Π10 (Εξυπνακισμός)

Π10 (Εξυπνακισμός)

- in Ποίηση
1

Αξιότιμε Νικόδημε.

Το παρόν σχόλιο δεν σχετίζεται τόσο με τον Γ.Σ αλλά με την κύρια μέθοδο ανάλυσης σας, την Αντικειμενική Αντιστοιχία (ΑΝ.ΑΝ).

Στην Ποίηση ΙΙΙ αναφέρατε ότι η ΑΝ.ΑΝ “επιτάσσει τα σχήματα λόγου και οι φράσεις να έχουν αντιστοιχία με φαινόμενα, πράγματα ή πρόσωπα της πραγματικότητας έτσι όπως όλοι μας συνήθως την αντιλαμβανόμαστε”.

Οι ποιητές ενίοτε χρησιμοποιούν ως  βάση τους άλλες “πραγματικότητες”. Για παράδειγμα η κ. Κ. Δημουλά στο ποίημα “Πληθυντικός αριθμός ” (Επί τα Ίχνη – 1963) γράφει (α΄ στροφή)

“Ο έρωτας
όνομα ουσιαστικόν
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους  ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Εδώ (και στις λοιπές στροφές του ποιήματος) η ποιήτρια παίζει με γραμματικούς όρους προσδίδοντας τους διαφορετικά νοήματα από αυτά που κατ’ αρχήν σημαίνουν και δεν χρησιμοποιεί φαινόμενα της πραγματικότητας. Κατά την γνώμη σας η ανωτέρω γραφή πληροί το κριτήριο της ΑΝ.ΑΝ.;

1. Ευχαριστώ τον Γόρδιο για την παραπομπή του στην Κική Δημουλά με αφορμή τον Σεφέρη και την Αντικειμενική Αντιστοιχία.

Κάποια στιγμή θα πρέπει να εξετάσουμε τον ίδιο τον σκοπό της Ποίησης. Γιατί από αμνημόνευτων χρόνων ορισμένοι άνθρωποι γράφουν ποιήματα; Και δεν εννοώ τραγούδια που αργότερα γίνονται τα γνωστά επικά στην Ινδία, Ελλάδα και αλλού. Εννοώ κάτι σαν κι αυτό που γράφτηκε πριν από 5.500 χρόνια περίπου:

Ο κύκνος σε καθάριο φως! Η γενναιοδωρία στον αιθέρα!

Ο ιερέας στον βωμό του, ο επισκέπτης αναπαυμένος στον ξενώνα!

Φωλιάζει στον άνθρωπο, στο καλό και ορθό, στον ουρανό!

Γεννημένη από νερό και φως, από τ’ αληθινό και τ’ ακατάλυτο: να η Τάξη!

Για την ώρα ας μείνουμε στο θέμα που αναφέρει.

Πολλοί έχουν βραβευτεί για την ποίηση τους (ή άλλο προϊόν), με Νόμπελ ή Λένιν ή άλλη τιμητική διάκριση όπως από τη δική μας Ακαδημία. Αυτή καθεαυτή η βράβευση δεν αποδεικνύει τίποτα. Στη Βρετανία υπάρχει ο θεσμός του Poet Laureat (=Δαφνοστεφανωμένος) ο οποίος γράφει ορισμένα ποιήματα τον χρόνο για κάποια εθνικά συμβάντα και, ως επί το πλείστον, για τη βασιλική οικογένεια. Ελάχιστοι διαβάζουν τέτοια προϊόντα, τα οποία δεν βρίσκεις σε Ανθολογίες καλής ποίησης.

Αναφέρομαι σε αυτή την άποψη διότι η Δημουλά έγινε μέλος της δικής μας Ακαδημίας έχοντας την έδρα της Ποίησης. Και, πολύ πιθανόν, να είναι η καλύτερη τεχνίτρια από όλους όσους κάθε τόσο στις τελευταίες δεκαετίες τυπώνουν έναν τομίσκο με “ποιήματα”.

