Κολλημένοι με το παρελθόν

Κολλημένοι με το παρελθόν

Σήφης Πολυμίλης

Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό επιβεβαίωσε για μία ακόμα φορά τους ασύμπτωτους δρόμους που ακολουθεί εδώ και χρόνια το πολιτικό σύστημα. Με εξαίρεση τις εξελίξεις με την Τουρκία, όπου υπήρξε μια αξιοσημείωτη σύμπλευση, στο άλλο μείζον εθνικό θέμα, την πορεία ανασυγκρότησης της χώρας, παρακολουθήσαμε έναν διάλογο κωφών. Από τη μια καταστροφολογία και από την άλλη μια ωραιοποιημένη εικόνα της πραγματικότητας που βιώνουμε.

Προφανώς υπάρχει μια βελτίωση του οικονομικού κλίματος, μια αίσθηση ότι αρχίζουμε να ξεφεύγουμε από τον πάτο του βαρελιού αλλά έχουμε μακρύ δρόμο μπροστά μας για να δικαιολογήσουμε τους πανηγυρικούς κυβερνητικούς τόνους και την αυτοϊκανοποίηση για τις επιτυχίες τους. Η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται στη Β’ Εθνική της Ευρώπης, η απόσταση από τις χώρες της ευρωζώνης – και όχι μόνο – έχει διευρυνθεί δραματικά σε βάρος μας και το χάσμα ανάμεσα στις προσδοκίες ευημερίας και τις παραγωγικές δυνατότητές μας είναι τεράστιο.

Οσο και να μη μας αρέσει, παραμένουμε μια χώρα και μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών, με υποαμειβόμενο εργατικό δυναμικό, με επιχειρήσεις τεχνολογικά υποβαθμισμένες, εσωστρεφείς και χαμηλής παραγωγικότητας. Εξαιρέσεις φυσικά υπάρχουν, αλλά δεν είναι αρκετές, ώστε να δώσουν την απαραίτητη ώθηση που χρειαζόμαστε. Δεν είναι τυχαίο ότι μία από τις βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησης για να ωθήσει την ανάπτυξη παραμένει η οικοδομική δραστηριότητα. Το ίδιο δηλαδή μοντέλο που ζήσαμε επί χρόνια και είδαμε τα αποτελέσματά του. Για να μη μιλήσουμε για τη συνεχιζόμενη εμμονή στην επιδοματική πολιτική, αντί για τόνωση των δημόσιων επενδύσεων.

Αν και στη δεκαετία της κρίσης δοκιμάστηκαν όλες οι συνταγές – και οι αυταπάτες -, το πολιτικό μας σύστημα μοιάζει ακόμα να μην αντιλαμβάνεται ότι χωρίς στοιχειώδη συναίνεση σε μια σειρά επιλογές, η χώρα είναι καταδικασμένη να ζει με χαμηλές προσδοκίες. Προφανώς δεν είναι εύκολο και απλό πολιτικοί που έχουν χτίσει καριέρες με ρητορικές διχασμού και μίσους, να συμφιλιωθούν ξαφνικά με την ανάγκη συνεννόησης. Το ίδιο ισχύει και για μια κοινωνία που παρά την απογοήτευσή της, παραμένει εγκλωβισμένη σε στερεότυπα και θεωρίες συνωμοσίας.

Αποτέλεσμα, η δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση εξακολουθεί δυστυχώς να γίνεται με όρους παρελθόντος και όχι μέλλοντος. Ποιος έχει τις μεγαλύτερες ευθύνες για την κατάντια μας, αντί πώς και με ποιους όρους και πολιτικές μπορούμε να αφήσουμε πίσω μας τις παθογένειες του παρελθόντος. Οσο και να θέλουμε να αισιοδοξούμε επιτέλους, μοιάζει να είναι μακρύς ο δρόμος για να απαλλαγούμε από έναν αλληλοκτόνο λόγο αντιπαράθεσης και να ανακαλύψουμε την αξία του ουσιαστικού διαλόγου που τρέφει και δεν ευτελίζει τη δημοκρατία.

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *