Νίκος Κωνσταντάρας
Η χώρα νοσεί. Τα παιδιά πεθαίνουν, οι καλλιέργειες ρημάζουν, ο υπεύθυνος της κατάρας άγνωστος. Ο βασιλιάς Οιδίπους αναλαμβάνει την ευθύνη του, αποφασισμένος να αποκαλύψει τον αίτιο, να σώσει την πόλη, να επουλώσει τις πληγές της. Να πράξει το καθήκον του ηγέτη. Οι πρωταγωνιστές, τα δεύτερα πρόσωπα, οι πολίτες, κινούνται σαν αυτόβουλα όντα, αλλά ο θεατής, που γνωρίζει ήδη την κατάληξη της ιστορίας, στην κερκίδα σαν γαντζωμένος σε πλαγιά πάνω από χείμαρρο, γνωρίζει ότι στη σκηνή μπορεί να έχουν την ψευδαίσθηση ότι στέκονται σε στέρεο έδαφος αλλά τους έχει παρασύρει η μοίρα και σπεύδουν προς την καταστροφή.
Πρώτα η Ιοκάστη, που πίστευε ότι η ανθρώπινη βουλή μπορεί να ξεγελάσει τους θεούς· μετά ο Οιδίπους, αθώος και ένοχος μαζί, που η μοίρα και ο χαρακτήρας του συνωμότησαν για την καταστροφή του· αργότερα, σε άλλο έργο, ο άκαμπτος Κρέων θα χάσει τα πάντα ενώ πασχίζει να σώσει την πόλη.
Ο θεατής δεν αισθάνεται έλεος και φόβο μόνο όταν ταυτίζεται με τους πρωταγωνιστές και τον πόνο τους, ούτε επειδή αντιλαμβάνεται ότι και αυτός θα βρεθεί στο έλεος άγνωστης μοίρας. Ψηλά πάνω από το λογείο και την ορχήστρα, ο θνητός παρατηρεί τον χαμό μεγάλων ανδρών και θρυλικών γυναικών και καταλαβαίνει ότι όπως αυτοί, έτσι και οι ηγέτες της δικής του εποχής δεν μπορούν να σώσουν ούτε εαυτούς ούτε τους πολίτες. Αντιθέτως, βλέπει ότι αυτοί που κρίνουν την τύχη της πολιτείας μπορούν να προκαλέσουν το μεγαλύτερο κακό, είτε επειδή δεν γνωρίζουν πώς να το αποτρέψουν είτε επειδή ευθύνονται για κάποια πράξη που τιμωρείται.
Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ της τραγωδίας του θεάτρου και της ειδησεογραφίας: στο θέατρο παρατηρούμε παράσταση με την ουσία, τη ζωή διυλισμένη στα βασικά της στοιχεία· στην τηλεόραση, στην εφημερίδα, στα κοινωνικά δίκτυα, συμμετέχουμε οι ίδιοι στη φασαρία, κραυγάζοντας σαν πρωταγωνιστές, αδύναμοι να καταλάβουμε τι γίνεται. Γι’ αυτό και ανεχόμαστε ηγέτες που δεν μπορούν να μας σώσουν, που λόγω θέσης και χαρακτήρα μπορεί να οξύνουν τα προβλήματα και αποκλείουν τη διόρθωση πορείας. Τους ανεχόμαστε επειδή έτσι μάθαμε, επειδή δεν γνωρίζουμε τι άλλο να κάνουμε· περιμένουμε είτε εκλογές είτε επανάσταση.