2. Ας πάρουμε τώρα ένα ωραίο απόσπασμα:

Ποιος θα σηκώσει τη θλίψη ετούτη απ’ την καρδιά μας;

Χθες βράδυ μια νεροποντή και σήμερα

βαραίνει πάλι ο σκεπασμένος ουρανός. Οι στοχασμοί μας

σαν τις πευκοβελόνες της χθεσινής νεροποντής

στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι

θέλουν να χτίσουν έναν πύργο που γκρεμίζει.

(Σεφέρης: Μυθιστόρημα, Νοτιάς, σ51 στα Άπαντα.)

Εδώ, παρά τη (συνηθισμένη) θλίψη (του Σεφέρη) οι γραμμές είναι σχεδόν άψογες μεταδίνοντας τη συγκινησιακή εμπειρία του ποιητή. Οι “στοχασμοί” παρομοιάζονται με πευκοβελόνες (ξεραμένες, πεσμένες, μαζεμένες στα νερά κι άχρηστες): όπως οι πευκοβελόνες πάνε να φτιάξουν ένα ωραίο σχήμα με κάποιο νόημα, όμως στοιβάζονται και σκορπάνε ή λιμνάζουν κάπου, έτσι και οι στοχασμοί μας (μαζεμένοι στην πόρτα, όταν μπαίνουμε ή βγαίνουμε) πασκίζουν να οικοδομήσουν κάτι λεπτότερο, υψηλό, πλούσιο, αισιόδοξο κλπ, μα (σαν τον “Πύργο” της Βαβέλ) καταρρέουν σε μάζες ερειπίων. (Θα μπορούσαμε να κάνουμε λεπτομερέστερη ανάλυση, αλλά ο χώρος κι ο χρόνος δεν επιτρέπουν.)

Η Δημουλά, είναι φανερό, γράφει πολύ διαφορετικά.

3. Η στροφή που επέλεξε ο Γόρδιος είναι λόγια δίχως πραγματική συναισθηματική φόρτιση. Ναι, ο “έρωτας” είναι όνομα “ουσιαστικό” – και “πολύ ουσιαστικό” ζήτημα στη ζωή όλων. Και είναι “ενικού αριθμού” διότι, συνήθως ερωτευόμαστε κάποιον/κάποια – ένα και μόνο άτομο. Ως εδώ καλά έστω κι αν δεν υπάρχει καμιά συγκινησιακή εμπειρία.

Η απόρριψη όμως του αρσενικού γένους γκρεμίζει το ποιητικό κτίσμα που η ποιήτρια πάει να οικοδομήσει. Διότι σύμφωνα με τη γνωστή γραμματική μας, την οποία ως εδώ ακολουθήσαμε μαζί με τη Δημουλά, ο έρωτας είναι γένους αρσενικού. Η ποιήτρια όμως κάνοντας μάλλον μια νοητική άσκηση μας δίνει το γένος “ανυπεράσπιστο”. Τώρα γιατί “ανυπεράσπιστος” ούτε η ίδια δεν θα μπορούσε να εξηγήσει επαρκώς. Μπορεί να θεωρεί πως ο έρωτας είναι τρωτός (από εγωισμούς, ζήλειες, φόβους κλπ) και να παύει, για να ακολουθήσει άλλος κι άλλος (πληθυντικός) – ανυπεράσπιστος σε κάθε περίπτωση. Ή μπορεί να εννοεί πως εμείς είμαστε ανυπεράσπιστοι στην εισβολή του έρωτα – όσες φορές κι αν τύχει να μας συμβεί.

Στην πραγματικότητα δεν μας λέει τίποτα για τον έρωτα, κι ας είναι τόσο ουσιαστική κοινή εμπειρία. Όπως δεν μας λέει τίποτα για τον φόβο, τη μνήμη και τη νύχτα, στις τρεις κατοπινές στροφές, όπου κάνει παρόμοιες έξυπνες διανοητικές ασκήσεις. Ο ένας φόβος γίνεται πολλοί “φόβοι” για πολλά και «από δω και πέρα» αυτοί υπάρχουν συνεχώς στη ζωή, όπως και η νύχτα στην τελευταία στροφή.

