Κώστας Καλλίτσης
Σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο ευρέως συζητείται ότι η ακρίβεια είναι «πληθωρισμός κερδών», ότι δηλαδή, πλέον, προκαλείται κατά κύριο λόγο από την άνοδο των κερδών.
Το βεβαιώνουν εγνωσμένου κύρους οικονομολόγοι πολυεθνικών τραπεζών, της UBS και άλλων, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Φίλιπ Λέιν, η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ. Ακόμη και το ΔΝΤ καταλήγει στη διαπίστωση ότι από τις αρχές του 2022 ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη οφείλεται κατά 45% στην αύξηση των κερδών, κατά 40% στις τιμές των εισαγωγών και μόνο κατά 25% στην αύξηση των μισθών.
Στα καθ’ ημάς, η δημόσια συζήτηση για την αφόρητη ακρίβεια αποφεύγει –με καθοριστική τη συμβολή mainstream μέσων ενημέρωσης– τέτοια θέματα, προσέχει να μην αγγίξει το ιερό δισκοπότηρο: τα κέρδη. Ήταν, λοιπόν, αξιοπρόσεκτο, και άλλη μία επιβεβαίωση της ανεξαρτησίας του και της σοβαρότητάς του, ότι με το θέμα ασχολήθηκε την περασμένη Τρίτη το Γραφείο Κρατικού Προϋπολογισμού της Βουλής. Στην έκθεσή του για τις δημοσιονομικές εξελίξεις το α΄ τρίμηνο γράφει για τον «πληθωρισμό απληστίας».
«Το φαινόμενο έχει χαρακτηριστεί ως greedflation (πληθωρισμός απληστίας) και θέτει νέα διλήμματα – αναφέρεται. Η αποτελεσματικότητα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής εξαρτάται περισσότερο από τη συγκράτηση των επιχειρηματικών κερδών και λιγότερο από τον έλεγχο των μισθολογικών αυξήσεων. Με άλλα λόγια, χωρίς μείωση των περιθωρίων κέρδους η επιστροφή του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και υψηλότερα επιτόκια, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα».
Αν, λοιπόν, ο πληθωρισμός είναι πληθωρισμός κερδών, είναι εύλογο ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιδόματα – και, μάλιστα, οριζόντια, για 8,5 εκατ. πολίτες, όπως έχει επισήμως ειπωθεί. Οι στοχευμένες δράσεις μπορούν να ανακουφίσουν κάπως τα ευάλωτα νοικοκυριά, όσο (αφήνεται να) καλπάζει η ακρίβεια σε τρόφιμα και σε άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Αλλά καταλήγουν να τροφοδοτούν τα κέρδη, την κύρια αιτία της ακρίβειας, εφόσον δεν επιβάλλεται κάποιος ουσιαστικός έλεγχος στις αγορές.
Το πρόβλημα φαίνεται οξύτερο ίσως στην Ελλάδα συγκριτικά με άλλες χώρες. Γιατί στα καθ’ ημάς, μεγάλο μέρος της βιομηχανίας και του εμπορίου έχουν (κακο)μάθει να δουλεύουν με υψηλά ποσοστά κέρδους, που δεν υπάρχουν σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα, συχνά σε συνθήκες αδύναμου ανταγωνισμού. Ως αποτέλεσμα, τρόφιμα και άλλα είδη λαϊκής κατανάλωσης είναι ακριβότερα στην Αθήνα παρά στο Μόναχο.
Αν υπάρχει διάθεση δημιουργίας ενός νέου, βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου χρειάζεται να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους της κερδοφορίας και των κεφαλαίων προς τους κλάδους και τις επιχειρήσεις που θα παράγουν αυτά τα σύγχρονα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Αυτό μπορεί να γίνει με κάποιας μορφής κίνητρα, με τα οποία το κράτος θα δώσει την κατεύθυνση. Αλλά ποια τύχη μπορεί να έχει οποιαδήποτε κατεύθυνση σε ένα αγριεμένο αρχιπέλαγος γενικευμένης κερδοσκοπίας;
Πηγή: Καθημερινή