1. Υπήρξαν ατέλειωτες συζητήσεις για το τι είναι Ποίηση, για το θέμα της μορφής και του περιεχομένου, για λυρικό ή δραματικό τόνο, για τη γλώσσα, για την ανάγκη μέτρου ή την ελεύθερη έκφραση και παρόμοια. Όλες θα έλεγα μάλλον άχρηστες θεωρητικολογίες στους ποιητικούς κύκλους (ποιητές, κριτικοί, καθηγητές φιλόλογοι και διάφοροι άνθρωποι του “πνεύματος” και της “κουλτούρας”).
α) Πίνοντας ήλιο κορινθιακό
Διαβάζοντας τα μάρμαρα
Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες…
Στον νου μου δεν υπάρχει ούτε ίχνος αμφιβολίας πως αυτές είναι γραμμές έξοχης ποίησης. Γιατί όμως, με ποια κριτήρια;…
β) Είν’ οι γυναίκες που αγαπούμε σαν τα ρόδια
έρχονται και μας βρίσκουνε
τις νύχτες/ όταν βρέχη…
Εδώ πάλι δεν έχω αμφιβολία – για το αντίθετο, όμως – πως αυτές είναι γραμμές ρηχότητας και προσποίησης. Πάλι, όμως, γιατί, και με ποια κριτήρια;
Ας κάνουμε μια ανάλυση του πρώτου κομματιού για να δούμε σε τι συνίσταται η καλή ποίηση. Μετά, έχοντας κάποιες βάσεις μπορούμε να προχωρήσουμε στην αξιολόγηση του δεύτερου και οποιουδήποτε άλλου.
Ας μην ξεχνάμε, υπάρχει εξαίρετη ποίηση, καλή και μέτρια• υπάρχει και αδιάφορη, κακή και κάκιστη (ή άθλια)
2. Οι τρεις γραμμές του (α) θα μπορούσαν να γραφτούν και ως πρόζα: η επίδραση τους δεν θα άλλαζε. Ούτως ή άλλως, όταν ακούμε να διαβάζεται καλά ένα ποίημα που δεν έχει ομοιοκαταληξία και ρυθμικές γραμμές, δεν είναι πολύ εύκολο να γνωρίζουμε πότε τελειώνει ένας στίχος και αρχίζει άλλος. Αυτό καθαυτό το στοιχείο δεν παίζει πρωτεύοντα ρόλο.
Ο ποιητής είναι νέος και κάνει περιήγηση (τουρισμό) στη χώρα μας: η νεότητα υπονοείται στο “δρασκελίζοντας” – κάτι που ο ηλικιωμένος δεν μπορεί να κάνει. Εδώ έχουμε υπερβολή διότι ένας κανονικός νέος δεν μπορεί να δρασκελίζει αμπελώνες και θάλασσες. Η λέξη “θάλασσες” λειτουργεί διπλά: είναι κυριολεκτικά θάλασσες όπως το Ιόνιο, και μεταφορικά τα αμπέλια που εκτείνονται σαν θάλασσες, γυαλίζουν στον ήλιο και κυματίζουν στον αέρα σαν θαλάσσια κύματα. Με τη μετοχή “δρασκελίζοντας” όμως ο ποιητής δείχνει μεταφορικά πως κινείται γρήγορα κι ενθουσιωδώς! Όχι όμως απρόσεκτα ή τυφλά. Διαβάζει τα μάρμαρα, δηλαδή μελετά τους αρχαιολογικούς χώρους – που είναι συνήθως γεμάτοι μάρμαρα, κτήρια ερειπωμένα ή αγάλματα. Αλλά η μετοχή “διαβάζοντας” παραπέμπει και στον περιηγητή που διαβάζει κάποιο βιβλίο ή οδηγό. Και επιδίδεται σε αυτή τη δραστηριότητα “πίνοντας” ήλιο μεταφορικά, απορροφώντας με τους πόρους του δέρματος το ηλιόφως. Αλλά πάλι η μετοχή παραπέμπει σε νερό, κρασί, μπίρα. Η Κορινθία έχει καλό ήλιο, και αρχαίους χώρους (Μυκήνες, Ολυμπία κλπ) και αμπέλια από όπου φτιάχνεται κρασί, και θάλασσες (Κορινθιακός, Σαρωνικός).
