Κώστας Καλλίτσης
Με κυβερνητική πρωτοβουλία και συναίνεση της αντιπολίτευσης, η χώρα τίθεται σε τροχιά δημοσιονομικής εκτροπής. Πριν σαρκάσει τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, ο κ. Τσακαλώτος συνετό θα ήταν να ζητούσε να ενημερωθεί για τα στοιχεία και τις εκτιμήσεις του υπουργείου του. Το 2019 –θα του έλεγαν– η τελική έκβαση είναι αβέβαιη, θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα της ρύθμισης για τις 120 δόσεις – η Κομισιόν εκτιμά ότι θα είναι αρνητικό για τα έσοδα, η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα είναι θετικό. Θεωρούν, ωστόσο, δεδομένη τη δημοσιονομική εκτροπή το 2020. Οι εκτιμήσεις διαφέρουν μόνον ως προς το μέγεθός της. Η Κομισιόν υπολογίζει ότι το 2020 θα μας λείπουν 2,2-2,7 δισ. ευρώ, ενώ σύμφωνα με το (δικό μας…) Γενικό Λογιστήριο θα λείπουν «μόνο» περί τα 700 εκατ. – ποσό που κατ’ έτος θα σωρεύεται αυξανόμενο. Διότι έχουν εγκριθεί παροχές 1,5 δισ. περίπου, ενώ το δημοσιονομικό περιθώριο δεν υπερβαίνει τα 800 εκατ. ευρώ.
Αυτό ήταν το «κοινό μυστικό». Βγήκε στον αέρα την Τετάρτη, με την έκθεση της Κομισιόν για την τρίτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση.
Στην έκθεση, με σαφείς, προσεκτικές διατυπώσεις, αποτυπώνεται η πορεία της χώρας μας προς την αποτυχία των δημοσιονομικών στόχων που έχουν συμφωνηθεί, καθώς (με τα μέτρα που προεκλογικά ήδη ψηφίστηκαν από κυβέρνηση και αντιπολίτευση) είναι βέβαιο ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα υστερεί αισθητά από το 3,5% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, δημοκρατικά, συναινετικά, και μονομερώς, χωρίς διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους δανειστές (τα περί του αντιθέτου είναι ελαφρώς υποκριτικά…), αθετούμε τη συμφωνία που η χώρα έχει συνάψει. Με την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να εθελοτυφλούν, αμφότερες προσποιούμενες ότι δεν βλέπουν τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Ποιος είναι ο ελέφαντας;
Η Ελλάδα είναι υπερχρεωμένη. Το ελληνικό Δημόσιο οφείλει χρέος ίσο με το 180% του ελληνικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, πρέπει να το εξυπηρετεί με τρόπο βιώσιμο και ταυτόχρονα να το περιορίζει, αντλώντας κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές με χαμηλά επιτόκια. Για να το πετυχαίνει, προϋπόθεση sine qua non είναι η διαφύλαξη και ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας, η επιβεβαίωση της ικανότητάς της να προωθεί τις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις και να πετυχαίνει οικονομική μεγέθυνση χωρίς να ανατρέπεται το ισοζύγιο πληρωμών και χωρίς να διαταράσσεται η δημοσιονομική ισορροπία – που με τεράστιο κοινωνικό κόστος έχει επιτευχθεί.
Διανύουμε τα πρώτα βήματα αυτής της (εξ ορισμού εξαιρετικά δύσκολης…) προσπάθειας. Δύο είναι τα ενδεχόμενα: Είτε (α) αυτή η διαδικασία θα ανατραπεί και θα πάνε χαμένες οι σκληρές θυσίες μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας είτε (β) αρκετές από τις υποσχέσεις που προεκλογικά μοιράζονται, αύριο θα αθετηθούν – όποιο πολιτικό κόμμα κι αν κερδίσει τις επικείμενες εκλογές. Και αν ήμουν υποχρεωμένος να στοιχηματίσω, θα στοιχημάτιζα υπέρ του δεύτερου ενδεχομένου. Οτι, δηλαδή, όποια κυβέρνηση προκύψει, για να αποφευχθεί ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός, θα αναζητήσει τρόπους και επιχειρήματα και θα αθετήσει υποσχέσεις που σήμερα μοιράζει. Θα προκληθούν τριγμοί και απροσδιόριστες πολιτικές παρενέργειες. Αλλά, τότε, όλα τα άλλα θα φαίνονται χειρότερα…
Πηγή: Καθημερινή