Ηλίας Μαγκλίνης
Η απόφαση να μη λειτουργήσουν τα σχολεία χθες, Παρασκευή, ήταν απλώς αλλοπρόσαλλη. Ενα είδος υπερπροστατευτισμού από αυτούς που συναντά κάποιος σε ορισμένες –πολλές μάλλον– ελληνικές οικογένειες, όπου η περιττή υπερβολή έρχεται για να καλύψει τα κενά ως προς τα ουσιώδη και, κυρίως, την ανεπάρκεια του γονέα.
Θα μπορούσε να γίνει κατανοητό να παραμείνουν κλειστά τα σχολεία σε μέρη όπως τα νησιά, οι Κυκλάδες, σε μεγάλα υψόμετρα γενικώς, δεδομένου ότι το μεγάλο πρόβλημα με αυτή την –όντως πρωτοφανή, ειδικά για την απότομη εμφάνισή της– κακοκαιρία ήταν οι δυνατοί άνεμοι.
Τι ακριβώς περίμεναν; Τυφώνες σαν κι αυτούς που αναπτύσσονται στις Φιλιππίνες, στην Καραϊβική ή στη Φλόριντα; Περίμεναν κάτι τόσο ακραίο και καταστροφικό στην περιοχή της Αττικής ώστε να κλείσουν τα σχολεία; Ή απλώς η Περιφέρεια δεν ήθελε να της «σκάσει μία ακόμα στραβή στη βάρδιά της»;
Το πρόβλημα δεν είναι ότι έκλεισαν τα σχολεία. Εντάξει, ξεβόλεψε πολλούς γονείς και ικανοποίησε πάρα πολλά παιδιά που τους ήρθε από το πουθενά ένα ωραιότατο long weekend. Το πρόβλημα είναι ένα κράτος που μοιάζει κατ’ εξακολούθηση να αδυνατεί να διαχειριστεί ακόμα και τις πλέον στοιχειώδεις κρίσεις ή να προετοιμαστεί γι’ αυτές, και ακόμα, να αξιολογήσει υποτυπωδώς τους κινδύνους. Και είναι ένα πρόβλημα που διατρέχει όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις.
Αν η σημερινή έχει ένα μειονέκτημα επιπλέον αυτό είναι η παθολογία που κουβαλάει, το πώς δηλαδή έχει θεωρητικοποιήσει και έχει αναδείξει σε σημαία τη χαλαρότητα, την έλλειψη οργάνωσης, την απουσία σχεδίου, βασιζόμενη στον αυτοσχεδιασμό, στην πρόχειρη φιλανθρωπία, στο περίφημο ελληνικό φιλότιμο και στην «καλοσύνη των ξένων». Ελληνικές παθογένειες που στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ εξέλαβαν ένα πρόσημο θεωρητικολογίας και στάσης ζωής, με σημείο εκκίνησης τους καραμελωμένους αφορισμούς του τύπου «η καριέρα είναι χολέρα».
Ομως, το πρόβλημα παραμένει διαχρονικό και εν τέλει αυτό που απομένει είναι αυτή η ανεκδιήγητη τάση της υπερπροστασίας, η οποία, σαν εκκρεμές, πάει από το ένα άκρο στο άλλο: εγκατάλειψη ή και περιφρόνηση για τα θύματα φυσικών καταστροφών και, από την άλλη, κατεβάζουμε τους διακόπτες κάθε κανονικής λειτουργίας προκειμένου να μη «θρηνήσουμε θύματα».
Οπως ένα παιδί που οι γονείς του το μεγαλώνουν με μοναδικό γνώμονα τις φοβίες τους (να μην κρυώσει, να μη νιώσει μόνο του, να μη νιώσει στερημένο – κυρίως από υλικά αγαθά), αλλά που αδυνατούν να το προετοιμάσουν με μια εσωτερική στερεότητα για να διεκδικήσει από μόνο του την ατομικότητά του όταν έρθει η ώρα, έτσι και το ελληνικό κράτος, σχεδόν από καταβολής του, αποφεύγει να προετοιμάσει τους πολίτες για το αύριο και προτιμά να τους καλοπιάνει. Τα αποτελέσματα τα ζούμε καθημερινά, ιδίως τα τελευταία οκτώ χρόνια. Κάπως έτσι, με αυτούς τους επιβεβλημένους πανικούς, η μη κανονικότητα εγκαθιδρύεται σαν κανονικότητα. Η μη κανονικότητα αποκτά τη φύση της νοοτροπίας: δύσκολα ξεριζώνεται αφού ριζώσει.
Πηγή: Καθημερινή