Ηλίας Μαγκλίνης
Δύο είναι, ενδεχομένως, οι κυρίαρχες εικόνες του φετινού καλοκαιριού που βαίνει ήσυχα και βαριά προς το τελείωμά του: η πρώτη είναι οι πυρόπληκτοι που προσπαθούν απεγνωσμένα να βρουν την ύστατη σωτηρία στη θάλασσα, κουβαλώντας παιδιά και κατοικίδια, κάτω από έναν χαμηλό, πένθιμο ουρανό. Η δεύτερη είναι η προσβλητική κυβερνητική (μίζερη) φιέστα στην Ιθάκη για το περιλάλητο τέλος των μνημονίων.
Η πρώτη από τις δύο εικόνες στοιχειώνει όσες συνειδήσεις έχουν ακόμα ζωντανό το ένστικτο της ντροπής· η δεύτερη προσβάλλει όσες συνειδήσεις αντιστέκονται ακόμα σε αυτή τη σαρωτική επέλαση του μικροπολιτικού, άγριου κυνισμού.
Η πρώτη εικόνα χάλασε τη δεύτερη. Η δεύτερη θα ήταν κάποια άλλη, κάτι άλλο, με περισσότερη φανφάρα και κενή θριαμβολογία αν δεν είχε προηγηθεί η πρώτη – αν δε είχαν προηγηθεί οι 96 νεκροί και η μεγάλη καταστροφή στην Αττική. Οι «ενοχλητικοί νεκροί», αυτοί που θεωρήθηκαν ως και υπαίτιοι, ένοχοι για τη φωτιά από τα κυβερνητικά χείλη, από την όλη κυβερνητική γλώσσα του σώματος και τη μιντιακή τους σημειολογία, χάλασαν τη φιέστα που προετοίμαζαν.
Οι τόνοι έπεσαν κάπως, αναγκαστικά, αλλά η υποτονική Ιθάκη συνοδεύθηκε από τις υπουργικές αποφάσεις, τις αγοραίες εξαγορές της απελπισίας των πυρόπληκτων: πρόσληψη στο Δημόσιο αρκεί να παραιτηθούν από τυχόν νομικές διεκδικήσεις εξαιτίας της φωτιάς.
Η πρώτη εικόνα, με τη μαύρη θάλασσα και τους μαύρους ανθρώπους κάτω από έναν καπνισμένο, βομβαρδισμένο ουρανό, εικόνα που παρέπεμπε σε Σμύρνη του 1922 και Δουνκέρκη, είχε έναν σκοτεινό συμβολισμό: η παλιά, αλησμόνητη δήλωση του Κώστα Σημίτη «Αυτή είναι η Ελλάδα», προσθέτοντας σε αυτή όμως και τη χρονολογία «το 2018», αποκαρδιώνει με ένα στοιχείο τραγικό.
Η δεύτερη εικόνα, συμπληρώνει το αίσθημα της τραγωδίας με εκείνο της γελοιότητας, του γραφικού. Το λευκό πουκάμισο του πρωθυπουργού, με φόντο την πράσινη Ιθάκη (εντάξει, καταλάβαμε γιατί δεν τον έστησαν, π.χ., σε νησί των Κυκλάδων: η πλούσια, παχιά πρασινάδα του Ιονίου να μας κάνει να ξεχάσουμε την ξεραΐλα και την πέτρα, κυρίως τα καμένα της αττικής γης), το αποστασιοποιημένο ύφος και ο διχαστικός λόγος πασπαλισμένος με ευχολόγια, ανέδειξαν τη γελοιότητα σε τέχνη.
Η πρώτη εικόνα έπειθε με τον αμείλικτο, ωμό ρεαλισμό της. Η δεύτερη δεν έπειθε με τίποτα – εκτός κι αν επρόκειτο για παρωδία πολιτικής στάσης. Μακάρι, όμως, να μην είχε προηγηθεί, να μην είχε συμβεί η πρώτη εικόνα, αυτή η τραγωδία των ανθρώπων και της γης. Κι ας είχαν κάνει τη φιέστα που σχεδίαζαν – και πάλι, κάτι γελοίο θα προέκυπτε, μονάχα πιο θορυβώδες, πιο ενοχλητικό στα μάτια και στ’ αυτιά.
Η πρώτη εικόνα θα μας καταδιώκει για καιρό ακόμα. Και καλά θα κάνει να μας καταδιώκει. Για να μην ξεχαστεί, να μην ξεχαστούν οι νεκροί και οι άστεγοι, οι γονείς που έχασαν τα παιδιά τους, οι πενθούντες όλοι, με την οργή και την απέραντη θλίψη τους. Μπροστά σε αυτό τον πόνο, τα αντιμνημονιακά κανόνια παθαίνουν αφλογιστία.
Πηγή: Καθημερινή