Μιχάλης Τσιντσίνης
H ιδέα δεν ήταν καινούργια. Είχε συζητηθεί ήδη από το καλοκαίρι. Από τότε είχε φανεί ότι η Ελλάδα κινδύνευε να πληρώσει μια ιδιαιτερότητά της: Ενώ παντού στην Ευρώπη το ένστικτο της αυτοσυντήρησης οδηγούσε τους ευπαθείς να εμβολιαστούν σχεδόν καθολικά, εδώ η ευπάθεια δεν ταυτιζόταν με την υγειονομική σωφροσύνη. Το αντίθετο. Μια όχι αμελητέα μειοψηφία εμφάνιζε γεροντοεφηβική αμεριμνησία.
Το καλοκαίρι δεν υπήρχε λόγος να θορυβηθεί κανείς πολύ από τον κίνδυνο. Το Μαξίμου έβλεπε τα νούμερα, αλλά δεν ίδρωνε. Δεν θεωρούσε ότι η υγειονομική κερκόπορτα των ευπαθών δικαιολογούσε μέτρα επιβολής. Μέτρα, που καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν μελετούσε μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες.
«Τι θέλετε δηλαδή να τους κάνουμε; Να τους κόψουμε τη σύνταξη;», ήταν η φράση με την οποία αποδοκιμάζονταν όσοι ζητούσαν αυστηρότερη αντιμετώπιση. Οι επιφυλάξεις ήταν ιδεολογικές – αποδιδόμενες στη φιλελεύθερη κουλτούρα του πρωθυπουργού. Ήταν, όμως, και σχολαστικές, καθώς η υποβαλλόμενη τότε συνταγματολογική γνωμάτευση δικαίωνε –για να μην πούμε ότι κολάκευε– τις πρωθυπουργικές επιφυλάξεις.
Δηλαδή; Δεν υπήρχαν αμιγώς πολιτικοί δισταγμοί; Δεν βάραινε στις σταθμίσεις του κυβερνητικού επιτελείου το γεγονός ότι το μισό εκατομμύριο των ευάλωτων ανεμβολίαστων ανήκει –ή, μήπως, ανήκαν;– στο δικό της προνομιακό ακροατήριο; Στους συντηρητικούς, νοικοκυραίους εκείνης της ηλικίας που ξυπνάει πάντα την Κυριακή των εκλογών για να πάει στην κάλπη;
Όντως. Οι άνω των 60 είναι η ηλικιακή ομάδα στην οποία η Νέα Δημοκρατία έχει τις καλύτερές της επιδόσεις. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η απόφαση για την υποχρεωτικότητα ξεφεύγει από τα συνηθισμένα κριτήρια της τρέχουσας πολιτικής. Ξεφεύγει, επειδή ακριβώς αψήφησε το έκδηλο πολιτικό κόστος, υπέρ της δημόσιας υγείας. Επειδή υπαγορεύτηκε από ένα απλό σκεπτικό: Καλύτερα να ζήσετε, κι ας μη με ψηφίσετε.
Η αλήθεια είναι ότι η μειοψηφία του μισού εκατομμυρίου δεν είναι χωρίς αντίβαρο. Υποσκελίζεται από τη στέρεα πλειοψηφία των εμβολιασμένων οι οποίοι, ενώ στην αρχή εμφανίζονταν μοιρασμένοι ως προς το ενδεχόμενο αυστηρότερων περιορισμών στους ανεμβολίαστους, σταδιακά, και υπό τον φόβο της πανδημικής έξαρσης, άρχισαν να μεταστρέφονται. Το κοινωνικό έρεισμα της υποχρεωτικότητας προέκυψε από αυτήν τη μεταστροφή: Από την πλειοψηφία της ενσυνείδητης ανοσίας· από τους αρνητές του lockdown.
Από πού θα κριθεί η επιτυχία του μέτρου; Στα πόσα ραντεβού; Στις 50 χιλιάδες; Στις 100; Στην ψαριά, μήπως, που θα έχουν οι επίδοξοι αλιείς της οργής, που μέχρι τώρα μάζευαν τα δίχτυα τους άδεια; Από την έκταση της συμμόρφωσης κρίνεται η επιτυχία, αλλά όχι η ορθότητα της υποχρεωτικότητας. Το μέτρο θα ήταν σωστό, ακόμη κι αν κατάφερνε να σώσει μόνο έναν.
Πηγή: Καθημερινή
– – –
Όλα τα σχόλια των αναγνωστών είναι ευπρόσδεκτα, εφόσον δεν χρησιμοποιούν προσβλητικούς ή υβριστικούς χαρακτηρισμούς. Επίσης σχόλια στα οποία έχει επιλεγεί η “Υποβολή ως Ανώνυμος/η – Unknown” δεν θα δημοσιεύονται. Μπορείτε να επιλέξετε να υποβάλετε ένα σχόλιο είτε με το προφίλ σας στο Google (1η επιλογή), είτε το όνομά σας ή κάποιο ψευδώνυμο (2η επιλογή: “Όνομα/URL“), συμπληρώνοντας μόνο το πεδίο “Όνομα” (όνομα ή ψευδώνυμο της αρεσκείας σας). Όλα τα σχόλια πριν τη δημοσίευσή τους πρέπει να εγκριθούν από τον Διαχειριστή (comment moderation), γι’ αυτό πιθανόν να υπάρξει μια μικρή καθυστέρηση.