Μπάμπης Παπαδημητρίου
Κανένας κυβερνήτης δεν έβαλε βαρύτατους φόρους χωρίς να τιμωρηθεί από τον λαό. Οι σύμβουλοι του κ. Τσίπρα, αντί να του «ζαλίζουν τον έρωτα» με εμβριθείς αναλύσεις για τη διείσδυση που πετυχαίνει στα φτωχότερα στρώματα διά των παροχών, καλά θα κάνουν να τον προετοιμάζουν ψυχικά. Είναι βεβαίως κοινή μοίρα των πρωθυπουργών (πλην του Κώστα Καραμανλή) να νομίζουν ότι είναι… αιώνιοι. Μέχρις ότου καταλάβουν ότι το τρένο έρχεται καταπάνω τους. Στη Maximos Mansion συμπεριφέρονται ήδη ως νευρικοί εραστές της πνευματικής «συνωμοσίας» που συνδέει το υποσυνείδητο εκείνων που κατοικοεδρεύουν στο hub του πρωθυπουργού. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει (έχει και τα καλά του να είσαι από πολιτική οικογένεια) το ιδιότυπο μικροκλίμα αλαζονείας που δημιουργεί η συνύπαρξη πολλών εμπίστων εντός του Μαξίμου. Σκέφτεται λοιπόν ότι ένα πρωθυπουργικό «μελίσσι» θα υπηρετεί καλύτερα το κράτος. Ενα ελληνικό Bundeskanzleramt και όχι ένα White House θα βοηθήσει το κράτος να αναδιοργανωθεί σε μια νέα προοπτική.
Η τελευταία έρευνα της εταιρείας μετρήσεων Pulse (ΣΚΑΪ) έντυσε με νούμερα αυτό που όλοι γνωρίζουμε. Η ομάδα Τσίπρα είναι ήδη αντιμέτωπη με το (κακό) τέλος των υπερεξουσιών της. Σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες η οικονομία είναι ο λόγος για τον οποίο οι πολίτες αδημονούν να ανοίξουν οι δικαστικοί τα εκλογικά τμήματα. Φόροι και ανάπτυξη, δηλαδή η άμεση ελάφρυνση των βαρών επί του σημερινού και του αυριανού εισοδήματος και η δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης, της εργασίας και του κεφαλαίου, είναι οι δύο μεταβλητές της εξίσωσης που κάθε πολίτης καλείται να επιλύσει προτού πάει στις κάλπες. Είναι χαρακτηριστικό ότι 36%-40% των αναποφάσιστων δηλώνουν ότι θα αποφασίσουν μέσα από αυτόν τον δρόμο. Ο γενικός κανόνας είναι ότι ένας στους δύο θεωρεί ότι οι εκλογές (όλες οι εκλογές!) είναι χρήσιμες επειδή δίνουν την ευκαιρία να σταλεί αυτό το μήνυμα στους πολιτικούς: «Αρκετά, κύριοι! Οχι άλλους φόρους». Με τον ίδιο τρόπο επέλεξαν τον Τσίπρα. Κι εκείνος τους «πρόδωσε». Ακούω ορισμένους να λένε ότι οι φόροι που έβαλε η σύμπραξη των Συριζανέλ είναι λιγότεροι από εκείνους που είχαν βάλει οι προηγούμενοι. Το επιχείρημα είναι αφελές: ζητούμενο είναι να μειώσουμε το γενικό επίπεδο των επιβαρύνσεων που υφίσταται το νοικοκυριό. Αυτός είναι ο άθλος με τον οποίο θα αναμετρηθεί η επόμενη κυβέρνηση και όχι κάποιες διευθετήσεις αριστερά – δεξιά. Χρειάζεται «αντίστροφο σοκ», ένα θετικό τσουνάμι, που θα απελευθερώσει εισοδήματα, επιχειρηματικότητα και ελπίδα.
Αναρωτιούνται κάποιοι αν αυτό είναι εφικτό. Βλέπουν πόσο «ίδρωσε» η κυβέρνηση για να πείσει τους ελεγκτές με τα κόκκινα δάνεια. «Πώς θα κόψει φόρους όταν έχει τόσες υποχρεώσεις;» ερωτούν. Κι όμως, ένα πολύ σημαντικό μέρος των πολιτών ψυχανεμίζεται ήδη τη λύση. Κατανοεί ότι η ανάπτυξη είναι ο δρόμος για την απελευθέρωση από τον φορολογικό ζυγό. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι άνω των 60 ετών δίνουν τη μεγαλύτερη σημασία στις επενδύσεις και στην επίτευξη υψηλού ΑΕΠ, ακούν δηλαδή προσεκτικά το επιχείρημα Μητσοτάκη, επιδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο πως έχουν κατανοήσει ότι συντάξεις και δουλειές για τους νέους πρέπει να διασυνδεθούν με έναν εντελώς νέο τρόπο. Εκεί που την έχει «πατήσει» η κυβέρνηση είναι ότι τα επιδόματα και τις ενισχύσεις, που μοιράζει, τα θεωρούν ως επιστροφή φόρων αχρεωστήτως καταβληθέντων και όχι ως «δώρο» των κυβερνητικών.
Η επιστροφή της Ελλάδας σε τροχιά ταχείας ανάκαμψης είναι το σημαντικό κριτήριο και για τις αγορές. Η αγαθή αυτή σύμπτωση προκύπτει επειδή ο πιο σίγουρος τρόπος για να έρθουν λεφτά στη χώρα είναι μέσω ασφαλών αλλά και προσοδοφόρων επενδύσεων. Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να δημιουργήσει επενδυτικές ευκαιρίες και να εμπιστευθεί όσους θα βάζουν τα δικά τους λεφτά εκεί που προτείνουν να γίνουν οι επενδύσεις αυτές. Κρατικοδίαιτους και υπερδανεισμένους επιχειρηματίες είχαμε πολλούς: την ώρα της μεγάλης κρίσης «λάκισαν». Η δουλειά θα γίνει τώρα με όσους έδειξαν πείσμα, σεβάστηκαν το δημόσιο χρήμα, τίμησαν την υπογραφή τους στις τράπεζες και πρόσεξαν το προσωπικό τους σαν να είναι η οικογένειά τους. Ευτυχώς, τέτοιους έχουμε πολλούς. Ακόμη ευτυχέστερα, δεν είναι φίλοι του Μαξίμου.
Πηγή: Καθημερινή