Ο ποιητής μας τα λέει όλα αυτά με μεγάλη οικονομία – σε τρεις στίχους και σύνολο δέκα λέξεων. Χρησιμοποιεί μεταφορές που έχουν υπόνοιες και συσχετισμούς δίνοντας πρόσθετες έννοιες. Και αυτή είναι η ομορφιά της Ποίησης.
3. Το (β) επίσης μπορεί να διαβαστεί σαν πεζό – και είναι ανιαρά πεζό. Εδώ όμως δεν υπάρχουν καθόλου υπόνοιες και πρόσθετοι συσχετισμοί. Είναι δύο απλές και μάλλον ανόητες προτάσεις. Είν’ οι γυναίκες που αγαπάμε σαν τα ρόδια (μια παρομοίωση εδώ με το “σαν”)/ έρχονται και μας βρίσκουνε/τις νύχτες/όταν βρέχει.
Μου είναι αδύνατο να φανταστώ μια γυναίκα, είτε την αγαπώ είτε όχι, σαν ρόδι. Ναι ίσως, και η γυναίκα να κρύβει γλύκες και πολλές βασανιστικές πικρότητες μέσα της όπως μέσα στο ρόδι βρίσκονται πολλά γλυκά ρόδινα σπυριά, τα οποία τρώμε και στυφές διαχωριστικές μεμβράνες που δεν τρώμε. Αλλά αυτή η ομοιότητα είναι πολύ αδύναμη. Διότι αυτό που εικονίζω είναι το σώμα ολόκληρο η το κεφάλι με τα μακρυά μαλλιά της γυναίκας και την άτριχη μικρή σφαίρα του ροδιού. Μετά, δεν είναι πάντα και παντού οι γυναίκες (που αγαπάμε) που έρχονται και μας βρίσκουν, ούτε πάντα και παντού τις νύχτες, ούτε πάντα και παντού όταν βρέχει Συχνά οι άντρες πάνε και τις βρίσκουν όχι μόνο νύχτες αλλά και μέρες και όταν δεν βρέχει επίσης. Αδυνατώ να καταλάβω είτε σε κυριολεκτικό είτε σε συμβολικό επίπεδο τι θέλει να πει εδώ ο “ποιητής”.
Μπορεί να ονομάζεται “ποιητής” στους ποιητικούς κύκλους αλλά δεν είναι. Φαίνεται μάλιστα αρκετά ξιπασμένος.
4. Όπως έγραψα, στο πρώτο υπάρχει μεγάλη εξοικονόμηση λεκτικών μονάδων και χρήση ποιητικών πόρων. Το κύριο στοιχείο είναι η μεταφορά – δηλαδή μια συμπιεσμένη παρομοίωση. Κινούμαι στην Κορινθία και αλλού, γράφει ο ποιητής, σαν να πίνω το ηλιόφως, σαν να διαβάζω (=μελετώ) τα (αρχαία) μάρμαρα (κι ερείπια) και σαν να δρασκελώ αμπέλια (πεζός ή με όχημα) και θάλασσες (με πλοίο). Υπάρχει όμως και κάποιος ρυθμός κι ας μην είναι απόλυτα μετρημένος όπως ο ιαμβικός ή δακτυλικός κλπ. Και ο τρίτος στίχος έχει περισσότερες συλλαβές μα τρεις τόνους μόνο δίνοντας την αίσθηση τοπίου που εκτείνεται μακριά.
Για το δεύτερο δείγμα δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Εκτός από τις σύντομες γραμμές του που το κάνουν να μοιάζει με ποίημα, δεν έχει ποιητικούς πόρους, εκτός από την κακόγουστη παρομοίωση που είναι σαχλαμάρα.
Το πρώτο πείθει στη θεματολογία του επίσης: Ο νέος αγαπά αυτό που κάνει και το κάνει με ενθουσιασμό. Το δεύτερο δεν πείθει για τίποτα: ο ποιητής προσποιείται πως στοχάζεται τις ανθρώπινες σχέσεις μα το μόνο που καταφέρνει είναι να γράφει αρλούμπες. (Το πρώτο είναι από τα πρώιμα και καλύτερα του Ελύτη, το δεύτερο του Εγγονόπουλου.)
Κάποιος (από τους ποιητικούς κύκλους) σίγουρα θα μου πετάξει εδώ διάφορα περί “υπερ-ρεαλισμού” ή σουρεαλισμού, αλλά άδικα. Ούτε από αυτή την άποψη μπορεί ο γραφιάς αυτός να θεωρηθεί ποιητής.