Σώτη Τριανταφύλλου
Η αριστερά και οι υπερευαίσθητες ψυχές βλέπουν στην άνοδο της δεξιάς τον κίνδυνο του εκφασισμού. Δίκιο έχουν.
Όποιος δεν συμφωνεί μαζί μας είναι φασίστας -όπως έγραφε ο Όργουελ το 1946· «φασιστικό» είναι οτιδήποτε ανεπιθύμητο. Ο όρος έχει στρογγυλοκαθίσει στη σύγχρονη γλώσσα με αποτέλεσμα να τον εκστομίζουν άνθρωποι που δεν ξέρουν τι σημαίνει πέραν του ότι είναι κάτι «κακό»· άρα, όποιος χαρακτηρίζεται φασίστας αποκλείεται από τον κοινωνικό διάλογο. Προχωρούμε στις παραλλαγές του φασίστα: ρατσιστής, σεξιστής, ομοφοβικός, ισλαμοφοβικός· ή όλα μαζί. Σύμφωνα με μια λενινιστική οπτική, φασισμός είναι η τρομοκρατική κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου, η οποία αντιτίθεται στην κυριαρχία του προλεταριάτου: όμως, τόσο ο ναζισμός, όσο ο φασισμός και ο κομμουνισμός έχουν κοινές ρίζες, θεμελιώδεις συγγένειες· και όχι μόνον επειδή οδηγούν σε ολοκληρωτικά συστήματα.
Η αριστερά και οι υπερευαίσθητες ψυχές βλέπουν στην άνοδο της δεξιάς τον κίνδυνο του εκφασισμού. Δίκιο έχουν. Οι ηγέτες των κομμάτων της λαϊκής δεξιάς, Μαρίν Λεπέν, Βίκτορ Όρμπαν, Ματέο Σαλβίνι, Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι άνθρωποι με τους οποίους θα κάναμε παρέα. Ακόμα λιγότερο με τον Ζαΐχ Μπολσονάρου ο οποίος είναι φασίστας με την ακριβή έννοια του όρου. Τούτου λεχθέντος, το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο: ανέκαθεν, το μίσος του αδυνάτου καθαγιαζόταν (π.χ. οι Μαύροι Πάνθηρες δοξάστηκαν παρότι ήταν μιλιταριστές, ρατσιστές και σεξιστές) ώσπου ο αδύναμος καταλαμβάνει θέση ισχύος… Οποιαδήποτε στάση του ισχυρού κρίνεται με διαφορετικό μέτρο. Σήμερα, μπορείς να κατηγορείς για φασισμό έναν λευκό αλλά, αν κατηγορήσεις έναν μαύρο (μολονότι ο μαύρος ρατσισμός είναι πιο εκδηλωτικός από τον λευκό), χαρακτηρίζεσαι ρατσιστής και σου αφαιρείται το δικαίωμα του λόγου. Φασίστες θεωρούνται λοιπόν οι κάθε λογής αντιπαθητικοί άνθρωποι: οι πλούσιοι, όσοι πιστεύουν στον νόμο και στην τάξη, οι συντηρητικοί… Ο καθένας μπορεί να προσθέσει όποιο χαρακτηριστικό θεωρεί πιο αντιπαθητικό. Αλλά, αν δούμε την ιστορία, φασίστες ήταν ανέκαθεν οι φτωχοί, οι μικροαστοί, οι φιλήσυχοι ή/και αγανακτισμένοι πολίτες, οι κομφορμιστές. Άλλοτε οι φασίστες ήταν συντηρητικοί, άλλοτε δεν ήταν. Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι δεν ήταν «συντηρητικοί»· είχαν οράματα ανατροπής και δυστοπίας. Oι φουτουριστές που θαύμαζαν τον φασισμό δεν ήταν συντηρητικοί· ήταν, με τον τρόπο τους, επαναστάτες. Κι ενώ οι φασίστες της δεκαετίας του 1930 ήταν εναντίον των μπολσεβίκων, ο φασισμός και ο μπολσεβικισμός αγωνίζονταν για κυριαρχία στον ίδιο ταξικό χώρο και οι επαναστατικές ιδέες δεν διαχωρίζονταν εύκολα από τις φασιστικές: Ο φασισμός ταξινομήθηκε ως «δεξιός» στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο ενώ όπου επικράτησε είχε εγκαταστήσει κράτος προνοίας και φαινόταν να εκπροσωπεί τον «μικρό άνθρωπο» σε όλη του τη μικροαστική λαμπρότητα. Στην πραγματικότητα, ο Στάλιν ήταν εκείνος που άρχισε να χρησιμοποιεί τον όρο με τον οργουελικό τρόπο: ό,τι δεν ήταν επιθυμητό ήταν «φασιστικό»· «φασιστικό» χαρακτήρισε ακόμα και το υποτιθέμενο πραξικόπημα του Τρότσκι. Ο αντιφασίστας ταυτίστηκε με τον πατριώτη και τον κομμουνιστή, με τον επαναστάτη. Όμως, τόσο οι φασίστες όσο και οι αντιφασίστες πίστευαν στο κράτος, στην «πρόοδο» και προπάντων στην πατρίδα.