Η μνήμη πάλι συνδέεται μόνο με “θλίψεις” και είναι πάντα ίδια κι ενική – θλίψη, θλίψη, θλίψη!

Η ποιήτρια δεν γράφει ποίημα αλλά εξυπνακίζει, όπως κάνουν πάρα πολλοί/πολλές που συγχέουν την ποίηση με φανταχτερές εκφράσεις ή εντυπωσιακά σχήματα. Κι εδώ έχουμε θλίψη (όπως στον Σεφέρη) αλλά εγώ τουλάχιστον εδώ δεν τη νιώθω. Η ιδέα νιώθω να μου επιβάλλεται: δεν εμφυσείται, δεν μεταδίδεται στην εμπειρία μου καθώς διαβάζω τους στίχους.

Η καλή ποίηση μεταδίνει το συναίσθημα, δεν το αναφέρει μόνο με διανοήματα.

4. Για να μη φανεί πως μεροληπτώ παίρνοντας μόνο ένα “ποίημα” ας πάρουμε κι άλλο. Από τη συλλογή Η Εφηβεία της Λήθης (1994: τίτλος άσχετος με τα “ποιήματα”),  από το Σαν να διάλεξες:

Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή

να κάνω έναν περίπατο στ’ αποκεφαλισμένα περιβόλια

να δω την ευωδιά της ρίγανης

σκλάβα σε ματσάκια…

Είναι φανερό πως η ποιήτρια βλέπει μόνο μια αρνητική πλευρά την οποία επιβάλλει αυθαίρετα καθώς αγνοεί όλες τις άλλες, τις θετικές απόψεις της λαϊκής.

Η λαϊκή δεν συνίσταται σε “αποκεφαλισμένα περιβόλια” (πολύ πρωτότυπη φράση). Το αντίθετο, είναι σωρευμένα κεφάλια κομμένα από περιβόλια – δηλαδή τα λαχανικά και τα φρούτα. Ολίσθημα πρώτο στη γλιστερή επιφάνεια της προσπάθειας για πρωτοτυπία.

Μετά, υπάρχει μια μεταθετική προσωποποίηση της ευωδιάς της ρίγανης (επιτρεπτό αυτό) που είναι “σκλάβα σε ματσάκια”: η ευωδιά είναι αντικείμενο όσφρησης όχι όρασης («να δω») και είναι κλωνάκια ρίγανης που δένονται σε ματσάκια ενώ η ευωδιά δεν περιορίζεται καθόλου. Έτσι κι εδώ η προσπάθεια για έξυπνοη επινόηση, για κάτι πρωτότυπο, χαντακώνεται.

Ας πάρω ακόμα ένα εξυπνακίστικο γραπτό. Είναι από τη συλλογή Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007: πάλι άσχετος τίτλος), από το Ασεβές το κανονικό.

Τρελάθηκες δύση;

Βγάλε αμέσως τα κόκκινα

ντροπή

στην κηδεία σου πας.

Είναι πρωτότυπο, έξυπνο διανόημα, που όμως δεν μεταφέρει τίποτα από τη συγκινησιακή εμπειρία οποιασδήποτε δύσης, εκτός από ένα ξερό «κόκκινο». Από την άλλη, μια κηδεία έχει μαυροφορεμένες μορφές, κλαμένα πρόσωπα και οπωσδήποτε το φέρετρο – ίσως και τάφο. Μια δύση δεν έχει τίποτα τέτοιο.

