα και διαβάζεται και φυλάσσεται περίπου ως θησαυρός. (Όλοι βέβαια έχουμε τους “θησαυρούς” μας.)
5. Αρκετά για σήμερα. Τελειώνω με τα λόγια ενός Ινδού σοφού που ρωτήθηκε για την Τέχνη και τους κανόνες της γενικά.
Δεν έχουν τίποτα κακό οι τέχνες και οι κανόνες τους. Το κακό βρίσκεται σε αυτούς που ασχολούνται με μια ή άλλη τέχνη, ενώ έχουν χάσει την επαφή με αληθινή εμπειρία. Η εμπειρία και η οντότητά τους είναι ρηχές: αρπάζουν κάτι παλιό και το αναβαπτίζουν με δικό τους τρόπο αναζητώντας φτηνή δημοσιότητα ή και λεφτά. Παράγουν πάρα πολλά από πολύ λίγη εμπειρία και τα προϊόντα τους θαυμάζονται σήμερα για να πεταχτούν αύριο. Δεν έχουν το βάθος που θα αντέξει τη δοκιμασία του χρόνου.
(Δική μου είναι η έμφαση.)
Αναμφίβολα πολλοί θα διαφωνήσουν. Θα επανέλθω.