Το φαινόμενο που εντείνεται από την Ιταλία μέχρι τη Βραζιλία εμπεριέχει βεβαίως στοιχεία της φασιστικής παράδοσης, αλλά ο πυρήνας του είναι ο εθνικισμός που δεν αποτελεί αποκλειστικότητα της δεξιάς. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια εκδίκηση των «συντηρητικών» πολιτών, δηλαδή εκείνων που εμφορούνται από παραδοσιακές αξίες -που είναι, π.χ., χριστιανοί, φοβούνται τις αλλαγές, έχουν επαρχιακή νοοτροπία ή πιστεύουν ότι η πατρίδα τους είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο επειδή τους γέννησε. Αλλά οι συντηρητικοί είναι εξίσου επιρρεπείς στον φασισμό με τους επαναστάτες, όχι περισσότερο. Τo 1969, όταν ένας καθηγητής του πανεπιστημίου Κορνέλ διάβασε σε κοινό αριστερών φοιτητών μια ομιλία του Μουσολίνι χωρίς να αποκαλύψει το όνομα του ρήτορα, το αμφιθέατρο σείστηκε από ενθουσιασμό -αλλά βεβαίως κανείς από τους ριζοσπάστες φοιτητές, που επιδίδονταν εκείνη την εποχή σε καταλήψεις και εκφοβισμό καθηγητών, δεν έβλεπαν τον φασίστα στον καθρέφτη τους. Αν αναλύσει κανείς τις επιρροές, τα αναγνώσματα και τα ινδάλματα της παγκόσμιας αριστεράς θα βρεθεί μπροστά σ’ ένα συνονθύλευμα από στρατιωτική έξαρση, συνδικαλιστική μαχητικότητα, υπαρξιστική ανία, καταστροφικότητα και αυτοκαταστροφικότητα, καθώς και το παλιό σύνθημα épater le bourgeois το οποίο μοιράζεται με την αντισυστημική άκρα δεξιά. Το μίσος ανάμεσα στους κομμουνιστές, τους αναρχικούς και τους φασίστες δεν οφείλεται στις αγεφύρωτες διαφορές τους αλλά σε μια σειρά από ανομολόγητες ομοιότητες, μία εκ των οποίων είναι η κολακεία και στρατολόγηση του κοινωνικού περιθωρίου.
Ένα μέρος των συντηρητικών τρέφει όνειρα ολοκληρωτισμού: οι οπαδοί του Μπολσονάρου φαντάζονται ένα ισχυρό κράτος με έναν αυταρχικό ηγεμόνα στον οποίον οι μάζες θα υπακούν ώστε να εξασφαλιστεί η ευταξία και κοινωνική γαλήνη. Αλλά οι περισσότεροι συντηρητικοί θέλουν απλώς την ησυχία τους. Αποφεύγουν τις «κακές» συναναστροφές και σέβονται τις κοινωνικές συμβάσεις: αυτό δεν τους καθιστά φασίστες. Για να βρούμε φασίστες θα χρειαστεί να τους αναζητήσουμε στους θιασώτες της πολιτικής βίας, σε όσους επιβάλλουν τους δικούς τους νόμους θεωρώντας τους θεσμούς της δημοκρατίας «διεφθαρμένους», καθώς και στους σταυροφόρους που ευαγγελίζονται τον «νέο άνθρωπο». Δεν είναι ζήτημα ορισμού: η κοινή λογική υπαγορεύει τη διάκριση μεταξύ φασίστα και συντηρητικού πολίτη.