5. Δεν είναι μόνο η Δημουλά που ζει σκλάβα στην επιδημία της εποχής μας που είναι η γλιστερή επιφάνεια του έξυπνου, η άρνηση και το ψυχοπλακωτικό, και που ωθεί την εφευρετική λειτουργία του νου να παράγει αυτούς τους στίχους, οι οποίοι συνηθέστατα είναι διανοητικές ασκήσεις, έχουν κάποτε κάποια κομψότητα, συχνά και χιούμορ, μα δεν σε συμπλέκουν συναισθηματικά.

Και ο Σεφέρης το κάνει αυτό κάποτε και, πολύ συχνότερα, ο Ελύτης και ο Ρίτσος και όλοι οι άλλοι. Θα πάρω σήμερα τον Ρίτσο. Από το μεγαλεπήβολο Ορέστης:

….. βλέπουμε τη νύχτα

γυμνή ως τις ελάχιστες φωνές των γρύλων της,

ως τις ελάχιστες φρικιάσεις του μαύρου δέρματός της…

Εδώ ο εξυπνακισμός είναι σκέτη φαντασιοπληξία. Πως ακριβώς είναι η νύχτα “γυμνή» και πώς φθάνει η γύμνια της «ως τις ελάχιστες φωνές των γρύλων της”; Και γιατί όχι κάποιου σκύλου μακρινό παράπονο ή ανέμου ψιθύρισμα;… Και ποιες είναι αυτές οι «ελάχιστες» (πάλι!) “φρικιάσεις του μαύρου δέρματος” της νύχτας; Ποιο ακριβώς είναι το δέρμα της νύχτας;

Έχουμε, βλέπετε, την προσωποποίηση της νύχτας (γυμνή) αλλά οι φωνές είναι των γρύλων της και δεν ξέρουμε σε τι συνίσταται το δέρμα της ούτε γιατί φρικιά. Η τραγική ειρωνεία είναι πως ο Ρίτσος νομίζει πως εδώ γράφει σπουδαία ποίηση, ενώ εξυπνακίζει με πολύ συγχυσμένο τρόπο.

Δυστυχώς τα πλείστα ποιήματα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία με πολλές παραλλαγές, φυσικά. Λιγοστή ποίηση έχει την ποιότητα που βρίσκουμε στους στίχους του Σεφέρη που παρουσίασα εδώ στην αρχή. Ξαναδιαβάστε τους τώρα και θα δείτε τι εννοώ, αν σας διέφυγε στην πρώτη ανάγνωση.

1 Comment

  1. Αγαπητέ Νικόδημε,
    ευχαριστούμε για την ανάρτηση και την ανάλυση. Η δεύτερη ανάγνωση του Σεφέρη όντως προσφέρει φρέσκια ματιά στην κατανόηση!

    Τα δύο όμορφα αποσπάσματα (αρχαίο και Σεφέρης) που παραθέτετε μιλούν πράγματι κατευθείαν στην καρδιά για πολύ σημαντικά ζητήματα – τάξη του κόσμου, ανθρώπινη λειτουργία και ψυχολογία.
    Από την άλλη μεριά, όμως, η διανοητική προσέγγιση των Δημουλά, Ρίτσου κλπ δεν μπορεί επίσης να λειτουργήσει από διαφορετικό κανάλι για να θέσει τέτοια ερωτήματα στον άνθρωπο, να προκαλέσει έναν δημιουργικό προβληματισμό, έστω και με εξυπνακίστικο τρόπο;
    Εν τέλει, γιατί οι άνθρωποι θεωρούν τέτοιου είδους ποίηση –αυτή δηλαδή που παίζει με τις λέξεις για εντυπωσιακό αποτέλεσμα χωρίς, όπως λέτε και συμφωνώ, να μεταδίδει το συναίσθημα- σπουδαία; Μήπως η ανθρωπινότητά μας –το αίσθημα- χάνει χώρο σε σχέση με την επιστήμη και διανόηση και μήπως είναι αυτή μία μεγάλη παγίδα για τον άνθρωπο που εξυπηρετείται και από τη σύγχρονη τέχνη αντί να προστατεύεται από αυτή;

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *