Κώστας Καλλίτσης
Στην προχθεσινή δημοσκόπηση της Metron Analysis υπάρχουν ορισμένα ευρήματα που είναι εντυπωσιακά και, το σημαντικότερο, αναδεικνύουν τον πυρήνα μιας αλήθειας που ίσως αποδειχθεί κρίσιμη σε επόμενη φάση: τα ποσοστά όσων πιστεύουν ότι η κυβέρνηση αποτυγχάνει στην αντιμετώπιση μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων, όπως η εγκληματικότητα, η διαφθορά, η ακρίβεια, οι φυσικές καταστροφές, η φορολογία, η δημόσια υγεία, η παιδεία, είναι μεγάλα. Ολα είναι πάνω από 60%, στις πρώτες τέσσερις θεματικές μάλιστα είναι τραγικά, κυμαίνονται περί το 70%. Για να έχουμε ένα μέτρο: τέτοια αρνητικά ποσοστά –λένε οι ειδικοί– δεν εμφανίζονται διεθνώς παρά μόνο σε περιπτώσεις που μια κυβέρνηση είναι σε αποδρομή – και όχι, βέβαια, όταν έχει τέτοια κυριαρχία σαν αυτήν που απολαμβάνει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Στα καθ’ ημάς, ωστόσο, συμβαίνει το παράδοξο: από τη μια μεριά, μια κυβέρνηση που πριν από έξι μήνες υπερψηφίστηκε από το 41%. Από την άλλη, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών αποδοκιμάζει το κυβερνητικό έργο σε ζωτικής σημασίας πεδία, ορισμένα εκ των οποίων δεν εξαρτώνται από τη χρηματοδότηση (όπως εξαρτάται η υγεία…), αλλά από τη βούληση μιας κυβέρνησης (παράδειγμα, η διαφθορά…).
Οπερ υποδηλώνει ότι η κυριαρχία της σημερινής κυβέρνησης είναι ανάπηρη. Δεν προκύπτει από μια θετική εκτίμηση των επιμέρους πολιτικών, δεν στηρίζεται σε μια κοινωνική πλειοψηφία που πιστεύει ότι αυτές οι πολιτικές είναι κατάλληλες, ότι λύνουν προβλήματα και αξιοποιούν δυνατότητες και ευκαιρίες για ένα πιο καλό αύριο. Στηρίζεται σε μια αντίληψη ότι δεν υπάρχει άλλος που να μπορεί σήμερα να κυβερνήσει, να μπορεί να προσδώσει στο πολιτικό σύστημα, σταθερότητα. Ο δικομματισμός αποσύρθηκε, όσοι εύχονταν να τελειώσει είδαν την ευχή τους να γίνεται πραγματικότητα (ας πρόσεχαν…) και στη θέση του ήρθε το «κυρίαρχο κόμμα». Κυριαρχεί επειδή οι άλλοι φοβίζουν.
Και επειδή οι άλλοι είναι αδύναμοι, αυτό κυβερνά αλαζονικά. Που σημαίνει ότι αντί να σχεδιάζει και να οργανώνει μέτωπα για να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα του τόπου, συχνότερα επιλέγει να τα πλαγιοκοπεί και να απολαμβάνει την εξουσία διαχειριζόμενο την κοινή γνώμη –επιτυχώς, χάρη στις οξυδερκείς οδηγίες Γκρίνμπεργκ– στη συνεισφορά των μέσων προεπιλεγμένης ενημέρωσης και στη μέχρι πρότινος αφθονία επιδομάτων. Φρέσκο παράδειγμα: όταν η PISA δείχνει ότι πέρυσι, έπειτα από μία τριετία «μεταρρυθμίσεων», οι επιδόσεις των Ελληνόπουλων στην κατανόηση κειμένου στα μαθηματικά και στη φυσική είναι οι χειρότερες της 10ετίας και στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης, έρχεται εκτάκτως ρύθμιση για «ελεύθερα» ΑΕΙ.
Ποιο είναι το θέμα; Η πολιτική κυριαρχία μιας μεταρρυθμιστικής δύναμης που σχεδιάζει και διευθύνει την υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών και τομών στα κακώς κείμενα, ενισχύει κι εμπεδώνει τη σταθερότητα του συστήματος και την κληροδοτεί στους επόμενους διαχειριστές του. Η πολιτική κυριαρχία ενός φορέα που το DNA του δεν αντέχει μεταρρυθμίσεις, όταν πάψει να υφίσταται, ενδέχεται να παρασύρει μαζί και τη σταθερότητα που υπήρχε. Είναι ένας κίνδυνος που κρύβεται ανάμεσα στην κυριαρχία της κυβέρνησης και τα τεράστια ποσοστά απόρριψης των πολιτικών της.
Πηγή: Καθημερινή