Στον πολιτικό λόγο που γνωρίζει επιτυχία σήμερα -δεξιό και αριστερό λέμε ότι κυριαρχεί ο λαϊκισμός (η λατρεία του Volk), το μίσος για τις ελίτ και η χρήση απλής γλώσσας, γλώσσας «του δρόμου» ως απόρροια των προαναφερθέντων. Η άκρα αριστερά έχει τα ίδια χαρακτηριστικά: αντί για μίσος προς τις μειονότητες, έχει μίσος προς την πλειοψηφία, τους «συντηρητικούς», τους «φασίστες». Και εκτός αυτού έχει δημιουργήσει σύγχυση για το ποιος είναι συντηρητικός (άρα κακός) και ποιος όχι (άρα καλός): πρέπει άραγε να αποδεχόμαστε ως «μοιραίες» και αναπόφευκτες όλες τις αλλαγές, όλες τις καινούργιες ιδέες και τα φαινόμενα; Τι σημαίνει πρόοδος στον 21ο αιώνα όταν η αριστερά είναι είτε ολοκληρωτική, όπως το δικό μας ΚΚΕ, ή παλαβή και αναρχίζουσα όπως μια σειρά από ευρωπαϊκά κινήματα;
Ο κόσμος της γαλλικής επανάστασης έχει θεμελιώσει τον σύγχρονο κόσμο, έχει εμπνεύσει όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά, μικροαστικά και προλεταριακά κινήματα και έχει νομιμοποιήσει τις πολιτικές ακρότητες -τη μανία καταστροφής που χαρακτηρίζει τους φασίστες όπως και τους αριστεριστές: το τόσο δημοφιλές “burn baby, burn” -«για τον καλό σκοπό». Επίσης, έχει αποδείξει ότι αυτές οι ακρότητες αναιρούν εν τέλει τον «καλό σκοπό», αναδεικνύουν αυταρχικούς ηγεμόνες -όπως τον Βοναπάρτη- εγκαθιστούν αυταρχικά καθεστώτα ή οδηγούν στον μαχητικό εθνικισμό και στη θρησκοληψία. Να ποια είναι η συγκυρία.
Τα σημερινά λαϊκά κινήματα με τους γελοίους πολιτικούς αποτελούν την κραυγαλέα απάντηση της μέχρι πρότινος σιωπηλής πλειοψηφίας μπροστά στο αριστεροποιημένο εποικοδόμημα. Και συσπειρώνουν εχθρούς της ελεύθερης αγοράς οι οποίοι αποδίδουν τις οικονομικές τους δυσκολίες στην Ευρώπη και στην παγκοσμιοποίηση: το ότι δεν στρέφονται στην αριστερά οφείλεται στο ότι εναντιώνονται στη μετανάστευση, ιδιαίτερα στη μουσουλμανική. Το ίδιο ανθρώπινο υλικό θα ακολουθούσε τα θορυβώδη αριστερά κινήματα -Ποδέμος, Ανυπότακτη Γαλλία αν η αριστερά δεν ήταν ισλαμοφιλική. Αλλά, όταν στη Βρετανία, το Marks & Spencer πουλάει μπούρκες για κοριτσάκια και αντιδρά μόνο η δεξιά, ακολουθούν τη δεξιά…
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα ολοκληρωτικά συστήματα στηρίχτηκαν στους λαούς. Αν δεν θέλουμε να επαναληφθούν μέσα από το Fidesz της Ουγγαρίας ή το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας, είναι καλή ιδέα να δώσουμε ελευθερία και βήμα σε όλες τις ιδέες: το μίσος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω της τακτικής Κουρδιστό πορτοκάλι. Η παρούσα κατάσταση είναι απόρροια της αποτυχίας των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων να τραβήξουν τους Ευρωπαίους από το τέλμα του έθνους: δεν ήταν εύκολο· γίνεται δυσκολότερο. Έτσι, όλες οι παραλλαγές της δεξιάς ενισχύονται -από την ultra- επιχειρηματική του τρελο-Ντόναλντ Τραμπ, μέχρι τον εθνικιστικό συντηρητισμό του Τζουζέπε Κόντε και του Βίκτορ Όρμπαν- και οι βασικές αιτίες είναι η αριστερή ηγεμονία στο εποικοδόμημα και η επιδείνωση της ποιότητας ζωής λόγω του εξισλαμισμού: η Σουηδία έγινε η χώρα με τα περισσότερα εγκλήματα τιμής στην Ευρώπη. Πώς μπορεί να περνάει στα ψιλά κάτι τέτοιο; Η σοσιαλδημοκρατία, έσφαλε θλιβερά σε αυτό το μείζον ζήτημα. Συνεχίζει να μην παραδέχεται την εθελοτυφλία της και να πιέζεται αφόρητα από την άκρα αριστερά. Έτσι, οι πολίτες χωρίς ιδιαίτερο ηθικό ανάστημα στρέφονται σε κάτι παλιό και γνώριμο: στο χώμα και στο αίμα της πατρίδας. Αλλά πρέπει να αναρωτηθούμε: σε τι έχουν δίκιο αυτοί οι άνθρωποι; Δεν μπορεί, σε κάτι θα έχουν δίκιο. Καλό είναι να μη τους θεωρήσουμε παράφρονες. Αν και μαζική παραφροσύνη υπάρχει, στη σημερινή συνθήκη είναι μοιρασμένη παντού.
Πηγή: Athens Voice