Γιάννης Σιδέρης
Με δυο συμβολικές αποτυχίες ολοκληρώνεται η τελευταία εβδομάδα του Αλέξη Τσίπρα στον πρωθυπουργικό θώκο. Η μία είναι η διαρροή περί άρνησης του Προέδρου της Δημοκρατίας να υπογράψει το Προεδρικό Διάταγμα για το διορισμό της νέας ηγεσίας της Δικαιοσύνης, αφού αυτή έγινε κατά την προεκλογική περίοδο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν σεβάστηκε τις θεσμικές διαδικασίες, αλλά η στάση αυτή συχνά του έγινε μπούμερανγκ και του πρόσαψε πολιτικό κόστος.
Η δεύτερη αποτυχία ήταν η πολυσυζητημένη συνέντευξη στον ΣΚΑΙ. Δεν είναι (όπως θέλουν να την παρουσιάσουν στο διαδίκτυο οι φανατικοί οπαδοί και τα εντεταλμένα troll), η κάθοδος του… γενναίου Αλέξη στο άντρο του οχτρού, για να τον κατατροπώσει (ναι διαβάσαμε και τέτοια για να δικαιολογηθεί η νέα kolotouba).
Η ήττα συνίσταται στην άτακτη υποχώρηση του Πρωθυπουργού ενόψει της επερχόμενης εκλογικής ήττας. Αναγκάστηκε να απευθυνθεί και σε ένα άλλο κοινό, αυτό του ΣΚΑΙ, μήπως μαζέψει κανα ψηφαλάκι. Σωστή ως κίνηση, όλοι οι πολιτικοί πρέπει να μιλάνε σε όλα τα ΜΜΕ. Αλλά ήταν ο ίδιος που τον καιρό που ένιωθε παντοδύναμος και άτρωτος (μη υπάρχοντος και του Μέγκα), είχε κηρύξει το εμπάργκο. Τώρα παρότι αναμένεται να είναι επιθετικός φραστικά, επί της ουσίας πήγε με την ουρά στα σκέλια. Είναι η έμπρακτη αναγνώριση ότι το εμπάργκο του και απέτυχε και τον έβλαψε.
Όπως θα τον βλάψει η απόφαση – παρότι ο ίδιος πήγε -να συνεχιστεί το εμπάργκο για το υπόλοιπο πολιτικό προσωπικό του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική παραδοξότητα μιας τέτοιας κίνησης, αποστερεί την όποια εναπομείνασα σοβαρότητα. Το εμπάργκο δεν μπορεί να ισχύει α λα καρτ, να μην ισχύσει για τον αρχηγό, αλλά να ισχύει για τους αξιωματούχους. Θα είναι κάτι πρωτοφανές στα παγκόσμια χρονικά, και η επιστήμη της επικοινωνίας σηκώνει τα χέρια.
Το ανωτέρω καταδεικνύει και τον προγραμματικό αχταρμά του ΣΥΡΙΖΑ. Τον έφερε στην εξουσία το ρεύμα της αγανάκτησης, κατίσχυσε μέσα σε εννιά μήνες σε τρεις αναμετρήσεις, και αυτό δημιούργησε την συναίσθηση της παντοδυναμίας. Όχι μόνο ο λαός αλλά και οι επαγγελματίες της πολιτικής ανάλυσης, του προσέδωσαν δυνατότητες που τελικά δεν είχε.
Λίγοι γνώριζαν ότι όλον τον καιρό στο Μαξίμου δεν υπήρχε κανένας μακροπρόθεσμος προγραμματισμός. Όλα ήταν δράσεις και αποφάσεις της τελευταίας στιγμής. Στον «Πρωινό καφέ» προείχε το ερώτημα «τι κάνουμε σήμερα;». Η έλλειψη στοιχειώδους και συνεκτικού προγραμματισμού είχε φανεί από την πρώτη ημέρα της κυβέρνησης, παρότι το υπερφίαλο πρόγραμμα Θεσσαλονίκης έδρασε ως ψευδεπίγραφη βιτρίνα και έδωσε ψευδείς εντυπώσεις ύπαρξης κάποιου προγραμματισμού .
Για του λόγου το αληθές, αυτό είχε φανεί από τις δηλώσεις των υπουργών την ημέρα της ορκωμοσίας τους. Με αρειμάνιο και φανφαρόνικο ύφος, δήλωναν στις κάμερες τι σκοπεύουν να καταργήσουν, από το εν εξελίξει έργο που παρέλαβαν από τους προηγούμενους. Ουδείς γνωστοποιούσε με τι θα το αντικαθιστούσε αυτό που θα καταργούσε, γιατί απλούστατα δεν υπήρχε. Ίσχυε πάντα το βλέποντας και κάνοντας.
Ακόμη και τώρα ο προγραμματισμός για το μέλλον λείπει. Αναλίσκονται να διεκτραγωδούν πόσο κακό θα κάνει η νεοφιλελεύθερη ακροδεξιά κυβέρνηση Μητσοτάκη. Και παρότι αυτό δεν έπιασε στις ευρωεκλογές, συνεχίζουν γιατί δεν υπάρχει εναλλακτική. Και δεν υπάρχει ακριβώς γιατί δεν υπάρχει ολοκληρωμένο πρόγραμμα επόμενης τετραετίας.
Ως προς αυτό, συγκριτικά η ΝΔ είναι όαση κυβερνητικού προγραμματισμού. Δεν αναφερόμαστε επί της ουσίας των μέτρων που θα λάβει. Πιστεύουμε ότι η ουσία και η αποτελεσματικότητά τους, αποδεικνύεται μόνο όταν αρχίσει ένα κόμμα να κυβερνά. Ως τότε εκ των πραγμάτων είναι προγραμματισμένα ευχολόγια. Όμως αυτά υπάρχουν ήδη έτοιμα υπό μορφή νομοσχεδίων, και κυρίως είναι προσαρμοσμένα όχι σε μια ιδεατή κατάσταση, αλλά στην πραγματικότητα που θα παραλάβει.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι υποψήφιοι της ΝΔ παρουσιάζονται στις συζητήσεις σαν έτοιμοι από καιρό, εκφράζουν λόγο μελλοντικό, και δεν αρκούνται στη βολικότητα να ελεηνολογούν τον ΣΥΡΙΖΑ (δεν θα ήταν δα και δύσκολο). Πρόκειται για μια ποιοτική διαφορά που θέλγει τον πολίτη.
Ο πολίτης κατανάλωσε δέκα χρόνια κατηγοριών, καταγγελιών, κινητοποιήσεων, αναμπουμπούλας, ενοχοποιήσεων. Κουράστηκε. Χρειάζεται να μάθει τι θα συμβεί στη ζωή του αύριο και να νιώσει λίγο σίγουρος ότι αυτό θα συμβεί, ή έστω θα γίνει σοβαρή προσπάθεια να συμβεί. Αυτό δίνει την πρωτοκαθεδρία στον Μητσοτάκη, έτσι όπως εκφράζεται στις δημοσκοπήσεις, και λογικώς θα εκφραστεί και στην κάλπη.
Πηγή: Liberal.gr