Ισως έτσι εξηγείται η παράλυση πολιτών και πολιτείας όταν στην κορυφή βρίσκονται άνθρωποι ανίκανοι να αποτρέψουν το κακό. Στις ΗΠΑ, πολίτες σκοτώνονται με πολεμικά όπλα σε μαζικές σφαγές και αμέτρητους «μεμονωμένους» φόνους, στο όνομα του συνταγματικού δικαιώματος του λαού «να διατηρεί και να φέρει όπλα», ενώ η εκλεγμένη ηγεσία όχι μόνο δεν αποτρέπει το κακό αλλά το ενθαρρύνει.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι ο πρώτος που συμπεριφέρεται έτσι, αλλά ρίχνει λάδι στη φωτιά με τη στήριξη που παρέχει στο λόμπι των όπλων και των οπλισμένων, με το λεξιλόγιο και τη ρητορική που διευρύνουν τα ρήγματα στην κοινωνία, προκαλώντας περισσότερο διχασμό και βία.
Ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε εναντίον της Κίνας (ενώ φαίνεται ότι θα ακολουθήσουν κι άλλοι) απειλεί την αμερικανική οικονομία, θέτοντας σε κίνδυνο και την αγροτική παραγωγή, καθώς η Κίνα απαγόρευσε τις εισαγωγές αμερικανικών αγροτικών προϊόντων. Αντί να επιχειρεί να κατευνάσει τα πνεύματα, να διορθώσει τη δική του συμπεριφορά και την πορεία της χώρας, ο Αμερικανός πρόεδρος επενδύει στη σύγκρουση για προσωπικό πολιτικό όφελος, με όποιο κόστος για τις ΗΠΑ και για το διεθνές σύστημα διακυβέρνησης που εξαρτιόταν από τη συνετή ηγεσία της Ουάσιγκτον.
Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, από την άλλη, εκφράζει την ανάγκη για διεθνή συνεννόηση και για ελεύθερο εμπόριο, αλλά μέσα στη χώρα του ενισχύει τον κρατικό αυταρχισμό, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο για να ελέγξει την πολιτική εξέλιξη του λαού του, με απρόβλεπτες προοπτικές.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν βασίζεται και αυτός στον απόλυτο έλεγχο κάθε πηγής ισχύος στο εσωτερικό, προβάλλοντας ταυτόχρονα τη στρατιωτική δύναμη της χώρας του στο εξωτερικό. Ο ρωσικός λαός υπομένει, χωρίς δικλίδες ασφαλείας.
Ο Μπολσονάρο δείχνει διατεθειμένος να διαλύσει τον ήδη ταλαιπωρημένο κοινωνικό ιστό της Βραζιλίας και να λεηλατήσει τον φυσικό της πλούτο, εις βάρος όχι μόνο της χώρας αλλά και του κόσμου όλου.
Ο γείτονάς μας Ερντογάν παραδίδει μαθήματα καθημερινώς για το πώς ένας άνθρωπος μόνος του μπορεί να υπονομεύσει το μέλλον ενός έθνους, καταργώντας κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές κατακτήσεις και εκθέτοντάς το σε κινδύνους για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα.
Ο Σοφοκλής γνώριζε τα θολά, αεικίνητα ρεύματα της ανθρώπινης δυστυχίας, τις σκοτεινές διαδρομές της εξουσίας, το τίμημα της ηθικής και της ευθύνης, την έπαρση που τυφλώνει, την αδυναμία να κατανοήσουμε, πόσο μάλλον να ελέγξουμε, όσα καθορίζουν την πορεία μας.
Σήμερα στις οθόνες μας τα βλέπουμε όλα. Από την κερκίδα βρεθήκαμε στην ορχήστρα – πάλι εξαρτημένοι από δυνάμεις που όσο και αν τις βλέπουμε δεν τις ελέγχουμε. Παρηγοριά η δημοκρατία, που μας επιτρέπει να αλλάζουμε ηγέτες, τραγωδία το γεγονός ότι συνήθως δεν εκλέγουμε τους καλύτερους. Χωρίς θεούς να καθορίζουν τη μοίρα μας, πλέκουμε μόνοι τον ιστό που μας τυλίγει. Καταντάμε, τον 21ο αιώνα, να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στην τύχη.
Πηγή: Καθημερινή