Κώστας Καλλίτσης
Τρία ενδιαφέροντα στοιχεία είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες. Ενα από τη Eurostat: Τον Αύγουστο ο πληθωρισμός σκάλωσε, από 3,5% έπεσε ανεπαίσθητα στο 3,4% – αντιστοίχως σκάλωσε και σε όλη την Ευρωζώνη. Δεύτερο από την ΕΛΣΤΑΤ: Τον Ιούνιο ο όγκος λιανικών πωλήσεων ήταν 7,6% μικρότερος από τον αντίστοιχο πέρυσι και 3,8% μικρότερος από εκείνον του προηγούμενου μήνα, Μαΐου. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η μείωση του όγκου των πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ: 8,4% σε 12μηνη βάση και 4% από μήνα σε μήνα.
Τρίτο στοιχείο, από την έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου για λογαριασμό του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών: Ενα στα δύο εμπορικά καταστήματα στις καλοκαιρινές εκπτώσεις έκανε μικρότερο τζίρο από πέρυσι, μόνο το 18,3% μεγαλύτερο. Χειρότερη ήταν η κατάσταση στην αγορά του Πειραιά, 62% είχε μικρότερο τζίρο, μόλις 5% μεγαλύτερο. Η τάση είναι σαφής: Η ακρίβεια περιορίζει την κατανάλωση και στα είδη πρώτης ανάγκης, ακόμη και στα τρόφιμα.
Οσον αφορά τις θερινές εκπτώσεις, οι κυβερνητικοί ερασιτεχνισμοί ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τη φετινή αποτυχία τους. Η αιφνίδια επιβολή ευρωπαϊκών πρακτικών προκάλεσε την απόλυτη σύγχυση για τις «επαναλαμβανόμενες», τις «κλιμακωτές» και τη «μοναδική» έκπτωση, και είχε αποτέλεσμα να ταλαιπωρηθούν ο θεσμός, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις λιανικής – δευτερογενώς θα ταλαιπωρηθεί και ο τιμάριθμος, ο οποίος, για τους ίδιους λόγους, μάλλον θα εμφανιστεί περισσότερο αυξημένος τον Σεπτέμβριο.
Ωστόσο, πέρα από τις αδεξιότητες υπάρχει το μεγάλο θέμα ουσίας. Αφού μειώθηκε το κόστος ενέργειας και επανέρχονται στα πρότερα επίπεδά τους οι διεθνείς τιμές πρώτων υλών, γιατί οι τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης και, ειδικότερα, των τροφίμων καλπάζουν; Δύο πρώτες απαντήσεις:
Η μία, αν ρωτήσετε τους αρμόδιους παράγοντες και σας απαντήσουν με ειλικρίνεια, είναι «δεν ξέρουμε». Μαθαίνουμε ότι δεν έχει καν ζητηθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες να διερευνήσουν πώς διαμορφώνονται οι τιμές στην αλυσίδα των τροφίμων – από τις εισαγωγές πρώτων υλών, την παραγωγή έως και τη μεταποίηση. Καθένας κάνει ό,τι θέλει και ορίζει όποιο ποσοστό κέρδους επιθυμεί. Μόνο στο τελευταίο στάδιο, στη λιανική, υπάρχει προσδιορισμένο ποσοστό μεικτού κέρδους – σταθερό από το 2022. Η άλλη αναφέρεται στις αιτίες του πληθωρισμού. Επ’ αυτού, διαφωτιστική είναι η τελευταία ανάλυση της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank: Η αύξηση των κερδών αντιπροσώπευε περισσότερο από το μισό της αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών, ενώ η επίδραση των ονομαστικών μισθών ήταν περιορισμένη, είτε αρνητική το πρώτο τρίμηνο του 2023 – εξηγεί. Σωρευτικά, δε, μεταξύ τελευταίου τριμήνου 2019 και πρώτου τριμήνου 2023 τα κέρδη αυξήθηκαν 16%, ενώ το κόστος εργασίας μόνο 7%.
Πρακτικά αυτό σημαίνει (α) πως υπάρχει πληθωρισμός κερδών και (β) πως ό,τι δόθηκε ως αύξηση μισθού, πάρθηκε πίσω διά των ανατιμήσεων. Οιαδήποτε έκτακτη δράση, λοιπόν, για τη συγκράτηση των τιμών δεν θα μπορούσε παρά να περιέχει κάποιου είδους παρεμβάσεις στα ποσοστά κέρδους συγκεκριμένων κλάδων/επιχειρήσεων, που κατά κανόνα είναι πολύ μεγαλύτερα από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Αλλά αυτά είναι το ιερό δισκοπότηρο, το κίνητρο για να έρχονται κερδοσκοπικά ξένα κεφάλαια και να αγοράζουν ελληνικές επιχειρήσεις και γη – δεν αγγίζονται. Απομένουν τα pass – που διευκολύνουν να πληρώνουμε τις ακριβές τιμές, επιδοτώντας εμμέσως τα υψηλά κέρδη. Αλλά, όπως πολύ καλά γνωρίζει ο Κωστής Χατζηδάκης, τα δημοσιονομικά περιθώρια για τα διάφορα pass στενεύουν και σιγά σιγά, αφού διεξαχθούν δημοτικές/περιφερειακές εκλογές, θα αρχίσουν να αποσύρονται. Επειτα από τρία χρόνια που μοιράστηκαν (συχνά οριζόντια και επίσης συχνά με πελατειακά κριτήρια κι αδιαφάνεια) περίπου 60 δισ. ευρώ, αυτή η αλλαγή γίνεται αισθητή σε επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας και, άμεσα, στην κοινή γνώμη. Η οποία, χωρίς την προσδοκία ποικιλίας επιδομάτων, αρχίζει να κρίνει με άλλα μάτια την κυβέρνηση του «41%». Γίνεται όλο και λιγότερο ανεκτική.
Πηγή: Καθημερινή