Άγγελος Στάγκος
Η σοβαρότατη και συνεχώς κλιμακούμενη απειλή επί των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας από την πλευρά της Τουρκίας είναι λογικό να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της κυβέρνησης και της πολιτικής τάξης γενικότερα, των μίντια και φυσικά της κοινής γνώμης, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. Το ίδιο ισχύει για την επιλογή και εκλογή της κυρίας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου ως Προέδρου της Δημοκρατίας και μάλιστα με τις ψήφους 261 βουλευτών τριών διαφορετικών κομμάτων. Δηλαδή με τις ψήφους του 87% των αντιπροσώπων του λαού, γεγονός που την καθιστά και ουσιαστικά Πρόεδρο όλων των Ελλήνων!
Ταυτόχρονα όμως συμβαίνουν διάφορα εντός συνόρων, όχι πάντα ευχάριστα. Αλλωστε είναι φανερό ότι η Ελλάδα απέχει ακόμη πολύ από την ποθητή «κανονικότητα», παρά τις φιλότιμες προσπάθειες όσων προσπαθούν να πείσουν ότι την πλησιάζουμε ταχέως. Δυστυχώς, η «κανονικότητα» δεν απέχει «ένα τσιγάρο δρόμο», όπως αποδεικνύεται σχεδόν καθημερινά –και περισσότερο, κάθε βράδυ– από τη δράση όσων ασχολούνται… επαγγελματικά με την παρανομία. Είτε πρόκειται για τύπους του κοινού ποινικού δικαίου που εκτελούν αντίπαλους συμμορίτες μέσα σε ταβέρνες είτε για τους λεγόμενους «αντιεξουσιαστές» που ειδικεύονται στο «αντάρτικο», δρώντας κυρίως τις πρώτες πρωινές ώρες.
Είναι αδύνατον να μην έχει αντιληφθεί η αστυνομία και ακόμη περισσότερο ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχ. Χρυσοχοΐδης ότι στην Αθήνα ειδικά, σε άλλες μεγάλες πόλεις σπανιότερα, υπάρχουν φαινόμενα που παραπέμπουν σε «αντάρτικο». Οι αφορισμοί, οι φιλιππικοί και οι καταδίκες της τρομοκρατίας από τον υπουργό δεν έχουν κανένα νόημα όταν οι ανατινάξεις και οι ληστείες ΑΤΜ τραπεζών, οι πυρπολήσεις αυτοκινήτων σχεδόν κάθε νύχτα –με κλιμακώσεις όταν δεν δίδεται άδεια στον Κουφοντίνα, ας πούμε–, οι παγιδεύσεις και οι επιθέσεις κατά αστυνομικών έχουν φτάσει τα όρια της τρομοκρατικής ρουτίνας. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι τα ΑΤΜ μπορεί να είναι στόχοι και επαγγελματιών ληστών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλη αυτή η δραστηριότητα συνιστά ένα κοινωνικό φαινόμενο, ενδημικό στην Ελλάδα, από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Τα αίτια είναι διάφορα, έχουν επισημανθεί από πολλούς, αλλά είναι πολύ μεγάλες οι ευθύνες τόσο της πολιτείας όσο και της κοινωνίας, για την ανοχή, αν όχι ενθάρρυνση, της ασυδοσίας –σε όλες τις εκφάνσεις και μορφές της– εις βάρος κάθε έννοιας τήρησης κανόνων και νόμων. Από κοντά και η ευθύνη των μίντια βέβαια, όπως άλλωστε συμβαίνει και με άλλα αρνητικά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής καθημερινότητας. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να απαλλαγεί από τις διαχρονικές ευθύνες της η Ελληνική Αστυνομία, καθώς έχει αποτύχει πανηγυρικά να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το φαινόμενο της υψηλής ή χαμηλής τρομοκρατίας και άσκησης βίας επί δεκάδες χρόνια.
Οι δικαιολογίες ποικίλλουν κατά καιρούς, αλλά πάντα είναι άφθονες, είτε προέρχονται από πολιτικούς προϊσταμένους είτε από συνδικαλιστές των σωμάτων ασφαλείας. Οταν όμως επιτρέπουν σε ακροδεξιούς να ξυλοφορτώνουν ανθρώπους μπροστά στα μάτια τους, αντιεξουσιαστές να αλωνίζουν χωρίς να συλλαμβάνονται ή αδιαφορούν για την οδική παραβατικότητα, σημαίνει ότι η ανικανότητα περισσεύει στα όργανα της τάξης. Αντίθετα, υπάρχει σοβαρό έλλειμμα εκπαίδευσης, πειθαρχίας και επαγγελματισμού.
Πηγή: Καθημερινή