Μαρία Κατσουνάκη
Κάθε χρόνο, το ίδιο τροπάρι γίνεται όλο και πιο άρρυθμο. Φέτος, την αυγουστιάτικη χασμωδία με τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων επέτεινε η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο με βαθμολογία 0,84, δηλαδή με λευκή κόλλα. Οταν κάποιος έχει πιάσει βαθμολογικό πάτο, είναι πράγματι «επιτυχών»; Ο ίδιος ο υποψήφιος (αν και δεν είναι ένας, η χαμηλή βαθμολογία εξελίσσεται σε θεσμό), το περιβάλλον του, η κοινωνία, το πολιτικό σύστημα, παραμένουν/παραμένουμε, άραγε, ικανοποιημένοι και εφησυχασμένοι; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Η έντυπη, διαδικτυακή, προφορική, συζήτηση γύρω από το θέμα αναδεικνύει πολλές στρεβλώσεις.
Η αγανάκτηση για την κατάντια του εκπαιδευτικού συστήματος, ο θυμός, η απαξίωση και ο χλευασμός είναι η μία πλευρά. Η άλλη έχει να κάνει με την ελληνική οικογένεια, τον τυφλοσούρτη των εισαγωγικών εξετάσεων, την αδυναμία να αναζητηθούν εναλλακτικές λύσεις, τη νοοτροπία παραγωγής πτυχιούχων «ό,τι να ’ναι» που έχει ριζωθεί και η οποία δεν αποκόβεται εύκολα. Για να μη μιλάμε μόνο για τη –δεδομένη– πολιτική ευθύνη. «Ας περάσει σε μια σχολή», «ας πάρει ένα χαρτί» είναι επαναλαμβανόμενες εδώ και δεκαετίες φράσεις – θερμοκήπιο αχρησίας και ημιμάθειας.
Ο εισακτέος με βαθμό κάτω από τη βάση δεν δηλώνει αποτυχία. Δεν πρόκειται για τον υποψήφιο που, λόγω άγχους ή ατυχίας ή κακού συστήματος στο διάβασμα, απέτυχε. Αυτό είναι κατανοητό. Μπορεί να ξαναπροσπαθήσει. Μια «επιτυχία» κάτω από τη βάση, όμως, διαμορφώνει παράδειγμα. Είναι η όλο και πιο διαδεδομένη αντίληψη της ήσσονος προσπαθείας, που στη χώρα μας επισημοποιείται, κατοχυρώνεται και επιβραβεύεται. Γιατί, ας φανταστούμε (με μικρές πιθανότητες απόκλισης), τι θα συμβεί τον επόμενο χρόνο. Τι λειτουργεί πιο αποτελεσματικά και πολλαπλασιάζεται χωρίς κόπο; Η λευκή κόλλα ή το άριστο γραπτό; Οταν και τα δύο έχουν, σε πρώτη ανάγνωση, ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα: την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Μια κοινωνία που «παρκάρει» τους 17χρονους σε μια πανεπιστημιακή σχολή, θεωρώντας ότι έτσι καταβάλλει το «δικό της» μερίδιο χρέους απέναντι στην εκπαίδευση των παιδιών της. Προέκταση του να «μπούνε σε μια σχολή», θύματα και θύτες του ίδιου επικοινωνιακού λαϊκισμού που χαϊδεύει και κανακεύει τους νέους, γιατί, απλούστατα, αυτή η κολακεία είναι η πιο εύκολη πυρόσβεση των, πάσης φύσεως, γονεϊκών ενοχών και αδιεξόδων.
Μια κοινωνία που, ένα μεγάλο μέρος της, ζει και αναπνέει κάτω από τη βάση της κοινής λογικής.
Πηγή: Καθημερινή