Μιχάλης Τσιντσίνης
Τα τελευταία χρόνια, ο Δημήτρης Τσοβόλας μιλούσε –όποτε μιλούσε– δημοσίως σαν ιστορικός του «δώσ’ τα όλα». Είχε αποδυθεί στη δύσκολη προσπάθεια να πείσει ότι η φράση, που έχει θησαυριστεί στη συλλογική μνήμη σαν μάντρα του μεταπολιτευτικού λαϊκισμού, τον αδικεί. Δεν ξόδεψε, λέει και ξαναλέει, ούτε δραχμή σε παροχές ύστερα από εκείνη τη σκηνική έμπνευση του Μεγάλου, σε μια συγκέντρωση το 1988 στο Περιστέρι.
Παρά την προσπάθεια, ο Τσοβόλας έχει σημανθεί ως δωσταόλας. Το άκουσμα του ονόματός του πυροδοτεί ένα μπουκέτο από παλαιοπασοκικές συνδηλώσεις – σαν να ήταν τριάντα χρόνια ίδιος. Σαν να μην είχε προσπαθήσει να κρατηθεί στην πολιτική με μια κομματική κάψουλα αρχέγονου ΠΑΣΟΚ, ονόματι ΔΗΚΚΙ, προτού εγκαταλείψει οριστικά τη δημόσια ζωή πριν από δεκαπέντε χρόνια.
Η επιλογή του Παπαγγελόπουλου να αναθέσει στον Τσοβόλα την υπεράσπισή του θα μπορούσε να είναι και πολιτικά ουδέτερη. Θα μπορούσε ο πρώην εισαγγελέας να τον εκτιμά ως δικηγόρο. Θα μπορούσε, αν ο ίδιος ο Τσοβόλας δεν έσπευδε να την πασπαλίσει με λίγη πασοκική τέφρα.
Ο συνήγορος ανέλαβε, είπε, τον ελεγχόμενο τέως υπουργό, επειδή έχει ζήσει το ’89 και τώρα διαπίστωσε «ότι η Δεξιά δεν ξεχνά τη Δεξιά». Το πόσο δίκιο έχει ο Τσοβόλας το αποδεικνύει πρώτος ο ίδιος ο Παπαγγελόπουλος, που αποφάνθηκε προχθές σε μεταμεσονύκτια εμφάνισή του ότι «o Αλέξης Τσίπρας είναι εξίσου θεσμικός με τον Κώστα τον Καραμανλή». Η Δεξιά, όντως, δεν ξεχνά τη Δεξιά.
Η Δεξιά, πάντως, που κατέληξε να ενσαρκώνει ο πρώην εισαγγελέας στην κυβέρνηση Τσίπρα είχε συναντηθεί με την κουλτούρα του βαθέος ΠΑΣΟΚ πολύ πριν την κληρονομήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και μοιάζει τώρα φυσικό ο Παπαγγελόπουλος να χρησιμοποιεί τον Τσοβόλα σαν εμβρυουλκό συνειρμών: σαν ζωντανή παραπομπή στο «βρώμικο ’89».
Η προσπάθεια τσοβολέματος της Προανακριτικής δεν περιορίζεται μόνο στη συμβολική ανάκληση του προσώπου. Οταν θέλεις να απευθυνθείς σε κοινό με φορτωμένη μνήμη, καλό είναι να μην εμπιστεύεσαι τη σημειολογία. Γι’ αυτό και ο Τσοβόλας εκφράζεται κατακούτελα: «Το τραγικότερο», λέει, «είναι ότι και το ’89 Μητσοτάκης ήταν πρωθυπουργός και το 2019 πάλι Μητσοτάκης».
Αυτή η –τρόπος του λέγειν– συλλογιστική θα μπορούσε να αποδοθεί στον απολιθωμένο κόσμο ενός βετεράνου πολιτικού που νομίζει ότι ξαναζεί τις ημέρες της δόξας του. Ομως, ο ρετρό αντιδεξιός λόγος δεν είναι τσοβολική ιδιαιτερότητα. Είναι η κυρίαρχη γλώσσα του ΣΥΡΙΖΑ – αλλά και του μετεκλογικού ΚΙΝΑΛ. Οι αναφορές στο αυταρχικό κράτος της Δεξιάς, στη χωροφυλακή, ακόμη και η χιλιομασημένη τρολιά για την κληρονομική «γκαντεμιά» – όλα αυτά δικαιώνουν τον Τσοβόλα. Το περίεργο δεν είναι ότι εμφανίστηκε. Το περίεργο είναι που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε φροντίσει να τον αποψύξει νωρίτερα.
Πηγή: Καθημερινή